Του Ηλία Ιωακείμογλου
Σχετικά με τις εκτιμήσεις του υπουργού Μάρδα και του γ.γ. του ΚΚΕ Κουτσούμπα για τις «καταστροφικές» συνέπειες από την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και την υποτίμησή του
Εκστρατεία για να ενημερωθούμε σχετικά με τις καταστροφικές επιπτώσεις που θα είχε στα εισοδήματα μια υποτίμηση του εθνικού νομίσματος φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει ο κ. Μάρδας, και λέει πάνω-κάτω ό,τι και ο κ. Κουτσούμπας του ΚΚΕ. Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Μάρδας ισχυρίζεται ότι μια υποτίμηση της νέας δραχμής θα οδηγούσε σε μείωση του πραγματικού εισοδήματός της χώρας, ενώ σύμφωνα με τον κ. Κουτσούμπα, που είναι πιο ταξικός, η υποτίμηση θα οδηγούσε σε μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων τάξεων ειδικά. Αυτούς τους ισχυρισμούς τους εμφανίζουν δε ως μια ακόμη περίπτωση TINA, δεν-υπάρχει-εναλλακτική-λύση: άπαξ και κάνεις υποτίμηση του εθνικού σου νομίσματος, οπωσδήποτε έχασες εισόδημα. Μονόδρομος.
Ωστόσο, αυτό που διηγούνται οι δύο πολιτικοί μας (δηλαδή η μείωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων είτε των μισθών εξαιτίας μιας νομισματικής υποτίμησης) είναι απλώς το πρώτο βήμα σε μια αρκετά μακρά αλυσίδα οικονομικών επιπτώσεων, το πρώτο βήμα σε ένα αρκετά μακρύ μονοπάτι αποτελεσμάτων, αναδράσεων, διακλαδώσεων και ανοιχτών δυνατοτήτων – διότι η καπιταλιστική οικονομία είναι ένα πολύπλοκο σύστημα, δεν λειτουργεί υπό το καθεστώς «μια αιτία φέρνει ένα αποτέλεσμα και τελειώσαμε», είναι ένα σύνολο μεγεθών που συνδέονται μεταξύ τους με ένα πυκνό δίχτυ σχέσεων αιτιότητας. Έτσι, όταν αλλάζει ένα μέγεθος (π.χ. η συναλλαγματική ισοτιμία) η οικονομία υφίσταται μια διαταραχή που γίνεται το σημείο εκκίνησης σειράς επιπτώσεων που διαχέονται στο οικονομικό κύκλωμα μέσω διάφορων καναλιών. Αυτή η πολυπλοκότητα του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος αποκλείει κάθε είδους ΤΙΝΑ, πολύ περισσότερο που η λειτουργία του ενσωματώνει και μια αρχή ριζικής αβεβαιότητας που είναι ο βασικός κοινωνικός ανταγωνισμός κεφαλαίου – εργασίας.
Αλλά ας πλησιάσουμε πιο κοντά στο αντικείμενό μας.
Όταν έχουμε υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος, πράγματι, ένα δευτερόλεπτο μετά η αγοραστική δύναμη του ΑΕΠ να αγοράσει ξένα προϊόντα μειώνεται αναλογικά, και το ίδιο ισχύει για τους μισθούς. Είναι αυτό το πρώτο βήμα στο οποίο αναφέρονται οι δύο πολιτικοί μας, αγνοώντας ότι έτσι μπαίνουμε σε ένα μονοπάτι που έχει μάλιστα και διακλαδώσεις:
Υποθέτοντας ότι η υποτίμηση θα πραγματοποιηθεί σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης, σαν τη σημερινή, θα πρέπει να περιμένουμε, και μάλιστα σύντομα, μιαν αύξηση στη ζήτηση για εγχώρια προϊόντα και μια μείωση στις εισαγωγές καταναλωτικών προϊόντων (και όχι αυξήσεις των εγχωρίων τιμών[1]). Αυτό θα έχει αποτέλεσμα τη βελτίωση[2] του εμπορικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών της χώρας (που είναι η διαφορά εξαγωγών – εισαγωγών). Από το σημείο αυτό ξεκινούν δύο αλυσίδες επιπτώσεων:
Πρώτη αλυσίδα επιπτώσεων: πώς και πόσο η υποτίμηση θα μειώσει την αγοραστική δύναμη των μισθών
Η πρώτη αλυσίδα επιπτώσεων αφορά στη συναλλαγματική ισοτιμία:
Όσο θα βελτιώνεται το εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών υπό την επίδραση των ευνοϊκότερων τιμών των προϊόντων, τόσο θα ενισχύεται το εθνικό νόμισμα μέσα από το παιχνίδι των χρηματιστικών αγορών και τόσο η αρχική υποτίμηση θα τείνει να περιοριστεί. Στο τέλος της διαδικασίας η ισοτιμία θα ισορροπήσει στο σημείο εκείνο που αντιστοιχεί στην παραγωγική ισχύ της χώρας και στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της (κάτι που παρεμπιπτόντως σημαίνει ότι η ανταγωνιστικότητα δεν είναι απλώς «υπόθεση των καπιταλιστών» αλλά και υπόθεση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, όπως είναι και η παραγωγική ανασυγκρότηση – αλλά όλα αυτά είναι μια άλλη ιστορία). Μετά από την αρχική υποτίμηση, λοιπόν, που θα είναι πολύ μεγάλη, θα ακολουθήσει μια περίοδος προσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας που θα καταλήξει σε μια τελική απώλεια, της οποίας το μέσο εκτιμώμενο μέγεθος, σύμφωνα με τους διεθνείς οργανισμούς, είναι της τάξης του 15%. Αυτό θα είναι το μέγεθος της μείωσης της αγοραστικής μας δύναμης όσον αφορά τα εισαγόμενα προϊόντα. Έτσι, για ένα νοικοκυριό μισθωτών του οποίου το καλάθι αγαθών και υπηρεσιών που είναι αναγκαίο για τη διαβίωσή του περιλαμβάνει 30% εισαγόμενα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης θα ανέρχεται σε 4,5%. Εάν μάλιστα αποφασίσει να υποκαταστήσει κάποια εισαγόμενα με εγχώρια προϊόντα, η επιβάρυνσή του θα είναι μικρότερη. Σε βάθος δεκαετίας θα υπάρξουν και άλλες μειώσεις, οι οποίες όμως θα βαίνουν μειούμενες. Αυτό, είναι η πρώτη αλυσίδα επιπτώσεων στην αγοραστική δύναμη εξαιτίας της υποτίμησης, αλλά δεν είναι η μοναδική.
Δεύτερη αλυσίδα επιπτώσεων: πώς και πόσο η υποτίμηση θα αυξήσει την αγοραστική δύναμη των μισθών
Ας πάμε τώρα ξανά στο σημείο διακλάδωσης που αφήσαμε πίσω μας, στο σημείο όπου η υποτίμηση είχε συμβεί και είχε καταστήσει ακριβά τα εισαγόμενα και φθηνά τα εγχώρια προϊόντα μας (αγαθά και υπηρεσίες), για να ακολουθήσουμε το δεύτερο κανάλι επιπτώσεων. Το κανάλι αυτό είναι της απασχόλησης και των μισθών. Φθηνότερα εγχώρια προϊόντα και ακριβότερες εισαγωγές οδηγούν σε αύξηση της εγχώριας ζήτησης, και πριν προλάβει να περάσει ένα ολόκληρο έτος, η αύξηση αυτή μετατρέπεται σε μεγέθυνση της παραγωγής, του ΑΕΠ. Οι επιχειρήσεις, έχοντας άφθονο αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό και βλέποντας το βιβλίο των παραγγελιών τους να γεμίζει, θα προχωρήσουν σε προσλήψεις για να αυξήσουν την παραγωγή τους. Θα δούμε τότε την απασχόληση να αυξάνεται, και θα φθάσουμε έτσι σε ένα σημείο διακλάδωσης από το οποίο ξεκινούν άλλα πάλι μονοπάτια επιπτώσεων.
Ας διασχίσουμε ένα από αυτά αφήνοντας τα υπόλοιπα για μιαν άλλη φορά: Όταν είναι αυξημένη η απασχόληση, οι μισθωτοί έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη έναντι των επιχειρήσεων επειδή η αύξηση της απασχόλησης συνήθως συνοδεύεται από μείωση της ανεργίας, και σαν αποτέλεσμα οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονται. Έτσι, στο αρνητικό αποτέλεσμα που είχε η υποτίμηση του νομίσματος, και για την οποία ομιλούν οι δύο πολιτικοί μας, θα πρέπει να προσθέσουμε τώρα μια θετική επίπτωση που προέρχεται από το γεγονός ότι η ανεργία μειώθηκε και προκάλεσε αύξηση των πραγματικών μισθών, δηλαδή της αγοραστικής δύναμης των μισθών.[3]
Κάνοντας το άθροισμα, βρίσκουμε… την πάλη των τάξεων
Στο τέλος της διαδικασίας αυτής, όπου θα έχει επέλθει ισορροπία δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας μπορεί να έχει αυξηθεί ή να έχει μειωθεί, αφού υπάρχουν παράγοντες που ενεργοποιούνται από την υποτίμηση του νομίσματος και έχουν αντίθετα αποτελέσματα επί των μισθών: μερικοί από αυτούς ευνοούν την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και άλλοι τη μείωσή τους. Όπως είδαμε προηγουμένως, υπάρχει μια αλυσίδα επιπτώσεων που οδηγεί σε μείωση του πραγματικού μισθού και μια άλλη που οδηγεί σε αύξηση. Τίποτα δεν υπάρχει στο οικονομικό σύστημα, στους νόμους που το διέπουν, που να προκαθορίζει ποια από τις δύο επιπτώσεις είναι η ισχυρότερη. Δεν υπάρχει, λοιπόν, η ΤΙΝΑ των κκ. Μάρδα και Κουτσούμπα, υπάρχει απλώς απροσδιοριστία.
Αλλά τότε ποιος αποφασίζει τελικά εάν θα αυξηθεί το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας ή εάν θα μειωθεί; Το σχετικό βάρος που ρίχνουν οι δύο ανταγωνιστικές πλευρές, το κεφάλαιο και η εργασία στη ζυγαριά του συσχετισμού δυνάμεων: Η αύξησή της αγοραστικής δύναμης των μισθών θα είναι ευθέως ανάλογη της προστασίας που θα παρέχουν οι θεσμοί της αγοράς εργασίας στους μισθωτούς, ανάλογη του βαθμού κάλυψης των μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις, του βαθμού αποτελεσματικής λειτουργίας της Επιθεώρησης Εργασίας και γενικότερα ολόκληρου του θεσμικού πλαισίου της αγοράς εργασίας. Το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας είναι η αποκρυστάλλωση του παρόντος και του παρελθόντος συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, είναι οι κανόνες με τους οποίους ορίζεται με ποιο τρόπο και με ποιους όρους θα πωλείται και θα καταναλώνεται η εργασιακή δύναμη των εργαζόμενων τάξεων από τους κεφαλαιοκράτες. Για τους λόγους αυτούς, το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας αποτελεί κατεξοχήν τόπο ταξικού ανταγωνισμού και έχει στρατηγική σημασία για κάθε μεταβατικό πρόγραμμα της Αριστεράς.
Οι ολέθριες επιπτώσεις, λοιπόν, της νέας δραχμής στο εισόδημα των εργαζόμενων τάξεων υπάρχουν μόνον μέσα στο μυαλό του κ. Κουτσούμπα. Αλλά και οι ολέθριες επιπτώσεις μιας υποτίμησης της νέας δραχμής στο ΑΕΠ υπάρχουν μόνο στο μυαλό του κ. Μάρδα, διότι στην αρχική αρνητική επίπτωση επί της δύναμης του ΑΕΠ να αγοράζει εισαγόμενα προϊόντα, που βλέπει ο υπουργός, θα πρέπει να προσθέσει και τη θετική επίπτωση στο πραγματικό ΑΕΠ από τη βελτίωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών – και αυτήν δεν τη βλέπει (ή εάν τη βλέπει, δεν την υπολογίζει σωστά).
Η διεθνής ιστορική εμπειρία δείχνει πάντως ότι το τελικό επίπεδο παραγωγής συνήθως είναι υψηλότερο από αυτό που υπήρχε πριν την υποτίμηση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η προσαρμογή της οικονομίας που πυροδοτείται από την ονομαστική υποτίμηση ενός εθνικού νομίσματος ολοκληρώνεται στη μεσοπρόθεσμη διάρκεια και προλαβαίνει να επιδράσει θετικά στη συσσώρευση κεφαλαίου και την παραγωγικότητα της εργασίας. Αλλάζει δηλαδή την πορεία της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης.
Σημειώσεις:[1] Σε αυτή τη φάση της ύφεσης, οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται να ανακτήσουν χαμένα μερίδια αγοράς και δεν αυξάνουν τις τιμές τους. Στην χειρότερη περίπτωση, θα μεταφέρουν ένα σχετικά μικρό μέρος από την αύξηση του κόστους εργασίας στις τιμές.
[2] Αυτό συμβαίνει υπό όρους, οι οποίοι όμως, όπως δείχνουν οι οικονομετρικές εκτιμήσεις, πληρούνται στην περίπτωση της Ελλάδας όπου υπάρχουν αρκούντως υψηλές ελαστικότητες των εξαγωγών και των εισαγωγών ως προς τις τιμές.
[3] Αυτή η διαδικασία, μείωσης της ανεργίας και αύξησης των μισθών θα συνεχίζεται έως ότου η αύξηση της παραγωγής μειώσει σημαντικά το αχρησιμοποίητο κεφάλαιο, το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό που έχουν οι εργοδότες. Όταν συμβεί αυτό, οι επιχειρήσεις δέχονται πολλές παραγγελίες σε σχέση με αυτές που μπορούν να ικανοποιήσουν, βρίσκονται λοιπόν σε ισχυρή διαπραγματευτική θέση έναντι των πελατών τους και αυξάνουν τις τιμές τους. Με τον τρόπο αυτόν, κάνοντας πιο ακριβά τα προϊόντα τους, θα βάλουν ένα τέλος στις αυξήσεις των πραγματικών μισθών. Θα βάλλουν εξάλλου τέλος και στην βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου και στις αλλαγές της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής, που θα έχει φτάσει στην “συναλλαγματική ισοτιμία ισορροπίας ταξικών δυνάμεων”.