Όταν τα πάντα με βαραίνουν εγώ μπορώ και φεύγω…
Μπορώ και χώνομαι σ’ εκείνη την γλυκειά απέραντη αγκαλιά των ευτυχισμένων παιδικών μου χρόνων.
Και αυτά τα Χριστούγεννα με βαραίνουν. Όλα είναι δυσοίωνα στην ανθρωπότητα και στη ζωή μας.
Τόση δυστυχία στους πολλούς που την δημιουργούν οι λίγοι!
Τόσος θάνατος! Φεύγουν οι αγαπημένοι μας! Κόβονται οι ρίζες μας!
Μα και ο θάνατος, ο άλλος, μας αγγίζει.
Και τότε δίνω μια, χλάππ, και χώνομαι στην αγκαλιά της μαμάς , του μπαμπά, στις θείες μου, στη γιαγιά.
Γίνομαι μικρό παιδί και θυμάμαι τα Χριστούγεννα. Εκεί, λίγο πριν το Δημοτικό εκείνα τα χρόνια τα δύσκολα του 1957-58.
Υπήρχε τότε φτώχεια αλλά δεν υπήρχαν ΕΝΦΙΑ, ΔΕΗ, ΟΤΕ, φόροι, φόροι, φόροι, χαράτσια, τέλη κυκλοφορίας , κλήσεις Τροχαίας.
Τότε δούλευαν οι άνθρωποι για να ζήσουν. Δεν δούλευαν για να πληρώνουν. Και μεις, τα παιδιά, στην οικογένεια μας ζούσαμε καλά. Ίσως η μάνα που ήταν όμορφη και της άρεσαν τα λούσα να μην είχε ν’ αγοράσει καινούργιο φόρεμα τα Χριστούγεννα. Και ήταν δάκρυ αυτό που έτρεχε απ’ τα μάτια της και όχι σκουπιδάκι όπως μου έλεγε γελώντας και πέρνοντάς με στην αγκαλιά της. Όμως εγώ και η αδελφή μου – ο αδελφός μου ήρθε πολύ αργότερα – τα Χριστούγεννα είχαμε πάντα καινούργιο φόρεμα και καινούργια παπούτσια. Και παλτά. Αυτά τότε δεν τ’ απολάμβαναν όλα τα παιδιά.
Θυμάμαι παιδιά που πηγαίναν ξυπόλητα στο σχολείο. Και Χριστουγεννιάτικο δέντρο είχαμε. Απέναντι απ’ το σπίτι μας ήταν ένα απ’ τα μεγάλα κτήματα του Μάνου. Ήταν το δεύτερο σπίτι μας. Εκεί παίζαμε συνέχεια όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Πάνω στα δέντρα του μεγαλώσαμε. Ήμουν, μεγάλη, 18 χρόνων και σκαρφάλωνα στα δέντρα και χάζευα.
Εκεί, λοιπόν στου Μάνου, απέναντι απ’ το σπίτι μας ήταν ένα κυπαρίσσι. Ο μπαμπάς έκοβε κλαδιά τα οποία συναρμολογούσε με σύρμα και τα έκανε δέντρο κανονικό. Το βάζαμε σε μια γλάστρα που την ντύναμε με χρυσόχαρτο. Και έπειτα όλοι μαζί – τι χαρά αυτή η διαδικασία! – η αδερφή μου, εγώ, η μαμά, ο μπαμπάς φτιάχναμε τα στολίδια του δέντρου. Ο μπαμπάς φρόντιζε τα κλαδιά που έκοβε να έχουν πολλά κούμαρα. ΤΑ ντύναμε λοιπόν με ασημόχαρτο, μπλε, ροζ, πράσινο. Έπειτα κρεμούσαμε φούσκες. Βάζαμε κομμάτια βαμβάκι για χιόνι.
Έπειτα ο μπαμπάς ζωγράφιζε σε χοντρό χαρτί αστέρια, καρδούλες, μισοφέγγαρα. Η μαμά τα έκοβε επιδέξια με το ψαλίδι και γω με την αδελφή μου τα ντύναμε με ασημόχαρτο μπλε , ροζ, πράσινο , χρυσαφί.
Τι ωραία που ήταν! Κάναμε μια τρυπούλα στην κορφή τους και η μαμά τους πέρναγε κλωστή και ‘μεις τα κρεμούσαμε. Με βαμβάκι θυμάμαι φτιάχναμε και χιονάνθρωπους. Ο μπαμπάς είχε ταλέντο σ’ αυτό. Το ‘δενε θυμάμαι σφιχτά το βαμβάκι στην κορφή και σχηματιζόταν το κεφάλι. Μετά , με το μολύβι της μαμάς των φρυδιών , του ζωγραφίζαμε τα φρύδια, για μάτια κάτι κάρφωνε ο μπαμπάς δεν θυμάμαι τι, και με το κραγιόν της μαμάς του κάναμε χείλια.
Του κάρφωνε ένα κλαδάκι για σκούπα. Τον κοιτάζαμε τον χιονάνθρωπο και ότι του ‘λειπε θυμάμαι όλοι μαζί σκεφτόμαστε τι του ταιριάζει και το συμπληρώναμε. Γινόταν τέλειος!
Τι χαρά όταν τον κρεμνάγαμε στο δέντρο. Μόνο μια χρονιά θυμάμαι και τους έκανα μαύρα τα Χριστούγεννα τους γιατί δεν έφαγα μπουκιά φαγητό.
Έκανα απεργία πείνας για να τους τιμωρήσω γιατί μου σφάξανε τ’ αγαπημένο γουρουνάκι μου. Και δεν ξανάφαγα κρέας για τιμωρία μέχρι που έγινα 15 χρονών. Έσφιγκα το στόμα μου, και όσο και αν πίεζαν το κουτάλι, εγώ δεν τ’ άνοιγα με τίποτα. Τόσο πείσμα είχα!
Του Αϊ Βασιλιού περιμέναμε με χαρά τι δώρο θα μας αφήσει κάτω απ’ το δέντρο ο Αϊ Βασίλης.
Όμως όταν έγινα 6 χρόνων και η αδελφή μου 5 χρόνων, αρχίσαμε θυμάμαι και αναρωτιόμαστε: «Μα πώς προλαβαίνει ο Αϊ Βασίλης σε μια νύχτα και πάει σ’ όλα τα παιδιά δώρα; Και αυτά που είναι πολύ μακριά; Πώς προλαβαίνει. Έπειτα, είναι χοντρός. Δεν σφηνώνει στην καμινάδα;
Αυτό θυμάμαι εμένα μου ‘κανε ιδιαίτερη εντύπωση. Όσα σπίτια είχαν καμινάδα – της γιαγιάς στο χωριό – πήγαινα και κοίταζα το άνοιγμα. Και έλεγα μέσα μου: « Δεν χωρά». Έπειτα το δικό μας σπίτι δεν έχει καμινάδα. Πώς μπαίνει αφού είναι όλα κλειστά και αφήνει τα δώρα κάτω απ’ το δέντρο;
Το κουβεντιάζαμε με την αδελφή μου και καταλήξαμε πως τα δώρα μας τα φέρνουν οι γονείς μας και μας λένε ψέματα για τον Αϊ Βασίλη. Αυτό όμως δεν μας άρεσε. Προτιμούσαμε την ύπαρξη του Αϊ Βασίλη. Και είπαμε μεταξύ μας κρυφά απ’ τους γονείς μας, μην τ’ ακούσουν: Φέτο, θα ξαπλώσομε στο ίδιο κρεβάτι. Δεν θα κοιμηθούμε όλη νύχτα. Και θα το εξακριβώσομε. Όταν πιάνει η νύστα την μια, θα την σκουντά η άλλη και έτσι δεν θα μας πάρει ο ύπνος. Πραγματικά, ήταν τέτοια η αγωνία μας που όλη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι, αλλά Αϊ – Βασίλης δεν ήρθε. Και το πρωί, όλο θυμό τρέχομε και οι δυό στην μαμά: «Ψέματα μας λέτε. Δεν υπάρχει Αϊ – Βασίλης. Εσείς μας φέρνετε τα δώρα».
Η μαμά δεν τα ‘χασε. «Ναι, μας είπε φέτο σας τα βάλαμε κάτω απ’ το δέντρο, γιατί ήταν πάααρα πολλά φτωχά παιδάκια και πρωτοπήγε εκεί ο Άγιος. Έπειτα ξημέρωσε και αφού δεν πρόλαβε, σας τα βάλαμε εμείς τα δώρα».
Εμένα όμως δεν μ’ άρεσε και δεν ξαναπίστεψα στον μύθο του Αϊ – Βασίλη που φέρνει δώρα.
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη