Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής*
Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε – δεκαέξι Μαΐων, δροσερός, σαν ανοιξιάτικος ανθός, μελαψός και λυγερόκορμος ο μικρός ήρωας της σημερινής μας πονεμένης ιστορίας αγαπητοί μου φίλοι. Περπατούσε στα σοκάκια της μικρής πολιτείας, με σκυμμένο το κεφάλι και με το δισάκι του στον ώμο, όπως λέει και το τραγούδι. Η θλίψη φαινότανε πολύ καθαρά πως είχε απλωμένο το χλωμό μαντήλι της στο πρόσωπό του, ενώ τα μαύρα σαν δύο ελιές μάτια του, το μαρτυρούσαν περίτρανα πως είχαν χύσει πολλά δάκρυα. Τώρα εφόσον περιπλανήθηκε για αρκετή ώρα στα σοκάκια της μικρής πολιτείας και συγκεκριμένα γύρω από την κεντρική πλα https://agonaskritis.gr/wp-admin/post-new.php τεία, αποκαμωμένος πια σταμάτησε, έριξε μια εξερευνητική ματιά γύρω του και ήρθε και κάθισε σ’ ένα μικρό τραπέζι του μικρού καφενείου που υπάρχει από χρόνια σ’ αυτή, που πριν από αρκετή ώρα σ’ ένα άλλο τραπέζι είχα καθίσει κι εγώ. Δεν ξέρω γιατί από την στιγμή που κάθισα στο τραπέζι παρατηρούσα τις κινήσεις του και συμπέρανα ότι κάτι γύρευε να βρει. Η κοπέλα του καφενείου τον πλησίασε διακριτικά και τον ρώτησε τι θα ήθελε να του φέρει, ενώ εκείνος κάτι της είπε σε σπαστά ελληνικά, που δεν άκουσα καθαρά και η κοπέλα εφόσον του απάντησε μάλλον στο ερώτημα που του είπε μονολεκτικά, έφυγε αμέσως από κοντά του. Στη συνέχεια σηκώθηκε ο μικρός μας ήρωας από την καρέκλα του και με βήματα δειλά, κατευθυνότανε προς εμένα, κοιτώντας με στα μάτια, λες κι ήθελε να μαντέψει τις προθέσεις μου. Τέλος όταν με πλησίασε αρκετά, κάπως διστακτικά με φωνή τρεμάμενη, με ρώτησε στα ελληνικά, όπως αυτός τα ήξερε, που βρίσκεται – αν ξέρω – μια οδός της πολιτείας.
“Έλα, κάθισε” του είπα, “μην φοβάσαι και θα την βρούμε την οδό που γυρεύεις”. Δεν έφερε απολύτως καμία αντίρρηση και μ’ ευχαρίστησε γι’ αυτό, ενώ ένα αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε στα ξερά σαν τα φρύγανα χείλη του.
Έπειτα κι εφόσον του έδωσα να καταλάβει ότι ήθελα να τον βοηθήσω άρχισε να μου απαντάει σε κάποιες ερωτήσεις μου, από που είναι, πως βρέθηκε στην πόλη αυτή κ.λπ.
Μετά από λίγα λεπτά της ώρας, η γλώσσα του λύθηκε τελείως και σαν ορμητικό ποτάμι έτρεχαν οι λέξεις από τα χείλη του μπερδεμένες πότε στα ελληνικά και πότε στα αραβικά, την μητρική του γλώσσα.
Εγώ δε, τον άκουγα δίχως να τον διακόψω καθόλου. Κατάλαβα ότι ο άνθρωπος εκείνος ήθελε κάπου να πει τον πόνο του, ήθελε κάπου να ξεσπάσει κι αυτό τον διευκόλυνα να κάνει, ενώ οι βρύσες των ματιών του έτρεχαν διαρκώς δάκρυα. Μου είπε απίστευτα πράγματα αγαπητοί μου. Μου είπε ότι είδε με τα ίδια του τα μάτια ομαδικούς σκοτωμούς, λεηλασίες, βιασμούς μικρών παιδιών και μύρια άλλα φριχτά γεγονότα που συμβαίνουν στην σπαραζόμενη πατρίδα του. Εδώ οφείλω να πω ότι όση ώρα μου έλεγε τα όσα συνέβησαν στην πατρίδα του πολλές φορές έπαιρνε μια παράξενη όψη, που δεν μπορώ να την περιγράψω ακριβώς, λες και τα όσα μου έλεγε συνέβαιναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Γεγονότα που αγγίζουν τα όρια της φαντασίας.
Τέλος μου εκμυστηρεύτηκε ότι δεν ήταν δική του επιλογή η φυγή από την πατρίδα του, αλλά η ίδια η μητέρα του τον παρότρυνε να την εγκαταλείψει και λέω η μητέρα του, γιατί ο πατέρα και τα άλλα δύο αδέλφια του είχαν σκοτωθεί. Έπειτα σταμάτησε λίγο να πιει μια γουλιά καφέ και συνέχισε.
“Με πήρε κύριε και με πήγε σε κάποιους διακινητές ανθρώπων, δουλέμπορους, καταλαβαίνετε τι εννοώ”, και συμπλήρωσε, “τους πλήρωσε πολύ ακριβά να με μεταφέρουν στην Τουρκία και στη συνέχεια στην Ελλάδα, κι όσα χρήματα της είχαν απομείνει μου τα έδωσε”, ενώ το πρόσωπό του πήρε μια εικόνα θλίψης που δεν μπορώ να σας την περιγράψω. Οφείλω όμως να πω ότι ‘κείνη την εικόνα δεν θα ήθελα ποτέ να την ξαναδώ. Δάκρυσα, αγαπητοί μου, κι ενώ εγώ προσπαθούσα να φέρω εκείνη την εικόνα στο μυαλό μου, ώστε να την δω ζωντανή με τα μάτια της ψυχής μου, εκείνος συνέχισε αργά – αργά να μου διηγήται τα όσα πέρασε στην περιπέτεια της προσφυγιάς του.
“Μ’ έδιωξε κύριε”, είπε, “η ίδια η μάνα μου από κοντά της, όχι γιατί δεν με ήθελε, αλλά για να γλιτώσω από την οργή της κόλασης. Δεν ήθελε να σκοτωθώ κι εγώ, προτίμησε να μείνει παντέρμη, παρά να μείνω κοντά της. Μου είπε, ίσως να βρεις το δρόμο σου παιδί μου, κάπου αλλού σε μια ξένη πατρίδα”. Και συνέχισε. “Εκεί μου είπε η μανούλα μου που θα πας υπάρχει ελπίδα να ζήσεις ενώ εδώ δεν υπάρχει πλέον καμιά. Τώρα εδώ που ήρθα, σε τούτη την πολιτεία σας που ο άνεμος της προσφυγιάς με έριξε, βρέθηκα γιατί κάποιος από το χωριό μου έχει εγκατασταθεί πριν από πολλά χρόνια, κι αυτόν ψάχνω να βρω. Την διεύθυνσή του την θυμάμαι απ’ έξω” και μου είπε την οδό και τον αριθμό που έμενε ο συμπατριώτης του και χωριανός του.
Τέλος έπειτα από αρκετή ώρα συζήτησης, λέγοντάς μου τα όσα μύρια δεινά συμβαίνουν στην πατρίδα του, του είπα ότι ήταν πια η ώρα να τον πάω στην διεύθυνση που μου είπε και αυτό έκανα. Δεν άργησα να βρω την οδό που έμενε ο χωριανός του. Εδώ πρέπει να πω ότι όταν αντίκρισε ο ένας τον άλλον, αγκαλιάστηκαν και για αρκετή ώρα έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά. Όταν δε αποφάσισα να φύγω από κοντά τους ειλικρινά έφυγα γεμάτος χαρά. Έστρεψα τα μάτια μου προς τον ουρανό κι ενδόμυχα είπα: “γιατί θεέ μου, γιατί;” γνωρίζοντας όμως ότι ποτέ και από κανέναν δεν θα πάρω καμιάν απάντηση.
Η σημερινή πονεμένη ιστορία μας αγαπητοί μου, δεν είναι τελείως αληθινή, κάπου έβαλα και τα χτένια της μούσας μου και την έπλεξα. Εσείς όμως μην δίνετε καμία σημασία σ’ αυτό. Κρατήστε μόνο την ουσία της.
*συγγραφέας – ποιητής
Μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων λογοτεχνών
και μέλος της λογοτεχνικής παρέας Χανίων
Την Κυριακή διεξάγονται οι εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη νέου προέδρου, σε μια…
Πέρασαν μόλις δύο χρόνια, από τη μοιραία εκείνη νύχτα όπου ένας ασυνείδητος οδηγός που έτρεχε…
Ο συνδυασμός του Αντώνη Ροκάκη σημείωσε σαρωτική νίκη στις εκλογές του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου…
Πληθαίνουν τα δημοσιεύματα καθημερινά για το σχεδιασμό του Υπουργείου Μετανάστευσης να δημιουργηθούν στην Κρήτη, δομές…
Απαντήσεις για το κύμα γαστρεντερίτιδας στα Χανιά τον περασμένο Οκτώβριο αναζητά ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας, ζητώντας…
Συνεχίζονται οι δράσεις του Δήμου Χανίων και της ΔΕΔΙΣΑ Α.Ε. (ΟΤΑ) στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής…
This website uses cookies.