Στην Αττική μπορεί να δούμε αυτό που θα συμβεί σε όλη την χώρα αν δε ληφθούν άμεσα μέτρα στήριξης του δημοσίου συστήματος υγείας. Το να γεμίσουν οι κλίνες ΜΕΘ είναι το καταστροφικό σενάριο και σε αυτο το κείμενο θα εξηγήσουμε γιατί.
Τον αμέσως επόμενο καιρό οι γιατροί της Ελλάδας μπορεί να βρεθούν σε μία παρόμοια θέση όπως αυτή που βρέθηκε το ιατρικό προσωπικό στα νοσοκομεία της Ιταλίας για το ποιος, ίσως, επιβιώσει και ποιος θα αφεθεί να πεθάνει. Ο λόγος; Η αργοπορία της κυβέρνησης να ενισχύσει επαρκώς το σύστημα υγείας ώστε να αντέξει στην αύξηση των εισαγωγών στις ΜΕΘ λόγω της αύξησης των κρουσμάτων.
Η κυβέρνηση δεν έπραξε τα δέοντα. Άνοιξε άναρχα τον τουρισμό, απελευθέρωσε πτήσεις και ταξίδια όμως ενώ ήταν σχεδόν βέβαια η αύξηση των κρουσμάτων δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα που θα διασφάλιζαν ότι η αύξηση θα είναι αντιμετωπίσιμη. Τώρα, βρισκόμαστε μπροστά στο κακό σενάριο…
Γιατί είναι αναγκαία τα περιοριστικά μέτρα
Όπως τονίζουν οι νοσοκομειακοί γιατροί της χώρας είναι γνωστό ότι το 20% όσων νοσήσουν από κοροναϊο, θα χρειαστούν νοσηλεία σε νοσοκομείο και ένα μικρότερο αλλά σημαντικό ποσοστό θα πρέπει να νοσηλευτεί σε ΜΕΘ.
Εφόσον σύμφωνα με τις προβλέψεις είναι πιθανό να αρρωστήσει άνω του 50% του πληθυσμού με κορωνοϊό είναι κρίσιμο η διασπορά του ιού να γίνει με όσο πιο αργούς ρυθμούς.
Όσο πιο πολύ αργεί η διάδοση, τόσο πιο πολύ χρόνο έχουμε και για την εύρεση φαρμάκου ή και εμβολίου.
Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι όλες οι προσπάθειες της πλειονότητας των κρατών αποσκοπούν στο να περιορίσουν όσο περισσότερο γίνεται το ανθρώπινο κόστος της πανδημίας με κάθε τρόπο.
Γιατί το ανθρώπινο κόστος έχει και τεράστιο οικονομικό κόστος.
Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Σικάγου, αν στις ΗΠΑ η κυβέρνηση δεν έπαιρνε κανένα μέτρο, θα πέθαιναν πάνω από 3 εκατομμύρια άνθρωποι. Αν εισάγονταν τα μίνιμουμ μέτρα ελαφράς κοινωνικής αποστασιοποίησης, αυτός ο αριθμός θα έπεφτε κατά 1,7 εκατομμύρια και οι θάνατοι θα περιορίζονταν σε 1,5 εκατομμύριο.
Το μοντέλο υπολόγισε ότι αυτοί οι 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι που τελικώς δεν θα πέθαιναν έχουν αξία 8 τρισ. δολάρια, δηλαδή το 40% του ΑΕΠ.
Η επιλογή των κρατών να βάλουν προτεραιότητα τη ζωή των πολιτών δεν είναι μόνο αλτρουιστική, αλλά οφείλεται και σε «κυνικούς» οικονομικούς υπολογισμούς.
Οι μαζικοί θάνατοι κοστίζουν στην οικονομία…
Τι θα συνέβαινε στην Κρήτη αν δεν είχαν ληφθεί περιοριστικά μέτρα
Στην Ελλάδα, ο κίνδυνος μαζικών θανάτων είναι πιο μεγάλος, γιατί απλά το σύστημα υγείας δεν θα είναι ικανό να ανταπεξέλθει σε μία μεγάλη αύξηση κρουσμάτων.
Για να καταλάβουμε τι εννούμε, ας το δούμε στην πράξη.
Αυτή τη στιγμή στην Κρήτη έχουμε 45 κλίνες ΜΕΘ με την προοπτική να προστεθούν άλλες 25 (έως το τέλος του έτους σύμφωνα με τον κ. Κικίλια)
Με πληθυσμό 600.000 κατοίκους και με πιθανό ποσοστό διάδοσης του ιού στο 50% του πληθυσμού θα έχουμε 300.000 ασθενείς. Από αυτούς τους 300.000, το 20% θα χρειαστεί να επισκεφθεί τα νοσοκομεία του νησιού, δηλαδή 60.000 άτομα. Από αυτούς τους 60.000 το 6% είναι πιθανό να χρειαστεί νοσηλεία σε ΜΕΘ.
4.000 συμπολίτες μας μπορεί να χρειαστούν να νοσηλευτούν σε αυτά τα 45 κρεβάτια στις υποστελεχωμένες ΜΕΘ.
Είναι λοιπόν ζήτημα ζωής και θανάτου αυτές οι πιθανές 4.000 περιπτώσεις ασθενών να μη συμβούν σε κοντινό χρονικό διάστημα αλλά σε βάθος χρόνου ώστε να διασφαλιστεί η όσο γίνεται μεγαλύτερη ετοιμότητα του συστήματος υγείας με τον όσο μικρότερο δυνατό φόρτο εργασίας. Αν δεν γίνει αυτό εφικτό, τότε θα υπάρχει ένας πολύ μεγάλος αριθμός νεκρών που δε θα είναι μόνο από τον κορωνοϊό αλλά και από άλλες ασθενείς που δε θα μπορούν να νοσηλευτούν στα νοσοκομεία λόγω της κατάρρευσης που θα επιφέρει ο μεγάλος αριθμός των ασθενών.
Γι’ αυτό το λόγο τα μέτρα ασφαλείας που λήφθηκαν αρχικά δεν ήταν υπερβολικά. Γιατί ο περιορισμός της διάδοσης και η διασπορά των κρουσμάτων σε βάθος χρόνου μεταφράζεται σε ανθρώπους που είτε θα ζήσουν, είτε θα πεθάνουν. Μεταφράστηκε επίσης σε χρόνο που κερδήθηκε ώστε το σύστημα υγείας να ετοιμαστεί.
Το πρόβλημα είναι ότι ο χρόνος που κερδήθηκε με τεράστιες θυσίες, η κυβέρνηση τον πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων. Άφησε το σύστημα υγείας ανοχύρωτο, δίχως να έχουν γίνει οι απαραίτητες προσλήψεις ή να προχωρήσει στην αύξηση των αριθμών κρεβατιών στις ΜΕΘ.
Κι όλα αυτά ενώ γνώριζε ότι η ένταση και η διάρκεια των μέτρων σχετίζονται άμεσα με το επίπεδο του συστήματος υγείας.
Σημειώνουμε ότι:
- Σε επίπεδο χώρα, οι κλίνες ΜΕΘ ανέρχονται σήμερα σε 930.
- Από αυτές, 701 διατίθενται για ασθενείς με νοσήματα πλην Covid-19 (519 κατειλημμένες, 182 κενές).
- Οι 229 διατίθενται αποκλειστικά για την νοσηλεία ασθενών με Covid-19 (223 σε νοσοκομεία του ΕΣΥ, 6 σε στρατιωτικά).
- Από τις 229 ΜΕΘ-Covid στην Επικράτεια, είναι κατειλημμένες οι 86 και κενές οι 143, δηλαδή το ποσοστό πληρότητας είναι 37,5%.
- Στην Αττική, τα πράγματα είναι οριακά αφού από τις 74 κλίνες ΜΕΘ για Covid-19, μόλις 13 είναι ελεύθερες
Η οικονομική κρίση πάει χέρι – χέρι με την κρίση υγείας
Η οικονομική κρίση που παράγει η επιδημία είναι πολύ χειρότερη από προηγούμενες γιατί πρώτα και κύρια είναι μία κρίση υγείας.
Τι σημαίνει αυτό; Όπως γνωρίζουν καλά οι οικονομολόγοι σε μία τέτοια κατάσταση δεν αρκεί να “φτιάξουν” την οικονομία. Αυτό θα ήταν σα να προσπαθείς να φτιάξεις το σπίτι σου ενώ καίγεται.
Πρώτα πρέπει να ελεγχθεί η εξάπλωση του ιού, για να μπορέσει η οικονομία να αρχίσει να λειτουργεί ξανά.
Αν τα περιοριστικά μέτρα είναι πολύ σκληρά, μπορεί η ζημιά στην οικονομία να είναι τόσο μεγάλη ώστε η κρίση να είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί σε σύντομο σχετικά χρονικά διάστημα.
Πρέπει λοιπόν να βρεθεί μία ισορροπία ώστε τα μέτρα απαγόρευσης και κοινωνικής απόστασης να προκαλούν τη μικρότερη δυνατή ζημιά στην οικονομία.
Όμως, αυτή η ισορροπία γίνεται πιο δύσκολη να επιτευχθεί όταν τα συστήματα υγείας δεν έχουν επαρκείς πόρους για να αντέξουν την πίεση. Στην Ελλάδα, το σύστημα υγείας δεν έχει επαρκείς πόρους.
Πώς η καταστροφική λιτότητα γιγαντώνει την καταστροφή της Ελλάδας από την πανδημία ακόμη και χωρίς νεκρούς
Στην Ελλάδα, τη δεκαετία 2007 – 2018 το πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής έθετε ως αρχικό στόχο δημόσιας δαπάνης υγείας το 6% του ΑΕΠ (κατά μέγιστο), μειώνοντας έτσι τη συνολική χρηματοδότηση για την υγεία από τα €23 δις το 2009 στα €14,4 δις το 2015 και τη δημόσια δαπάνη υγείας αντίστοιχα από €16 δις στα €8,7 δις.
Επίσης, η θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασθενών αυξήθηκε στο 26,4% το 2014, από 14,8% το 2012 και η ιδιωτική συμμετοχή ανήλθε στο 29,3% το 2014, από 20% το 2009.
Συγχρόνως, οι κοινωνικές δαπάνες υγείας παρουσίαζαν μέση ετήσια μείωση κατά τα πρώτα έξι χρόνια της κρίσης της τάξης του 6,6%, μετατοπίζοντας έτσι στα –ήδη επιβαρυμένα– νοικοκυριά σημαντικό βάρος της δαπάνης για νοσοκομειακή και φαρμακευτική περίθαλψη.
Κι ενώ, η ζήτηση υπηρεσιών υγείας από δημόσιες δομές αυξήθηκε, εξαιτίας του “βασανισμού” της λιτότητας – όπως χαρακτήρισε τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, η δημόσια χρηματοδότηση των νοσοκομείων μειώθηκε από τα €6,9 δις το 2009 σε €4 δις το 2015.
Την ίδια στιγμή, η αντιμετώπιση της πανδημίας γίνεται πιο δύσκολη γιατί ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού είναι ηλικιωμένο και φτωχοποιημένο.
Ο γηρασμένος φτωχός πληθυσμός ως επιβαρρυντικός παράγοντας
Η Ελλάδα είναι η τρίτη πιο γερασμένη χώρα στον αναπτυγμένο κόσμο, με το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 και 80 ετών να διαμορφώνεται σε 21,7% και 6,8% αντιστοίχως σήμερα. Περίπου το 30% του πληθυσμού είναι άνω 65 ετών.
Επίσης, στην Ελλάδα το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών κατάρρευσε έως και 35% τα χρόνια των μνημονίων. Ο πληθυσμός της Ελλάδας που βρίσκεται στο όριο της φτώχειας πλησιάζει το 70% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Τι σχέση έχει η φτώχια με την υγεία; Απόλυτη.
Έχει αποδειχθεί σε σειρά ερευνών σε πολλές διαφορετικές χώρες του κόσμου ότι ο φτωχός αρρωσταίνει περισσότερο, αντιμετωπίζει χρόνιες ασθένειες πολλά χρόνια νωρίτερα σε σχέση με ανθρώπους που είναι καλά οικονομικά και ως εκ τούτου είναι λιγότερο παραγωγικός.
Η φτώχια δημιουργεί επιπλέον βάρος στη λειτουργία του συστήματος υγείας γιατί οι φτωχοί… αρρωσταίνουν περισσότερο και δεν έχουν χρήματα να πάνε σε… ιδιώτες!
Η πλειοψηφία αυτών που πλήττονται από κορωνοϊό είναι φτωχοί, δηλαδή, άνθρωποι που έχουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό να είναι ευάλωτοι, να έχουν χρόνιες ασθένειες, που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αναζητήσουν θεραπεία σε ιδιωτικά ιδρύματα υγείας.
Την ίδια στιγμή, αν και το ποσοστό δαπανών στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο είναι 79% και 15%, στην Ελλάδα είναι 59% και 35% αντίστοιχα.
Παρουσιάζουμε δηλαδή την χαμηλότερη δαπάνη από όλες τις Μεσογειακές χώρες ακόμη και από την Πορτογαλία, με ιδιωτικό τομέα απαγορευτικά υπερτροφικό (35% της ετήσιας δαπάνης) που παραπέμπει σε σύστημα υγείας μη δυνάμενο να ελεγχθεί τη στιγμή όπου ο πληθυσμός της χώρας που είναι γερασμένος και φτωχός είναι πάρα πολύ υψηλός.
Με απλά λόγια, στην Ελλάδα όπου ο ιδιωτικός τομέας είναι τεράστιος, υπερδιπλάσιος σε σχέση με αυτό που ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η εξάρτηση του πληθυσμού – λόγω της μεγάλης φτωχοποίησης μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας – είναι τεράστια από ένα δημόσιο σύστημα υγείας υποχρηματοδοτημένο, υποστελεχωμένο, που δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό.
Οι γιατροί και οι νοσηλευτές που εργάζονται σε νοσοκομεία έχουν μειωθεί από το 2009 κατά 3831 και 1532 άτομα, σε 23,5 χιλ. και 38,4 χιλ. αντιστοίχως, το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ.
Πάνω από 18.000 είναι οι γιατροί που έχουν φύγει στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια της κρίσης.
Το έτος της πανδημίας που διανύουμε, όχι μόνο δεν αυξήθηκαν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία της Ελλάδας αλλά μειώθηκαν κατά 5.000.
Σημειώνεται, τέλος, ότι η κατά κεφαλή δαπάνη υγείας στην Ελλάδα το 2018 (€1.470 σε τιμές 2010) βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με τις πρώην χώρες του Ανατολικού μπλοκ ως επί το πλείστον. Έχοντας μειωθεί κατά 9,4% κατά μέσο όρο ετησίως από το 2008 έως το 2013 και παραμείνει σχεδόν αμετάβλητη έκτοτε, λόγω δημοσιονομικών περικοπών και της κάμψης του διαθέσιμου εισοδήματος, που έφερε η κρίση, σήμερα βρίσκεται στα 2/3 περίπου του επιπέδου του 2009 (€2.071 σε τιμές 2010).
Δεν υπάρχει άλλος χρόνος για χάσιμο
Τα περιοριστικά μέτρα που λήφθηκαν αρχικά για την αντιμετώπιση της εξάπλωσης της επιδημίας είναι ακραία λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πραγματικότητας στην Ελλάδα όπου βασίζεται σε ένα σύστημα υγείας υποχρηματοδοτημένο και υποστελεχωμένο, δίχως επαρκή εξοπλισμό που θα ερχόταν αντιμέτωπο με μεγάλη πίεση σε μία πιθανή έκρηξη κρουσμάτων. Το γνώριζαν στην κυβέρνηση, το γνώριζαν και στην αντιπολίτευση.
Όμως, η κυβέρνηση ενώ γνώριζε την πραγματικότητα δεν έπραξε τα δέοντα ώστε να θωρακίσει το σύστημα υγείας ενόψει του δεύτερου κύματος ούτε για να μειώσει τις οικονομικές συνέπειες των περιοριστικών μέτρων που λήφθηκαν αποσπασματικά και αναποτελεσματικά.
Και οι συνθήκες είναι πολύ χειρότερες και για ένα ακόμα λόγο. Επειδή ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δεν υπακούει πλέον, μπερδεμένο από τις κυβερνητικές παλινωδίες και τις αλλοπρόσαλλες αποφάσεις και αποπροσανατολισμένο από τη διάδοση ψευδών ειδήσεων και τους λόγους τσαρλατάνων ενώ εκατομμύρια βρίσκονται αντιμέτωποι με μία οικονομική καταστροφή που τους ωθεί στο να αντιδρούν και να αντιστέκονται σε αυτό που βιώνουν ως τον κίνδυνο ενός οικονομικό θανάτου.
Δεν θέλουμε να κάνουμε προβλέψεις για το τι θα ακολουθήσει όμως το γεγονος είναι ότι τα δεδομένα όπως σας τα παρουσιάζουμε είναι πολύ αρνητικά. Και ας ελπίσουμε ότι το επόμενο διάστημα δε θα βρεθούμε μπροστά στο χειρότερο σενάριο μίας εκατόμβης νεκρών που θα συνοδεύεται από μία πρωτόγνωρη οικονομική καταστροφή. Υπάρχει ακόμα χρόνος, αλλά λιγοστεύει επικίνδυνα.
Οι κινήσεις είναι ξεκάθαρες και πρέπει να γίνουν ανεξαρτήτως ιδεολογικών παρωπίδων. Πρώτα και κύρια πρέπει άμεσα να ενδυναμωθεί το δημόσιο σύστημα υγείας και σε ένα δεύτερο επίπεδο πρέπει να στηριχθούν ουσιαστικά οι πολίτες ώστε να επιτευχθεί η αναγκαία κοινωνική συναίνεση για την τήρηση των μέτρων που θα είναι αναγκαία για να μη ξεφύγει η κατάσταση.
Χρόνος για περαιτέρω κωλυσιεργίες δεν υπάρχει.