Μετά από ένα ταξίδι στην Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης τον Ιούνιο του 1957, ο Νίκος Καζαντζάκης, κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης και ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως, επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο θάνατός του αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη) και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών.
Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, αλλά ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος αρνείται, αφού κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και το σύνολο του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού .
Αποτέλεσμα ήταν η σορός του Καζαντζάκη να παραμείνει στο νεκρικό θάλαμο του Α΄ νεκροταφείου Αθηνών, απόντος και του ιερέα. Άκαρπες απέβησαν οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο κυβερνητικός επίτροπος Θ. Σπεράντζας, φίλοι και οι δύο του Καζαντζάκη, να μείνει η σορός του σε ναό της Αθήνας μέχρι την αναχώρησή της για την Κρήτη.
Δυστυχώς ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος δεν τόλμησε το αυτονόητο, φοβούμενος ίσως όχι αδίκως, και τις αντιδράσεις κάποιων ακραίων χριστιανικών ομάδων.
Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Στις 5 Νοεμβρίου έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζάκη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. Η ταφή έγινε στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη.
Μοναδικός ιερέας που συμμετείχε ήταν ο παπά Σταύρος Καρπαθωτάκης που «έφυγε» σε ηλικία 86 ετών, στο σπίτι του στον Άι Γιάννη Κνωσσού, στο Ηράκλειο.
6 μήνες φυλακή επειδή κήδεψε τον Καζαντζάκη
Όπως ο ίδιος περιγράφει τα γεγονότα σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στην Ελένη Κατσουλάκη:
«Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουνα στρατιώτης και παπάς και υπηρετούσα την θητεία μου στο Ηράκλειο.
Μια μέρα πριν την κηδεία του Καζαντζάκη, ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μην βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοέμβριου.
Οι αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης.
Όταν θα τό ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες.
Εγώ σαν παπάς ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδησή μου με πείραζε πολύ. Ήμουν παπάς.
Δεν άντεχα να πάρω στο λαιμό μου τέτοιο άδικο.
Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ ένα βαφτισμένο Χριστιανό που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό.
Όσο αφορά τα βιβλία του δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω. […]
Τό ‘σκασα κρυφά από τον στρατό την μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στο Μαρτινέγκο και τον έθαψα. […]
Όλοι νόμισαν ότι με έστειλε η εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Άγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια! […]
Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες”.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Το Μουσείο Καζαντζάκη, τιμώντας τη μνήμη του παπά Σταύρου εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
Με αίσθημα βαθύτατης θλίψης έγινε γνωστός ο θάνατος του πατέρα Σταύρου Καρπαθιωτάκη, του μοναδικού ιερέα που συνόδευσε τη σορό του Νίκου Καζαντζάκη μέχρι την τελευταία κατοικία της στον προμαχώνα Μαρτινέγκο. Η ηρωική στάση του πατέρα Σταύρου κατά την τέλεση της κηδείας του μεγάλου συγγραφέα, το ήθος και η προσφορά του επί δεκαετίες ως ιερέα, αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και αναδεικνύει το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής του. Γι’ αυτή του την στάση, το Διοικητικό Συμβούλιο του Μουσείου Καζαντζάκη τον τίμησε σε μια σεμνή συνάντηση στην οικία του το 2015 και σήμερα, στην εξόδιο ακολουθία στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη, ο καθηγητής Μιχάλης Ταρουδάκης, Πρόεδρος του Δ.Σ. του Μουσείου Καζαντζάκη, του απηύθηνε τον ακόλουθο αποχαιρετισμό.
«Πατέρα Σταύρο,
Το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη, το Ηράκλειο, η Κρήτη, η Ελλάδα ολόκληρη σε αποχαιρετά σήμερα, γεμάτη ευγνωμοσύνη, όχι μόνο για το πνευματικό και κοινωνικό σου έργο, που αφειδώς παρείχες επί πολλές δεκαετίες στο ποίμνιό σου, αλλά και γιατί είχες την τόλμη σε δύσκολες συνθήκες να συνοδεύσεις μόνος εσύ στην τελευταία του κατοικία στα μπεντένια του Ηρακλείου στον προμαχώνα Μαρτινένγκο, τον μεγάλο μας συντοπίτη, τον Νίκο Καζαντζάκη. Η πρωτοβουλία σου εκείνη που βγήκε αυθόρμητα από τα βάθη της ψυχής σου, όταν κανείς άλλος δεν το τολμούσε, έδωσε στον μεγάλο μας συγγραφέα τη δυνατότητα να παρουσιάσει την ψυχή του απέναντι στον Μεγάλο Κριτή με τις ευλογίες της εκκλησίας μέχρι την τελευταία στιγμή που το σώμα συναντά το χώμα για να βρει τον «αναπαμό» που προσδοκά σε όλη την επίγεια ζωή. Και η ζωή σου όλη, πλήρης κοινωνικής προσφοράς αλλά και τόλμης και αποφασιστικότητας να βρίσκεις πάντα λύσεις στα προβλήματα του πλησίον σου, ήταν εμπνευσμένη από τις τρείς φράσεις με τις οποίες αναφέρθηκες στο διοικητή της ΣΕΑΠ όταν σε κάλεσε να απολογηθείς γιατί τόλμησες να ξεπροβοδίσεις το Νίκο Καζαντζάκη: Είμαι Κρητικός. Είμαι η Εκκλησία. Η Εκκλησία συγχωρεί.
Πατέρα Σταύρο,
Ήσουν ίσως η τελευταία στην επίγεια ζωή πνευματική σύνδεση με τον Μεγάλο Κρητικό. Πηγαίνεις τώρα κοντά στους Αγίους για να τον συναντήσεις μαζί με όλο το ποίμνιό σου που έχει μεταφερθεί στην αιώνια ζωή. Είμαι σίγουρος ότι ο Νίκος Καζαντζάκης σε περιμένει για να συναντήσει για πρώτη φορά από κοντά τον άνθρωπο που του έδωσε το τελευταίο πνευματικό αποχαιρετισμό.
Εμείς στο Μουσείο Καζαντζάκη θα θυμόμαστε πάντα την επίγεια συνάντηση που είχαμε στο σπίτι σου πριν τρία περίπου χρόνια και την κατάθεση ψυχής που μας παρείχες μιλώντας για τη ζωή σου, για τα πιστεύω σου, για τον Μεγάλο Κρητικό στοχαστή. Η κατάθεση αυτή, ηχητικό ντοκουμέντο, φυλάσσεται στο Μουσείο κοντά στα τεκμήρια για τον Νίκο Καζαντζάκη, πολύτιμο απόκτημα για όλες τις ερχόμενες γενιές.
Καλό σου ταξίδι, Πατέρα Σταύρο.
Σύσσωμο το Δ.Σ και τα στελέχη του Μουσείου Καζαντζάκη μεταφέρουν τα θερμά τους συλλυπητήρια στην πρεσβυτέρα και την πολυπληθή οικογένεια του Πατέρα Σταύρου. Ο Πατέρας Σταύρος θα ζει πάντα στην καρδιά μας».