Categories: ΘΕΣΕΙΣ

Το 1935 στη Χώρα Σφακίων

Γράφει ο Κανάκης Γερωνυμάκης

Στα προπολεμικά χρόνια η ζωή ήτανε πάρα πολύ χειρότερη από ότι βιώνουμε σήμερα Ο κόσμος δεν προέβλεπε και δεν ήλπιζε για βελτίωση και με καρτερικότητα ζούσε υστερημένα και σε κάποια σημεία πρωτόγονα. Κανείς δεν είχε τη διορατικότητα ότι θα επέλθουνε ιλιγγιώδεις εξελίξεις. Οι μητέρες από τη σχολική ακόμα ηλικία μαθαίνανε στα κοριτσάκια να κλώθουνε και να πλέκουνε και πριν ακόμα φτάνουνε τα ποδαράκια τους στις πατητήρες  τα βάζανε να υφαίνουνε. Οι πατεράδες παίρνανε μαζί τους τα αγοράκια, και αν δεν τα χρειαζόντουσαν για βοήθεια, μα για  να εξοικειώνονται στην πιθανότατη μελλοντική απασχόλησή τους, διότι πιθανότατα «του τζομπάνι το κοπέλι, τζομπανάκι θα γενεί». Το γυμνάσιο  ήτανε μόνο για τα πλουσιόπαιδα.

Το 1937. Όταν θα πήγαινε ο πατέρας μου να πάρει ένα σακί αλεύρι από τη Χ. Σφακίων με πήρε μαζί του για να γνωρίσω τον «μουστερή» μας (μουστερή λέγαμε τον μπακάλη που ψωνίζαμε και που άμα δεν είχαμε χρήματα  μας έδινε βερεσέ μέχρι να βγει το λάδι). Και στη συνέχεια με έστελνε με ένα σημείωμα στον «μουστερή» μας και πήγαινα καβάλα στον γάιδαρο πηγαίνοντας, και ύστερα μου φόρτωνε τον γάιδαρο ο «μουστερή» και γύριζα.

Μα θα ήθελα να γράψω τις εντυπώσεις μου από την πρώτη φορά που πήγα στη Χ. Σφακίων.

Μόλις μπήκαμε στο χωριό μου έκανε εντύπωση που έβλεπα μεγάλα χόρτα  εκατέρωθεν του δρόμου. Στο χωριό μου είχαμε κότες αι χοίρους και «βουίδογάιδουρα» και δεν προλάβαινε να φυτρώσει το χορταράκι. Στη Χ. Σφακίων όμως ήτανε αγρονομείο, εν καιρώ Μεταξά, και δεν κυκλοφορούσανε ζώα μα νόμιζα εγώ ότι εκεί ο τόπος είχε  καλύτερο χώμα. Άμα φτάσαμε στον «Ομπρός Γιαλό» είδα που ένα καράβι είχε βάλει άγκυρα 150-200 μ. από τη στεριά. Μια βάρκα εκουβαλούσε τα χαρούπια και φόρτωνε το καράβι. Τη βάρκα  τη φορτώνανε δύο άντρες που φορούσανε βράκες. Δε φορούσανε όμως στιβάνια διότι προχωρούσανε πάνω από τρία μέτρα στα ρηχά νερά μέχρι να φτάσουνε στη βάρκα. Ο ένας από τους φορτωτές, μέχρι να πάει και να γυρίσει η βάρκα ετραγουδούσε τουρκοκρητικά. Από τα τούρκικά του θυμούμαι τρεις λέξεις «Γερνί, μπουρντά, γεντέσι» Από τα κρητικά του θυμάμαι μια Μαντινάδα μόνο:

Εις το Γαϊδουροσόκακο, στον αριθμό τριάντα
Εκειά θα πα’  να κρεμαστώ και θα ρωτούνε γιάντα

Αυτό το καράβι εφόρτωνε χαρούπια, όμως ήτανε δίπλα μια μεγάλη ντάνα με κάρβουνά και πιο  πέρα μια άλλη με δοκάρια που αυτά τα πηγαίνανε στη Μεσσαρά και τα πουλούσανε και θα τα παίρνανε άλλα καράβια, άλλη μέρα.

Στα Σφακιά  επί Τουρκοκρατίας δεν κατοικούσανε Τούρκοι, ούτε δεν εδρεύανε υπηρεσίες τους, ούτε τελωνεία βέβαια. Στις άλλες πόλεις πληρώνανε τελωνιακά 25 τοις χιλοίις οι Τούρκοι, 50 τοις χιλίοις οι μη Τούρκο υπήκοοι της Τουρκίας και 100 τοις χιλίοις οι ξένοι. Οι Σφακιανοί έμποροι τα γλιτώνανε αυτά, μα γλιτώνανε και άλλα «τζερεμιά» που τα πληρώνανε άλλοι, και τους συνέφερε να πουλούνε φτηνότερα και πάλι να κερδίζουνε πιο πολλά από  τους συναδέλφους των  άλλων πόλεων. Άκουσα από γέρους όταν εγώ ήμουνα νέος ότι ήρχοντο και ψωνίζανε από τη Χ. Σφακίων από τις επαρχίες Αποκορώνου και Αγ. Βασιλείου γιατί βρίσκανε καλύτερες τιμές εδώ από τα Χανιά και το Ρέθυμνο. Ήτανε τότε μια ακμάζουσα κωμόπολη η Χ. Σφακίων. Όταν όμως άρχισε να προχωρεί το αυτοκίνητο στην επαρχία, άρχισαν και τα 52 μαγαζιά της Χ. Σφακίων να χάνουνε τους πελάτες τους. Στην κατοχή το εμπόριο πέρασε στους μαυροαγορίτες και οι καταστηματάρχες της Χ. Σφακίων αναγκάστηκαν να φύγουν.  Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια βρέθηκε ίσως η Χ. Σφακίων στο χειρότερο στάδιο όλης της ιστορίας της. Κάθε χρόνο λιγοστεύανε οι κάτοικοί της. Εγύρισαν όμως τα χρόνια και παρουσιάστηκε ο τουρισμός και ενώ τη βρήκε να τραβά βραδέως τον κατήφορο, την οδήγησε ιλιγγιωδώς στη ανηφόρα.

Όταν είχαμε υπουργό εσωτερικών τον Στράτο επισκέφτηκε τη Χ. Σφακίων και έκαμε την ερώτηση: «Πως τον βλέπετε εδώ τον τουρισμό; Εμείς στον τόπο μου δεν τον βλέπομε με καλό μάτι». Καθώς καθότανε απέναντί μου τους απάντησα: «Μα κύριε Υπουργέ, και αν τον θεωρήσομε κακό είναι αναγκαίο κακό και δεν μπορούμε να επιβιώσομε οικονομικά, ούτε ως χώρα και  ούτε επί μέρους τα τουριστικά μέρη, όπως ο κόσμος έχει επενδύσει στον τουρισμό και όπως έχομε προσαρμόσει τον τρόπο της ζωής μας». Δεν ξέρω αν έτσι το πίστευε ο Υπουργός, ή απλώς ήθελε να δει πως σκεφτόμαστε.

"google ad"

Κανάκης Γερωνυμάκης

Γεννήθηκε στην κοινότητα Ασφένδου στις 31 Δεκεμβρίου 1926 και διετέλεσε για πολλά χρόνια γραμματέας της κοινότητας. Έχει συγγράψει πλήθος βιβλίων μέσω των οποίων μαθαίνουμε τα ήθη και τα έθιμα όχι μόνον των Σφακιών αλλά όλης της Κρήτης. Έργα του "Κοινότης Ασφένδου Σφακίων", "Περιπλοκάδια", "η Κρήτη στο πρόσφατο παρελθόν", "Σφακιανή Λαογραφία" κ.α. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το έργο του "Περιπλοκάδια" με Α΄έπαινο και το βιβλίο του "Μαντιναδοποιημένες παροιμίες τση Κρήτης" απέσπασε το Β΄έπαινο. | Περισσότερα άρθρα και δημοσιεύσεις μου θα βρείτε εδώ

Recent Posts

Κι όμως είναι άφθονο το νερό στην Κρήτη!

Μόνο ελάχιστες σταγόνες νερού έχουμε δει να πέφτουν στην Κρήτη, σε σχέση με τις αναμενόμενες βροχές παρότι διανύουμε…

29 mins ago

Κρήτη – τουρισμός: Σημαντική αύξηση κρατήσεων για το 2025

Η δυναμική της Κρήτης όχι μόνο την φετινή τουριστική σεζόν αλλά και την επόμενη, φάνηκε στην ημερίδα…

31 mins ago

Ηράκλειο: Χωρίς τροφή και νερό τ’ αγριοκάτσικα στη Ντία – Κίνδυνος εξαφάνισης της άγριας πανίδας

Στην τύχη τους έχουν αφεθεί τα αγριοκάτσικα  που ζουν στο νησί της Ντίας, καθώς ζουν…

32 mins ago

Ο Όμιλος Φίλων Μανόλη Αναγνωστάκη τιμά τη μνήμη του Γιώργου Αποστολίδη σε διαδικτυακή εκδήλωση

Ο Όμιλος Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη διοργανώνει αύριο, Τετάρτη 6 Νοεμβρίου, στις 7:00 μ.μ.,…

41 mins ago

Πάνω από 3.000 επισκέπτες στην Ημέρα Επιστήμης και Τεχνολογίας «Θέλμα Μαυρίδου» στο Πολυτεχνείο Κρήτης

Το Πολυτεχνείο Κρήτης με μεγάλη χαρά και ακόμα μεγαλύτερη συγκίνηση άνοιξε ξανά τις πόρτες του,…

44 mins ago

Σπιτικές προτάσεις: Πίτες

Μανιταρόπιτα (πολύ ωραία) Ένα φύλλο σφολιάτα, δέκα φέτες ζαμπόν, 150 γρ. τυρί ένταμ, εκατόν πενήντα…

2 hours ago

This website uses cookies.