Του Βασίλη Τακτικού
Η πρωτοβουλία για το δημοψήφισμα ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση να μην πάρει ψήφο εμπιστοσύνης ο πρωθυπουργός θα έχει θέσει ένα θεμελιώδες ιστορικό ερώτημα που «ξεμασκαρεύει» ολόκληρο το πολιτικό και μιντιακό σύστημα, αποκαλύπτοντας έτσι τον παραλογισμό και τις αντιφάσεις ενός ολόκληρου παρασιτικού πολιτικού συστήματος που έχει αιχμαλωτίσει τη χώρα με την διγλωσσία.
Από την στιγμή που ετέθη το ζήτημα του δημοψηφίσματος έχοντας πλέον την εικόνα της παράκρουσης και των αντιφάσεων» όλων εκείνων που μέχρι χθες έλεγαν ότι θα καταψηφίσουν τη δανειακή σύμβαση με τους Ευρωπαίους εταίρους μας- να ανησυχούν τώρα μήπως ο ελληνικός λαός ψηφίσει όχι, φαίνεται καθαρά πόσο ιστορικής σημασίας είναι αυτή πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να απαλλαχθεί η χώρα από τα ψευδοδιλλήματα και πολιτικές υποκρισίες που δεν αφήνουν τη χώρα να προχωρήσει μπροστά.
Φαίνεται καθαρά πλέον, η ανάγλυφη αντίφαση ακόμη και εκείνων που αμφισβητούν την πρωτοβουλία του πρωθυπουργού μέσα από το ΠΑΣΟΚ με ανεξαρτητοποιήσεις, να υποκρίνονται ότι θέλουν να διασφαλίσουν την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και τη μη χρεοκοπία, την ίδια στιγμή να κάνουν το αντίθετο, υπονομεύοντας, τη μοναδική πολιτική που την εξασφάλισε έως τώρα τη βοήθεια και δεν τίναξε την ευρωπαϊκή προοπτική στο αέρα.
Παράλληλα, φαίνεται καθαρά πως υπονομεύουν τη διαδικασία και την ανάγκη να καταλάβει ο ελληνικός λαός μέσα από αυτό το ξεκάθαρο μήνυμα του δημοψηφίσματος, καθώς αντιστρατεύονται στη ουσία την συμμετοχή του πολίτη σε μια δημοκρατική διαδικασία που είναι απαραίτητη ουσιαστική παιδαγωγική προυπόθεση να υπάρξει συναίνεση στις μεταρρυθμίσεις και επιτυχία της συμφωνίας με τους εταίρους μας.
Ήδη, πολλοί μέντορες του πολιτικο – μιντιακού συστήματος αναγκάζονται να κάνουν στροφή 180 μοιρών μετά από αυτή την κίνηση, διασπιστώνοντας ότι δεν μπορούν να φουσκώνουν το λαό άλλο με τις φούσκες τους για αντι – μνημονιακές κινητοποιήσεις χωρίς να τους παρασύρει και αυτούς το χάος το οποίο απεργάζονται και χωρίς την απομόνωση της χώρας από τους δανειστές μας.
Είναι ενδεικτικό επίσης, πόσο πάγωσαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες και διάφοροι «Φωτόπουλοι» και συντεχνίες, μπροστά στο δίλημμα να αντιμετωπίσουν το φάσμα της «φτωχής και τίμιας δραχμής» και τα πολύ χειρότερα, εμμένοντας σε σκανδαλώδη προνόμια που είχαν κερδίσει από αυτό το φαύλο πολιτικό σύστημα συναλλαγής το οποίο υποκρίνεται τώρα ότι θέλει κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας.
Ωστόσο, με το δημοψήφισμα τώρα είναι αναγκασμένοι να απαντήσουν όλοι στο βασικό ερώτημα για την ωριμότητα την ευθύνη του Ελληνικού λαού.
- Μπορεί ένας λαός που (όπως λένε) δεν είναι ώριμος να απαντήσει σωστά σε ένα δημοψήφισμα, την ίδια στιγμή να θεωρείται ώριμος ώστε να δώσει την λύση μέσα από τις εκλογές;
- Είναι σε θέση αυτός ο λαός που δεν μπορεί να απαντήσει σε ένα ξεκάθαρο ερώτημα, εάν θέλει η δεν θέλει μια συγκεκριμένη σύμβαση, με τους εταίρους μας στην Ευρώπη να απαντήσει σε γρίφους, να καταλάβει και να εμπιστευθεί εκείνους που λένε ΟΧΙ τώρα και εννοούν ΝΑΙ μετά..
- Ποιος είναι τελικά ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός; Να ζητάς από τον λαό να αποφασίσει εκείνος άμεσα για την πορεία της χώρας ή να του τάζεις προεκλογικά κάτι που δεν θα εφαρμόσεις ποτέ όταν γίνεις Κυβέρνηση αφού το έχεις ακυρώσει ήδη με την διγλωσσία και την πολιτική υποκρισία.
- Είναι λογικό να κατακρίνει κανείς ως «εκτροπή» το δημοψήφισμα που είναι κορυφαία έκφραση της δημοκρατίας σε παγκόσμιο επίπεδο, υποστηρίζοντας ότι οι εκλογές που είναι αίτημα και έκφραση μιας παραπαίουσας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας υπαίτιας ενός χρεωκοπημένου πολιτικού συστήματος ότι είναι η λύση αυτή την στιγμή;
- Ποιο είναι τελικά το μεγάλο και επικίνδυνο ρισκο; Είναι επικίνδυνο ρίσκο για τη χώρα να πηγαίνει σε δημοψήφισμα το οποίο θα δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση με συμμέτοχο το λαό στο διακύβευμα της δανειακής σύμβασης και του ευρώ και δεν είναι μεγαλύτερο ρίσκο και αβεβαιότητα η πρόκληση εκλογών, με πιθανότερο αποτέλεσμα την έλλειψη αυτοδυναμίας με τον κίνδυνο ακυβερνησίας που κατά πάσα πιθανότητα θα μας πάει σε δεύτερες και απανωτές εκλογές, έχοντας χάσει ωστόσο πολύ περισσότερο χρόνο από αυτόν που χρειάζεται το δημοψήφισμα;
- Είναι εκβιαστικό το δίλημμα του δημοψηφίσματος και δεν είναι εκβιαστικό το δίλημμα των εκλογών της αβεβαιότητας, της συναλλαγής και του σφετερισμού της εκπροσώπησης
- Θέλουν εκλογές εν λευκώ, χωρίς καθαρή ατζέντα στο βασικό πρόβλημα,και να εμπιστευθούμε ένα υπαίτιο πολιτικό σύστημα που άλλα λέει προ-εκλογικά και τα εντελώς αντίθετα πράττει μετεκλογικά;
Είναι τελικά εκτροπή η επαναεισαγωγή μια μορφής συμμετοχικής δημοκρατία στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα που είναι βασική έκφραση δημοκρατίας που αναγνωρίζουν όλες οι προηγμένες δημοκρατίες στο κόσμο.
Είναι καιρός πλέον να καταλάβουμε ότι το δημοψήφισμα φέρνει τη ρήξη με μια σειρά ψεφτοδιλλήματα αυτής της περιόδου.
Γιατί, το νόημα του δημοψηφίσματος είναι η κατάργηση των διαμεσολαβητών, η απομείωση της διαμεσολαβημένης δημοκρατίας, υπέρ της αδιαμεσολάβητης αυθεντικής δημοκρατίας. Η ρήξη με τα προνόμια των διαμεσολαβητών της εξουσίας και ο περιορισμός της εκβιαστικής τους παρέμβασης στα κρίσιμα ζητήματα για τους πολλούς. Κάτι που έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα μας για το μετασχηματισμό της δημοκρατίας και ένα νέο πολιτικό σύστημα που θα είναι σε θέση να κάνει πράξη τις μεταρρυθμίσεις. Μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την υπέρβαση των εκβιαστικών διλημμάτων που βάζει το παρασιτικό μιντιακό σύστημα και οι συντεχνίες που κατασπατάλησαν τους δημόσιους πόρους.
Γνωρίζουμε ότι, η Ελλάδα έχει τετραπλάσιες επιχειρήσεις στα μίντια από όσα χρειάζεται μία μικρή χώρα, πολλές από τις οποίες χρηματοδοτούνται από αδιαφανείς πηγές στερώντας πόρους από παραγωγικές επιχειρήσεις, χρήσιμες για την κοινωνία. Γνωρίζουμε όλοι ότι έχουμε ένα αδηφάγο παρασιτικό, μιντιακό και ένα σύστημα κρατικοδίαιτο παρασιτικό στρώμα συνδικαλιστών, γραφειοκρατών και ενδιάμεσων που ρημάζουν τους αναπτυξιακούς πόρους της χώρας.
Όλα αυτά τα παρασιτικά στρώματα, δεν θα μπορούσαν λειτουργούν αλλού παρά στο πλαίσιο μιας παράλυτης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας,και με υποστηρικτές αυτούς που παρουσιάζονται τώρα ως επίδοξοι σωτήρες του έθνους οι οποίοι κάνουν κριτική αντιστεκόμενοι να μην αλλάξει τίποτε σε αυτή την χώρα. Και θέλουν να παραμείνουμε με τους ίδιους θεσμούς με τους ίδιους αναξιόπιστους πρωταγωνιστές.
Θέλουν απλά την εξουσία και τα προνόμια της εξουσίας, ενώ κατηγορούν και πυροβολούν κατά «πυρ ομαδόν» τον πρωθυπουργό που στο τέλος – τέλος είναι αυτός που ρισκάρει την παραμονή του στην εξουσία, ενώ εάν είχε γατζωθεί όπως έχουν γαντζωθεί αυτοί στη θεσούλα τους θα κοίταζε να συμβιβαστεί μαζί τους.
Αυτοί που μιλούν για διχασμό, είναι οι ίδιοι που τον τροφοδοτούν και θέλουν να λειτουργήσει ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» του διχασμού. Χωρίς περίσκεψη και χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ιστορικά παραδείγματα, αλλά και να λαμβάνουν υπόψη τις αντιδράσεις των πιο προηγμένων δημοκρατιών του πλανήτη, παραπληροφορούν και εκτρέπουν τον πολιτικό διάλογο σε παραπολιτική διαμάχη προσώπων χωρίς θεσμική ουσία.
Αυτοί λοιπόν έχουν να αντιμετωπίσουν τώρα την εξωτερική αντανάκλαση των πεπραγμένων και την πολιτική στάση του καθενός στην Ελλάδα. Την στάση της Γερμανίας, της Αμερικής, του Καναδά που αντιμετώπισαν ήδη την προοπτική δημοψηφίσματος στην Ελλάδα, ναι μεν με περίσκεψη αλλά και ως αυτονόητη έκφραση προηγμένης δημοκρατίας και με την ενθάρρυνση το εγχείρημα να πετύχει.
Αλλά η εγχώριοι εκπρόσωποι της παρακμής κραυγάζουν και μεμψιμοιρούν. Προφανώς όχι για το τέλος της δημοκρατίας, αλλά για το τέλος του δικού τους «παιχνιδιού» να κολακεύουν το λαό με πολιτικές ανοησίες, να τον διαπαιδαγωγούν και να τον κακομαθαίνουν με την υποκρισία τους και στο τέλος να εμφανίζονται και ως τιμητές μιας παρακμιακής λειτουργίας ενώ στην ουσία υπηρετούν.
Αυτοί οι εκπρόσωποι της παρακμής αφού παραδέχτηκαν ήθελαν δεν ήθελαν τελικά, την αναγκαιότητα της σύμβασης με τους ευρωπαίους εταίρους μας, προφασίζονται τώρα ότι έχουν ένα ακόμη επιχείρημα.
Την «ανάπτυξη» της ελληνικής οικονομίας την οποία όπως υποστηρίζουν εμφανίζουν ότι δεν συμμερίζεται και δεν ενδιαφέρεται ο πρωθυπουργός.
Αλλά ζητούν την ανάπτυξη και την επανεκκίνηση της οικονομίας, χωρίς να θέλουν να εξασφαλίσουν τα προ – απαιτούμενά της. Μιλούν για την αναγκαιότητα επενδύσεων, χωρίς να έχουν εκ των προτέρων εξασφαλίσει την απαραίτητη μείωση των κρατικών δαπανών και το κόστος της ελληνικής γραφειοκρατίας που προϋποθέτει ριζικές μεταρρυθμίσεις,.
Μεταρρυθμίσεις και για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που προϋποθέτει τη γενικότερη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και του κόστους του παραγόμενου εθνικού προϊόντος.
Ηθελημένα προφανώς αγνοούν τα προαπαιτούμενα που εξασφαλίζει μετά από πολλές θυσίες αυτή η συμφωνία η οποία διακυβεύεται στην εφαρμογή της από το προτεινόμενο δημοψήφισμα το οποίο θα ήταν αυτονόητο χωρίς την διαστροφή της μικροπολιτικής.
Γιατί ποιος ξένος θα έρθει να κάνει μαζικές επενδύσεις στη χώρα, όταν γνωρίζει ότι μια κυβέρνηση αλλά πολιτικός κόσμος αυτή της χώρας δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τα ελάχιστα προ – απαιτούμενα της ανάπτυξης.
Η κίνηση Παπανδρέου για το δημοψήφισμα θέτει αυτά τα ζητήματα (όπως φαίνεται από τις εξελίξεις στις Κάννες) ως προ – απαιτούμενα στην παγκόσμια ημερήσια διάταξη.
Έτσι, το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, είναι υποχρεωμένο πλέον να απαντήσει σε αυτά. Και δεν παίζεται η τύχη του Παπανδρέου ως πολιτικού, παίζεται πράγματι η τύχη της χώρας και του ευρώ γιατί δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά εδώ που φτάσαμε χωρίς να τεθεί το πραγματικό δίλημμα απέναντι στα ψεφτοδιλλήματα.
Αυτοί που υπεκφεύγουν από αυτό το ιστορικό δίλημμα και μιλούν για δήθεν διχαστικό δίλημμα, θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η δημοκρατία παγκόσμια λειτουργεί μόνον θέτοντας διαρκώς διλλήματα. Ψηφίζοντας και καταψηφίζοντας. Και ο ρόλος των σωστών ηγετών δεν είναι να μην θέτουν διλλήματα, αλλά ακριβώς το αντίθετο να θέτουν τα πραγματικά διλλήματα.
Αυτοί λοιπόν που μιλούν τώρα και πολύ καθυστερημένα για κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ενώ γνωρίζουμε όλοι ότι ο πρωθυπουργός το είχε ζητήσει πρώτος από τον Ιούλιο είναι αυτοί που πραγματικά υπεκφεύγουν της ιστορικής ανάγκης για ξεκάθαρες λύσεις .
Μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας με κρυφή ατζέντα δεν μπορεί να λύσει κανένα πρόβλημα Αυτοί που ουσιαστικά πλασάρουν μια «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας» σε αυτή τη χρονική στιγμή δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να δίνουν ένα «placebo» στον ασθενή της πολιτικής (εικονική θεραπευτική αγωγή) ,σε έναν ταλαιπωρημένο λαό που πάσχει πρώτα και κύρια από την έλλειψη καθαρής πολιτικής και αντιφατικές προσεγγίσεις. Το “placebo” της πολιτικής όμως δυστυχώς δεν μπορεί να εγγυηθεί καμιά θεραπεία για το μέλλον…
Το δημοψήφισμα έτσι, έρχεται σε ρήξη με ψεφτοδιλλήματα, της πολιτικής υποκρισίας και με διακύβευμα όχι μόνον το «πακέτο» αλλά και ως εγγύηση αξιοπιστίας για μεταρρυθμίσεις που προ – απαιτούν όχι μόνον την εξασφάλισή του, αλλά την ευθύνη και την επίγνωση για την χρηστή αξιοποίηση των πόρων που διατεθούν για την σωτηρία της χώρας αλλά και της προοπτικής διασφάλισης του Ευρώ. .