Γράφει ο Ευθύμης Γ. Λεκάκης
Το βιβλίο “Τι είδα στην Ελλάδα το 1950», τυπώθηκε στο ομογενειακό τυπογραφείο Μ. Κωνσταντινοπούλου, στην Κωνσταντινούπολη, το 1951.
Παραθέτω αυτολεξί στη σύνταξη και στην ορθογραφία κομμάτια του βιβλίου ώστε να γίνει απόλυτα κατανοητή η ανάλυση που επιχειρείται παρακάτω.
«ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Για να δουν τα μάτια μου και να χορτάση –αν είναι δυνατό– η ψυχή μου γνωστά μέρη, φίλους, γνωστούς και άγνωστους ανθρώπους ταξίδευσα τον Αύγουστο του 1950 στην Ελλάδα. Επειδή οι χρόνοι περνούν, οι άνθρωποι πεθαίνουν, ό,τι υπάρχει στο κόσμο αλλάσσει σχήμα, οι ροδαρές κάνουν ρόδα αλλά και αυτά μαδούν και το μόνο που στέκει ζωντανό είναι το έργο και το ενθύμιο, δι’ αυτό έκρινα σωστό να γράψω τες εντυπώσεις μου σε βιβλίο το οποίο αφιερώνω εις ένδειξι ευγνωμοσύνης στο φιλόξενο Ελληνικό λαό ο οποίος με περιέβαλε με συμπάθεια κ’ εκτίμησι.
Καδήκιοϊ, Γενάρης 1951. Εκμέλ Μολλά.»
Σελ. 7. «Το Φλεβάρη του 1924 σύμφωνα με τη σύμβαση της ανταλλαγής των πληθυσμών ανεχώρησα από την Κρήτη τη γενέτειρά μου κι’ ήλθα στην Ισταμπούλ, όπου από τότε μένω. Είχα ένα μεγάλο πόθο να επισκεφθώ ξανά το τόπο που γεννήθηκα, που είδα το πρώτο φως της ημέρας, ν’ αγκαλιάσω με τα μάτια μου και με τα χέρια μου τα όρη, τους βράχους, τα λειβάδια, τους καρπούς και τα χωράφια, να μυριστώ τα Κρητικά ρόδα και τα γιασεμιά, να φάω το τυρί, τον αθότυρο, τα μυρωδάτα σταφύλια, το μυρισμένο μέλι και με τη Κρητική πρωινή αύρα να πιω τη τσικουδιά, το φάρμακο του Κρητικού χωρικού…Με την ευκαιρία της μεταβάσεώς μου στην Ελλάδα θα προσπαθούσα να βρεθεί και μια λύσι σ’ ένα σχέδιο που χρόνια τώρα βασανίζειτο μυαλό μου. Τα δύο έθνη είναι γείτονες, φίλοι και σύμμαχοι, έχουν και τα δύο πεζογράφους και ποιητές, μολαταύτα μεγάλη ντροπή που δεν γνωρίζονται διότι τα έργα των δεν μεταφράζονται…»
Σελ. 22. «Το 1911 όταν ήμην μαθητής στο λύκειον ο Κοραής του Ηρακλείου Κρήτης, είχα τη τύχη να έχω συνταξιώτη τον κ.Σοφοκλή Βενιζέλο υιό του αειμνήστου Λευτέρη Βενιζέλου, ο οποίος ήτο πολύ έξυπνος και εκ των πρώτων της τάξεως. Εγκαταλείψαντες τα θρανία, δεν έτυχε να δούμε έκτοτε ο ένας τον άλλο, μολαταύτα το 1937 του είχα γράψει από την Πόλι δι’ ένα συνταξιδιώτη μας και όχι μόνο μου απάντησε, αλλά μ’ ευχαρίστησε διότι το γράμμα μου έγινε αιτία να θυμηθή τα σχολικά έτη, τη ζωή αυτή. Φθάσας εις την Αθήνα πληροφορήθηκα ότι είχεν αναλάβει τα Πρωθυπουργικά καθήκοντα και θα ήτο φυσικά παράλειψις να μη τον επισκεφθώ…»
Σελ. 28. «Για να κορέσω τη δίψα μου από βιβλία πήγα στα βιβλιοπωλεία Κολλάρου, Αλικιώτη, Γκοβόστη, Κορνάρου και άλλα, πήρα κλασσικά και έργα Κρητών και ωρισμένως των κ.κ. Γ. Καφετζάκη (Μαράντη), Ν. Καζαντζάκη και κυριών Γαλάτειας Καζαντζάκη και Μαρίας Λιουδάκη. Η τελευταία έχει μαζεύσει και ταξινομήσει μια ωραία συλλογή Κρητικά δίστιχα (μαντινάδες) και στο πρόλογό της αναφέρει ότι δεν είναι επιστήμονας ή πολυδιαβασμένος άνθρωπος! Πολύ μου άρεσε το έργο αυτό το οποίο είναι ένα κειμήλιο λαογραφικό της Κρήτης, και αρώτησα αν η κ. Λιουδάκη ζη δια να αλληλογραφίσω μαζύ της. Πόσο λυπήθηκα όταν έμαθα ότι η δασκάλα αυτή δε ζη διότι…ετυφεκίσθη από τους Ναζίδες!…»
Σελ. 32.«Με το ατμόπλοιο «Καδιώ» φύγαμε τας 6 το βράδυ από το Πειραιά, στο βαπόρι ακούω τη Κρητική διάλεκτο και το κρητικό κ και χ από στρατιώτες κι’ επιβάτες πολιτικούς. Ρίγη από συγκίνησι και χαρά με καταλαμβάνουν, ολόκληρη συζήτησι ακούω και δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. Άρα γε; Άρα γε;…διαρκώς αρωτώ τον εαυτό μου, θα παρεξηγηθώ αν πάω να τους αρωτήσω νέα της Κρήτης, αλλά και διατί να παρεξηγηθώ; Από τα σπήτια τους θάχουν ακούσει ότι ένας ολόκληρος Τουρκικός πληθυσμός, νομοταγής, εργατικός, φιλήσυχος ο οποίος έζησε χρόνια πολλά με τους Χριστιανούς συμπατριώτας του έφυγε το 1924 – 1925 συνεπεία της ανταλλαγής των πληθυσμών…»
Σελ.33. «Ήσαν από όλα τα μέρη της Κρήτης, οι Ηρακλειώτες με αρωτούσαν «ζη ο Ιμβραήμ εφένδης ο Κασαπάκης; Ο γιος του τι κάνει; Ο Μαχμούτης που πουλούσε τα κουλούρια κι’ εφώναζε η νενέ μου τα κάνει, ζη; Και πού είναι; Ο Ισμαήλ εφέντης ο Μπογατσάκης που έκανε την ανόθευτη μπογάτσα…Ήλθε η σειρά μου κι’ ήρχισα και γω να ρωτώ: «ο Μιγάδης που ήτο στο Κέντρο, τα παιδιά του ο Μύρων και το Κωστάκι τι κάνουν; Ο Ράδος ο Μαλεβυζιώτης, ο Μηνάς Στεργιάδης, ο Παπαχατζάκης ο ιατρός ζουν;» Στη κουβέντα μέσα ένας θυμήθηκε και με αρώτησε αν ο Μπιλάλης ο Κόπακας ζη και όλοι ευχαριστήθηκαν όταν έμαθαν ότι είναι εν ζωή και ότι βρίσκεται στη Σμύρνη…»
Σελ. 39. «Γύρισα τη πόλι και είδα τη κατατροφή που έκαμαν οι βομβαρδισμοί των Γερμανικών αεροπλάνων, αι συνοικίαι Σπλάτζιας και Καστέλλι εντελώς κατεστράφησαν και ακόμη παραμένουν ανοικοδόμητες, το πρώην τζαμί της Σπλάτζιας και σήμερο ναός Αγίου Νικολάου εσώθη από το βομβαρδισμό, διατηρεί το μιναρέ του μ’ ένα σταυρό που του έβαλαν πάνω…Από το παράθυρο του δωματίου μου βλέπω τη νέκρα του λιμανιού των Χανίων… Βλέπω το βενετσάνικο φανάρι του λιμανιού το οποίο έχει ιδή μεγαλεία και τώρα κανείς δε το κυττάζει, απ’ εναντίας το περιφρονούν διότι γέρασε…Βλέπω τις φυλακές του Φιρκά και θυμάμαι τες διάφορες καντάδες με το τραγούδι της εποχής “ θα μας πάνε στο Φιρκά una bella sera”. Βλέπω το τζαμί της προκυμαίας χωρίς μιναρέ το οποίο μου είπαν ότι είναι σήμερο κατοικία κάποιου καλλιτέχνου …και σκέπτομαι τι πιστοί επεκαλέσθησαν εκεί τη θεία βοήθεια, πόσα περιστέρια έζησαν, πόσοι νεκροί ετοποθετήθησαν εκεί δια τας εξιλαστηρίους ευχάς, πόσοι αισθάνθησαν ανακούφισιν…»
Σελ. 65. «Η γυναίκα μου εξιστορεί διάφορα περιστατικά της ζωής της με Τούρκισες γυναίκες φιλενάδες της της Ρεθύμνης τα οποία ολοφάνερα πιστοποιούν πόσο ριζωμένη ήτο η φιλία μεταξύ των δύο στοιχείων στη Κρήτη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, είπεν η κυρία Αντωνάκη, ότι το 1918 μερικές Χριστιανές και μερικές Τούρκισες κοπέλες μαζευόμαστε μυστικά χωρίς να το ξέρουν οι γονείς μας και συνενοούμεθα πώς είναι δυνατό να σηκωθή το χαρέμι και να περπατούν αι Τούρκισες χωρίς γιασμάκι. Μάλιστα γι’ αυτό το σκοπό μηνύσαμε, γράψαμε στο Ηράκλειο, στα Χανιά, να ενεργήσουν και κει. Εδέχθησαν και τακτικά είχαμε από κει ανταποκρίσεις τι ενέργειαις κάνουν και πώς διαχειρίζονται το ζήτημα.
Τα διαβήματα θα τα ήρχιζαν τ’ αδέλφια των Τούρκισων φιλενάδων που ήσαν της αυτής ιδέας, τα οποία θα εφρόντιζαν συνάμα να καταπνίξουν τη φωνή των αντιδραστικών φανατικών Τούρκων σ’ αυτό τον ευγενή σκοπό και θα τα υπεστήριζαν οι χριστιανοί άνδρες και γυναίκες. Η αντίδρασις ήτο μεγάλη και γι’ αυτό απεφασίσαμε ν’ αρχίσουμε τη προπαγάνδα με το τύπο, ο οποίος θα προετοίμαζε τη κοινή γνώμη. Δυστυχώς όμως αι εφημερίδες δεν δέχθησαν να δημοσιεύσουν μακρά άρθρα και γι’ αυτό τυπώθηκε σε φυλλάδιο έκκλησις στες μουσουλμανίδες του Ρεθύμνου, κατά χιλιάδας τα οποία μοιραστήκανε και είχαμε σχετικώς καλά αποτελέσματα σ’ όλη την Κρήτη. Η χαρά των Τούρκισων φιλενάδων μας ήτο μεγάλη «αμάν να το κατορθώσωμε, να δούμε και μεις ένα θέατρο, ένα σινεμά και ν’ ακούσουμε μια διάλεξι» έλεγαν αι δυστυχείς γυναίκες…»
Σελ. 90. «Την 15 Σεπτεμβρίου 1950 τας 10 το πρωί από το βαπόρι ρίχνω μια τελευταία ματιά στο πανώραμα του Ηρακλείου, το βλέπω ξαπλωμένο σαν τον αγωνιστή που πιστρέφει νικητής και κατόπιν αναπαύεται για να δρέψη τους καρπούς της νίκης και να σκεφθή πλέον πώς θα γίνη η σύνταξίς του, θυμάμαι τες μέρες της ανταλλαγής που το Ηράκλειο είχε μεταβληθεί σε απέραντο παζάρι από έπιπλα. Όλα τα Τουρκικά σπήτια πωλούσαν έπιπλα κι’ η πλατεία του Βαλδέ Τζαμί είχε στην έκθεσί της μαγκάλια μπακιρένια αψηλά με καπάκια και το καθ’ ένα με 5 –6 μασάδες, με αλυσσίδες, μαρμαρένια γουδιά για κοπάνισμα του καφέ με σιδερένια μάτσα, ρολόγια μάκρος άνω από ένα μέτρο με δυο μεγάλα βόλια κι’ ένα εκκρεμές με ειδών ειδών ζωγραφιές, χειρόμυλους για να κοπανίζουν το στάρι, παμπάλαια γραμμόφωνα με χωνί κι’ άλλα.
Σελ. 91. Μπαίνω στο σαλόνι του βαποριού και αντικρύζω την κ. Γαλάτειαν Αυγέρη με το συμπαθή κύριόν της, τους οποίους μου είχε συστήσει στη διάλεξί μου ο φίλος ιστοριογράφος κ. Γιάννης Μουρέλλος, πηγαίνουν στον Πειραιά, χαίρομαι που θα συνομιλήσωμε μ’ ανθρώπους μορφωμένους. Δεικνύω της κυρίας ένα βιβλίο της που βρήκα με το τίτλο «Διηγήματα» και την αρωτώ πού θα βρω άλλα της βιβλία, με πληροφορεί να πάω στο βιβλιοπωλείο Γκοβόστι και να φροντίσω να βρω ένα βιβλίο το οποίο περιγράφει το βαθμό της φιλίας της με τη Κρητικοπούλα Τούρκισα φιλενάδα της. Επειδή είχα πάει και δε βρήκα κανένα σύγγραμμά της την παρακάλεσα να μου ξιστορήση την υπόθεσι. Με πληροφόρησε λοιπόν ότι είχε αδελφική φιλίαμε τη Τούρκισα φιλενάδα της σε βαθμό που όταν την επισκέπτετο κι’ αυτή έκανε το ναμάζι της η κυρία Γαλάτεια εστέκετο πλάι της κι’ έκανε και κείνη το ίδιο ναμάζι. Εξ αντιθέτου κι’ η Τούρκισα έκανε το σταυρό της όταν τον έκανε κι’ η κυρία Γαλάτεια. Τι τεκμήριον φιλίας και τι ιδεώδες εγκλείει η πράξις αυτή των δύο φιλενάδων…»
Σελ. 101. «Με καράβι αρκετά καλό, παρέα δυσεύρετη και θάλασσα καθρέπτη φθάσαμε στη Σμύρνη… Έτσι έκλεισε το ταξείδι μου το οποίο ωνειρευόμουνα να κάμω τώρα και τόσα χρόνια και το οποίο αξιώθηκα να πραγματοποιήσω τον Αύγουστο 1950…»
– Α –
Οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Εκμέλ Μολλά είναι η μόνη γνήσια τουρκοκρητική έκδοση, που βρέθηκε στην έρευνα αυτή. Το βιβλίο τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ταξιδιού και ένα αντίτυπο με ιδιόχειρη αφιέρωση του συγγραφέα, στάλθηκε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων, όπου υπάρχει και σήμερα με αριθμό 5033. Είναι μια έκδοση 103 σελίδων, διαστάσεων 13Χ20, με πρόλογο στα τουρκικά και στα ελληνικά και πέντε κεφάλαια, που ακολουθούν την πορεία της περιήγησης. Οι τίτλοι των κεφαλαίων με τη σύνταξη και την ορθογραφία του πρωτοτύπου έχουν ως εξής: (σ.7) Το ταξίδιό μου στην Ελλάδα, (σ.32) Ταξείδιο Χανιά –Κρήτης, (σ.51) Διαδρομή Χανίων –Ρεθύμνης, (σ. 73) Διαδρομή Ρέθυμνο –Ηράκλειο, (σ.90) Επιστροφή στο Πειραιά μέσω Ρεθύμνου και Σούδα.
Οι σελίδες έχουν εμπλουτιστεί με δέκα σχολιασμένες φωτογραφίες που απεικονίζουν το συγγραφέα με τους συνοδούς του να καταθέτουν στεφάνι στον τάφο του Ελευθερίου Βενιζέλου, να επισκέπτονται το μαυσωλείο των εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς στον Κερίτη, το Γερμανικό «Πουλί» στο Μακρύ Τοίχο Χανίων, το Θρόνο του Μινωα, τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Ιωάννη Κονδυλάκη σε γλυπτή απεικόνιση. Επιπλέον στις σελίδες του βιβλίου έχουν μπει δεκατρείς φωτογραφίες με γλυπτά του Γιάννη Κανακάκη, κυρίως από την κατοχική θεματολογία. Ο Κανακάκης συνόδεψε τον Μολλά στην Κρήτη και τον φιλοξένησε στο εργαστήριό του.
Τον ταξίδι διήρκεσε 35 μέρες, από τις 16 Αυγούστου μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου 1950. Ξεκίνησε από την Πόλη, με τουρκικό βαπόρι, που πέρασε από τη Σμύρνη πριν φτάσει στον Πειραιά. Στην Αθήνα ο Εκμέλ συνάντησε τον Πρωθυπουργό Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος ήταν συμμαθητής του στο λύκειο «Κοραής» του Ηρακλείου. Με ελληνικό πλοίο ο Εκμέλ έφτασε στα Χανιά, όπου έτυχε φιλόξενης υποδοχής.
Έδωσε μια διάλεξη στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου «Χρυσόστομος» με θέμα την προσωπικότητα του Μαχάτμα Γκάντι και επισκέφθηκε το Ακρωτήρι και τον Αλικιανό. Πέρασε στο Ρέθυμνο, όπου επίσης μίλησε στο φιλόμουσο κοινό της πόλης, στην αίθουσα των Τριών Ιεραρχών με θέμα «Ιστορική ανθρώπινη εξέλιξις και ηθική» και μετέφερε τον χαιρετισμό των παλιών Τουρκοκρητών κατοίκων της πόλης. Η επίσκεψη στην Κρήτη ολοκληρώθηκε με τον ερχομό στην ιδιαίτερη πατρίδα του Μολλά, το Ηράκλειο, όπου συνάντησε πρόσωπα και πράγματα, που υπήρχαν ζωντανά στη μνήμη του από τον καιρό της ανταλλαγής. Η επιστροφή έγινε με πλοίο από το Ηράκλειο, απ’ όπου ο επισκέπτης πέρασε στο Ρέθυμνο και στη Σούδα για να καταλήξει στον Πειραιά. Στην Αθήνα έμεινε κάποιο διάστημα, συναντήθηκε με κυβερνητικούς παράγοντες, επισκέφθηκε αξιοθέατα και βιβλιοπωλεία, μίλησε στο ελληνικό ραδιόφωνο, πριν επιστρέψει στην Πόλη, μέσω Σμύρνης και πάλι. Οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις γνώρισαν το φως της εκτύπωσης τον επόμενο χρόνο, 1951, στο τυπογραφείο του ομογενούς από το Γαλατά της Κωνσταντινούπολης, Μ. Κωνσταντινοπούλου.
– Β –
Τα αποσπάσματα, που αντιγράφηκαν, είναι μια γεύση μόνο, γλωσσική και νοηματική, από την εκτενέστατη συγγραφή του Εκμέλ Μολλά. Στο κείμενο παρακολουθούμε τις λεπτομερείς περιγραφές του προσεκτικού περιηγητή, αλλά και τις νοσταλγικές μνήμες του πρόσφυγα. Ο συγγραφέας εμφανίζεται σαν προσκυνητής στη γενέτειρά του, γεμάτος ευγένεια και αγάπη για τα πρόσωπα και τα σημάδια του παρελθόντος, αλλά και σεβασμό στη νέα πολιτική κατάσταση, που ρύθμισε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 1922. Οι πολιτικές προθέσεις στην ελληνική και στην τουρκική πλευρά δεν αμφισβητούνται ούτε κακολογούνται για τους ξεριζωμούς, αντίθετα κρίνονται σαν ικανές και πρόθυμες να οικοδομήσουν φιλικές και ειρηνικές σχέσεις ανάμεσαστους δυο σκληρά δοκιμασμένους λαούς. Άλλωστε ο Μολλά εκτός από την περιήγηση, που δεσπόζει στον μύθο του έργου του, κάνει φανερή την επιφόρτησή του με πολιτικές αρμοδιότητες, που έχουν σαν στόχο τη διευκόλυνση των πολιτιστικών αναταλλαγών, των τουριστικών σχέσεων ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα, και την προώθηση των πνευματικών ανταλλαγών και των λογοτεχνικών μεταφράσεων. Όπως συμβαίνει συνήθως στην καταγραφή των ταξιδιωτικών εντυπώσεων τον αφηγηματικό άξονα τον καθορίζει ο τόπος και ο χρόνος. Η διαδρομή αναφέρθηκε και είναι η πορεία εκείνη από την Πόλη ως το Ηράκλειο, που για χρόνια ονειρευόταν η νοσταλγική ψυχή του Μολλά. Το αξιόλογο στη διήγησή του είναι οι συνεχείς θετικές εντυπώσεις, που σαν ευχάριστες εκπλήξεις πλαισιώνουν τις καθημερινές επισκέψεις. Γνωστά και φιλικά πρόσωπα τον πλαισιώνουν και τον χαροποιούν σε κάθε βήμα. Ο συγγραφέας βρίσκει συνεχώς σύγχρονα πρόσωπα, που 25 χρόνια μετά την ανταλλαγή θυμούνται τις λεπτομέρειες της συνύπαρξης, δεν αποξενώθηκαν από τις μνήμες των Μουσουλμάνων συμπατριωτών και έχουν νωπές μόνο ευχάριστες εικόνες της περασμένης συμβίωσης.
– Γ –
Στο σύγγραμμα του Εκμέλ Μολλά παρακολουθούμε μια νέα και αναβαθμισμένη προσέγγιση των τουρκοκρητικών ενδιαφερόντων. Ο συγγραφέας μας είναι ένας διανοούμενος, που δεν διακατέχεται από μεμψιμοιρία κατά των ρυθμίσεων της ιστορίας, δεν είναι φανατισμένος κατά φανταστικών ή πραγματικών εχθρών και δεν καταλογίζει κανενός είδους ευθύνες σε εθνικές ή θρησκευτικές αντιπαραθέσεις. Ιδεολογικά στέκεται πάνω απ τις ελληνοτουρκικές έριδες και με αληθινή διορατικότητα προσβλέπει σε μια ελληνοτουρκική συναίνεση, που θα συμφιλιώνει και θα εξημερώνει. Ο ίδιος γίνεται πρόδρομος μιας πολιτικής, που θα επιτρέπει στους πρόσφυγες να επισκέπτονται τους γενέθλιους τόπους τους, χωρίς να απειλούνται τα σύνορα και το μέλλον. Από το βιβλίο αυτό μόνο καλά συμπεράσματα εξάγονται για την προοπτική της προσέγγισης των δύο λαών αλλά και της περιηγητικής επανάκαμψης των προσφύγων στις πατρογονικές τους αφετηρίες.
Δυστυχώς η κακή εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά το 1951, δεν επέτρεψε σε «κοσμοθεωρήσεις», όπως του Μολλά, να προωθηθούν και να δώσουν αποτελέσματα.
Τριάντα δύο επιζώντες υπάρχουν μετά το αεροπορικό δυστύχημα στο Καζακστάν, σύμφωνα με τις καζάκικες αρχές και συγκεκριμένα…
Την Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024, στις 12:00 το μεσημέρι, πραγματοποιήθηκε μουσική πατινάδα με παραδοσιακά κάλαντα…
Αγαπητοί αναγνώστες, Ευχαριστούμε που είστε δίπλα μας και μας εμπνέετε να συνεχίσουμε τον δικό μας…
Η ψυχρή αέρια μάζα που έφτασε στην Κρήτη, σε συνδυασμό με διαταραχή στην ανώτερη ατμόσφαιρα,…
Επιβατικό αεροσκάφος με 110 ανθρώπους συνετρίβη, την Τετάρτη (25/12), κοντά στην πόλη Ακτάου του Καζακστάν και στον…
Έπεσε περαιτέρω στο 61% το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας, σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis. Θυμίζουμε ότι…
This website uses cookies.