Είχαν προηγηθεί διαμαρτυρίες πολιτών προς την Αρχή, καθώς το υπουργείο Οικονομικών τούς καταλόγισε οφειλή από τέλη κυκλοφορίας παρελθόντων ετών, τα οποία φέρονταν ως ανεξόφλητα, ακόμη και για τέλη πριν από 15 χρόνια. Εύλογα, οι πολίτες αδυνατούσαν να αποδείξουν ότι έχουν ήδη εκπληρώσει τη συγκεκριμένη φορολογική τους υποχρέωση.
Ο Συνήγορος με έγγραφό του προς τη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας του υπουργείου Οικονομικών επισήμανε ότι αφενός σύμφωνα με τον νόμο (άρθρο 71 παρ. 1 ν. 542/1977), η Διοίκηση μπορεί να προβεί σε ταμειακή βεβαίωση απαιτήσεων από τέλη κυκλοφορίας το αργότερο μέσα σε τρία χρόνια από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έπρεπε να έχουν καταβληθεί και αφετέρου, λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη χρονιά της οφειλής, δεν δίνεται επί της ουσίας η δυνατότητα στους πολίτες να αποδείξουν ότι πράγματι έχουν καταβάλει τα τέλη κυκλοφορίας που τους καταλογίζονται.
Σύμφωνα με την Αρχή, η αρμόδια Υπηρεσία του υπουργείου Οικονομικών απάντησε, μεταξύ άλλων, ότι, εφόσον δεν έχουν καταβληθεί από τους υπόχρεους τα τέλη κυκλοφορίας προηγούμενων ετών, αυτά εξακολουθούν να οφείλονται, καθόσον το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή τους παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από το έτος που αυτά αφορούν.
Ο Συνήγορος επανήλθε με έγγραφο προς τον γενικό γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, στο οποίο υπογράμμισε ότι η αξίωση της διοίκησης από τον πολίτη να τηρεί αρχείο που ανάγεται σε εικοσαετία είναι καταχρηστική, ενώ οι φορολογούμενοι φέρουν το βάρος της απόδειξης, ακόμη και σε περιπτώσεις παραλείψεων ή σφαλμάτων που βαρύνουν τις οικονομικές υπηρεσίες ή τα πιστωτικά ιδρύματα. Επιπλέον, σημείωσε ότι η καθυστέρηση των ΔΟΥ να προβούν σε βεβαίωση τελών κυκλοφορίας παρελθόντων ετών οδήγησε σε συσσώρευση φορολογικών βαρών στα οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν οι οφειλέτες.
Τέλος, τόνισε ότι οι οικονομικές υπηρεσίες πρέπει να προβαίνουν σε ταμειακή βεβαίωση των τελών κυκλοφορίας το αργότερο εντός τριών ετών από το τέλος του έτους στο οποίο αυτά πρέπει να καταβληθούν, αλλιώς δεν μπορούν να βεβαιωθούν.