Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*
Πέρα μακριά, στη δυτική πλευρά ενός μικρού χωριού, κάπου στην καρδιά της ορεινής Ρούμελης, στο διάσελο κάποιου πολυδιάβατου δρόμου την παλιά εποχή, υπήρχε ένα μικρό εξωκλήσι που κανένας δεν ήξερε πότε ακριβώς κτίστηκε. Ήξεραν όμως την ιστορία του οι κάτοικοι της γύρω περιοχής που από τον πατέρα στον παιδί και από τον παππού στο εγγόνι, κρατήθηκε ζωντανή, κι αναλλοίωτη για πολλούς αιώνες μέχρι τις μέρες μας. Όταν έτυχε να περάσω από ‘κείνο το μέρος πολύ μικρός, πριν από πολλά χρόνια, θυμάμαι ότι οι δυο σαρακοφαγωμένες εικόνες που αποτελούσαν τη συνέχεια του εσωτερικού τοίχου, χτισμένες μέσα σ’ αυτόν, δεν είχαν την ονομασία κανενός αγίου. Μάλλον η ανελέητη σκαπάνη του χρόνου τα είχε αφαιρέσει πριν από χρόνια. Στο εσωτερικό μέρος του μικρού ξωκλησιού δεν υπήρχαν πολλά πράγματα. Ήταν μόνο λίγες πλάκες πέτρινες διάσπαρτες εδώ και ‘κει. Στο μισογκρεμισμένο ιερό ήταν μια μικρή μαρμάρινη πλάκα, φαγωμένη ολόγυρα, όχι όμως τελείως σπασμένη. Μήτε τέμπλο υπήρχε, μήτε μανουάλι, μήτε ψαλτήρι, εκτός από δυο – τρία παλιά βιβλία, κίτρινα από την υγρασία που δεν μπορούσε κανείς να διαβάσει τι βιβλία ήταν. Όμως υπήρχε, μισογκρεμισμένο μεν, αλλά υπήρχε. Τώρα όταν πάλι ξαναπέρασα πριν από λίγο καιρό από ‘κείνο το μέρος, δυστυχώς δεν υπήρχε τίποτα, εκτός από ένα σωρό πέτρες, μάρτυρες ότι εκεί κάποτε ήταν κάτι χτισμένο. Όταν σταμάτησα στο μικρό ‘κείνο χωριό, από περιέργεια ρώτησα κάποιους χωριανούς, τι απέγινε ‘κείνο το εκκλησάκι και γιατί το άφησαν να γκρεμιστεί. Ένας ασπρομάλλης γέρος μου διηγήθηκε την ιστορία του, σχεδόν κλαίγοντας, και που σήμερα αποφάσισα να σας την διηγηθώ, αγαπητοί μου αναγνώστες, ποια είναι. Θα τη μάθουμε στις αμέσως επόμενες σειρές.
“Το εκκλησάκι αυτό, αγαπητέ μου διαβάτη”, μου είπε ο ασπρομάλλης γέρος, “έπεσε θύμα πολλές φορές, ιερόσυλων και κυνηγών θαμμένων θησαυρών”. Έτσι άρχισε την αφήγηση της ιστορίας του ξωκλησιού ο συμπαθέστατος ασπρογένης γέροντας, σοβαρός, μετρώντας και ζυγίζοντας τα λόγια του από την αρχή της αφήγησης του μέχρι το τέλος της. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι πάρα πολλά ξωκλήσια, βρυσούλες διάσπαρτες στην ελληνική ύπαιθρο, εικονισματάκια, ακόμα και μοναστήρια γινότανε θύματα ιερόσυλων κι όχι μόνο. Ιδιαίτερα τους περασμένους αιώνες μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τους Τούρκους. Πολλές ιστορίες λεγόταν τότε για κρυμμένους θησαυρούς. Πολλοί έλεγαν ότι τους είχαν κρύψει ληστές ή Τούρκοι αγάδες, εγκαταλείποντας την πατρίδα μας ή τσιφλικάδες ‘κείνης της εποχής και από πολλούς για διάφορους λόγους.
Τους έκρυβαν δε, σε σημεία γνώριμα, που επιστρέφοντας κάποτε να τους πάρουν, δεν θα δυσκολεύονταν να τους βρουν. Τους έβαζαν μέσα σε εκκλησάκια, κάτω από την Αγία Τράπεζα ή στο δάπεδο σε κάποιο κρυφό σημείο ή στην πόρτα κάτω από τα σκαλιά, ή σε κάποια βρυσούλα κάτω από τις κούπες της, ή σε κάποιο εικόνισμα κ.λπ.
Τώρα, αν βρέθηκαν ποτέ θησαυροί, εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω. Οφείλω όμως να πω, ότι άκουγα από τους μεγαλύτερους σε ηλικία όταν ήμουν μικρός, ότι πράγματι πολλοί είχαν πλουτίσει από τέτοιου είδους δραστηριότητες. Έτσι και το μικρό ξωκλήσι μας δέχτηκε την βαρβαρότητα ασυνείδητων, ποιος ξέρει πότε, κλέβοντας τις εικόνες του κι ότι άλλο υπήρχε μέσα σε αυτό, ανοίγοντας πληγές του που δεν έμελλε να κλείσουν ποτέ. Οι βοσκοί της περιοχής ήταν εκείνοι που το φρόντιζαν για αρκετούς αιώνες και στάθηκε όρθιο μέχρι τις μέρες μας. Τώρα ποιος το έχτισε και για ποιόν λόγο θα το μάθουμε στη συνέχεια αγαπητοί μου φίλοι. Την εποχή εκείνη, που χτίστηκε το εκκλησάκι, δεν υπήρχαν τροχοφόρα. Οι μετακινήσεις δε, των αγαθών και των ανθρώπων γινότανε από το ένα μέρος στο άλλο με συμπαθέστατα τετράποδα, τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια, με την αστείρευτη υπομονή τους. Ένας αρκετά ευκατάστατος, έτσι έλεγαν, την διαδρομή εκείνη την πραγματοποιούσε αρκετές φορές τον χρόνο για εμπορικούς λόγους. Κανένας δεν γνώριζε ποια χρονολογία αποφάσισε να χτίσει το εκκλησάκι σε ‘κείνο το μέρος. Γνώριζαν όμως την αιτία που το έχτισε. Λένε πως ήταν Γενάρης μήνας. Οι αλκυονίδες μέρες, τον μήνα αυτό που όλοι γνωρίζουμε ότι διαρκούν περίπου δεκαπέντε μέρες, στην αρχή του, ξεγέλασαν τον έμπορο κι αποφάσισε να μετακινηθεί από το μέρος που κατοικούσε σε κάποιο άλλο χωριό για μια επείγουσα εργασία του. Στη διάρκεια όμως, σχεδόν στα μισά της διαδρομής, ο καιρός από γλυκός που ήτανε, με μιας συννέφιασε και δεν άργησε ν’ αστράφτει και να βροντάει, προμηνύματα βαριάς βαρυχειμωνιάς. Ήξερε όμως ότι σε κάποιο σημείο του δρόμου υπήρχε μια μικρή σπηλιά και βίτσισε το γρίβα του ώστε να προλάβει να στρεχιάσει εκεί, πριν τον πιάσει η βαρυχειμωνιά στο δρόμο. Όταν έφτασε κάποια στιγμή στο παραπάνω μέρος, μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο κατά το κοινώς λεγόμενο, είχε πια νυχτώσει. Μη μπορώντας να κάνει τίποτα άλλο προσπάθησε να ανάψει φωτιά με κάποιο πριόβολο που πάντα τον είχε μαζί του, όμως δεν τα κατάφερε. Ο πριόβολος, αγαπητοί μου φίλοι, αποτελείται από ένα κομμάτι σίδερο μικρό, μια μικρή κιτρινόπετρα – σιδηρόπετρα τη λένε στα χωριά της ρούμελης και ίσκα. Η ίσκα είναι ένα είδος καύσιμης ύλης που παράγεται από εξογκώματα δέντρου, ιδίως του πλατάνου, αυτή η καύσιμη ύλη γίνεται με μια αρκετά δύσκολη χρονοβόρα και πολύ περίπλοκη μέθοδο. Τώρα, ποια είναι η επιστημονική της ονομασία δεν τη γνωρίζω. Με δυο λόγια είναι ένας αρχέγονος τρόπος ν’ ανάψει κάποιος φωτιά. Αυτό επιτυγχάνεται, δηλαδή να ανάψει φωτιά ως εξής: χτυπώντας το σίδερο πάνω στην σιδερόπετρα, παράγεται σπίθα φωτιάς. Έχοντας δε κολλημένη την ίσκα πάνω στην πέτρα, από τη σπίθα ανάβει. Στη συνέχεια τοποθετούνται πάνω στην αναμμένη ίσκα ξερά χόρτα ή χαρτιά ή φλούδες από κέρδο, που είναι πολύ εύφλεκτες λόγω της ρετσίνας που περιέχουν και μ’ αυτόν τον τρόπο ανάβουν φωτιά. Κάπως έτσι οι τσοπάνηδες στον ύπαιθρο τότε ζεσταινότανε, εκτεθειμένοι όπως ήταν έξω στα λαγκάδια και στα βουνά, βιτσίζοντας τους αλύπητα τα χιόνια και άγριες καταιγίδες της φύσης. Ας επανέλθουμε όμως στη συνέχεια της ιστορίας μας τώρα. Όσο περνούσε η ώρα, το κρύο γινότανε πιο τσουχτερό, ενώ το χιόνι άρχιζε να σκεπάζει σιγά – σιγά όλη την γύρω περιοχή. Το χειρότερο ήρθε μετά από λίγες ώρες. Σε μια στιγμή απότομα, το άλογο άρχισε να χλιμιντράει και να χτυπάει τα πόδια του στο χώμα, πολύ ανήσυχο και πάρα πολύ τρομαγμένο. Τότε ο ήρωας μας κατάλαβε ότι τα πράγματα δυσκόλευαν πιο πολύ. Το άλογο δεν αγρίεψε δίχως λόγο, κάτι είχε αντιληφθεί και αντιδρούσε με αυτόν τον τρόπο. Την επόμενη στιγμή, ένα άγριο γρύλισμα έκανε τον άνθρωπο να φοβηθεί πάρα πολύ. Κατάλαβε ότι γύρω του είχαν πάει άγριοι, πεινασμένοι λύκοι της γύρω περιοχής. Ήταν οι λεγόμενη τσέτα. Η τσέτα αποτελείται από τέσσερις, πέντε, έξι ή παραπάνω λύκους, αγαπητοί μου αναγνώστες. Είχαν μυριστεί την οσμή του αλόγου και είχαν πλησιάσει κοντά στη σπηλιά ελπίζοντας ότι θα γευμάτιζαν κατασπαράζοντας το άλογο. Ο άνθρωπος όμως, δεν έχασε την ψυχραιμία του. Άρχισε να χτυπάει τον πριόβολα ασταμάτητα. Ο πριόβολος έβγαζε συνέχεια σπίθες, κάτι που αποθάρρυνε τους λύκους να ορμίσουν και να κατασπαράξουν το άλογο. Εδώ πρέπει να πω, ότι ο λύκος χαίρεται την αντάρα (καταχνιά) όμως τρέμει τη φωτιά. Συγχρόνως άρχισε να φωνάζει με όλη τη δύναμη της φωνής του καλώντας συγχρόνως σε βοήθεια, ελπίζοντας ότι κάποιος τσοπάνος να τον ακούσει, γιατί ήξερε ότι υπήρχαν πολλοί σε ‘κείνη την περιοχή. Και αυτό έγινε, αγαπητοί μου. Ακριβώς στην απέναντι μεριά απ’ αυτόν, στο ρίζωμα ενός λόφου μικρού, ένας βοσκός που είχε τα μαντριά του εκεί, άκουσε τον άνθρωπο και δίχως καθυστέρηση του φωνάζει, λέγοντάς του: “μη σκιάζεσαι άνθρωπέ μου, έρχομαι, μη σκιάζεσαι”. Αμέσως ο βοσκός παίρνει μαζί του τα δυο από τα τρία σκυλιά του και καθώς γνώριζε πολύ καλά την περιοχή, σε λίγα λεπτά της ώρας έφτασε κοντά στον άνθρωπο που κινδύνευε . Τα σκυλιά του, μαθημένα να παλεύουν με τους λύκους, έδιωξαν πολύ μακριά τα άγρια θηρία απομακρύνοντας τελείως τον κίνδυνο. Τέλος, μαζί με τον άνθρωπο και το άλογο του, πήγανε στην ζεστή καλύβα του και πέρασαν την χειμωνιάτικη ‘κείνη βραδιά με ασφάλεια. Ναι, αγαπητοί μου αναγνώστες, εκείνος ο άνθρωπος έχτισε το μικρό κείνο ξωκλήσι, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την ευγνωμοσύνη του στο βοσκό που του έσωσε τη ζωή, από τα στόματα των άγριων και πεινασμένων λύκων. Το έχτισε για να βρίσκουν καταφύγιο οι βοσκοί της περιοχής όταν τους έδερναν αλύπητα τα άγρια στοιχεία της φύσεως. Δυστυχώς όμως, μαζί με την ερήμωση σήμερα των χωριών μας και της υπαίθρου μας γενικότερα, πολλά από τα ξωκλήσια μας, τα δημοτικά μας σχολεία, βρυσούλες, εικονίσματα και άλλοι πολλοί ανεκτίμητοι θησαυροί της πολιτιστικής μας κληρονομιάς εγκαταλελειμμένα πλέον έγιναν βορά του αδυσώπητου και καταλύτη χρόνου όπως και το μικρό εκκλησάκι στην ξώμακρη ‘κείνη γωνιά της ορεινής ρούμελης.
* συγγραφέας – ποιητής
Σε έντονο ύφος καταγγέλλουν την κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα για τις πολιτικές που ακολουθούνται…
Πολλοί έφηβοι στην Κρήτη, πίνουν μέχρι να γίνουν «λιώμα». Όπως λένε οι ειδικοί, το αλκοόλ…
Τεράστιο είναι το ενδιαφέρον που καταγράφεται τους τελευταίους μήνες από Ισραηλινούς μεγαλοεπιχειρηματίες που θέλουν να…
Οι ιχθυολόγοι του ΕΛΚΕΘΕ παρακολουθούν από το Παλαίκαστρο της Σητείας μέχρι το νοτιοδυτικότερο άκρο του…
Κάλεσμα απευθύνουν σωματεία για συμμετοχή στο νέο Παγκρήτιο συλλαλητήριο για την υγεία που θα λάβει…
«Τσίμπησε» προς τα πάνω η καταναλωτική εμπιστοσύνη τον Οκτώβριο, παρά τη γενικότερη επιδείνωση του οικονομικού κλίματος…
This website uses cookies.