Επισημαίνοντας πως μέσα στους τέσσερις τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση δεν μπόρεσε να καταθέσει μεταρρυθμιστικές προτάσεις και ο ίδιος εύχεται να το επιτύχει τώρα για το καλό όλων, ο καγκελάριος τόνισε ότι στην χθεσινή Εκτακτη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης δεν υπήρξε κατανόηση για την πρόσφατη εγκατάλειψη των διαπραγματεύσεων από μέρους της Ελλάδας και την προκήρυξη δημοψηφίσματος στη χώρα.
Ο ίδιος πιστεύει ότι αυτή ήταν μια αντίδραση πανικού όταν η ελληνική κυβέρνηση διαπίστωσε πως οξύνεται το κλίμα στις διαπραγματεύσεις και η ίδια δεν ήταν πλέον πρόθυμη να ακολουθήσει το δρόμο που συνηθίζεται στην Ευρώπη, δηλαδή διαπραγμάτευση μέχρι τέλους και προθυμία συμβιβασμού, οπότε και υπάρχει καλή ευκαιρία εξεύρεσης μιας λύσης.
Κατά την άποψή του, εάν την Κυριακή δεν αποφασιστούν οι ακρογωνιαίοι λίθοι ενός νέου προγράμματος, τότε θα πρέπει να γίνει συζήτηση ενός σχεδίου Β, καθώς θα έχει φτάσει η ώρα ενός άλλου νομίσματος, και δεν θα χρειάζεται μετά να συζητηθούν κάποια μεγάλα νομικά ζητήματα και νομικές διαδικασίες, αλλά τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους.
Οπως διευκρίνισε ο Αυστριακός καγκελάριος, η ευθύνη για την τωρινή κατάσταση δεν θα μπορούσε να επιρρίπτεται στη σημερινή ελληνική κυβέρνηση, διότι αυτή η κατάσταση είναι το αποτέλεσμα των προηγούμενων κυβερνήσεων, το ότι δηλαδή στη χώρα δεν υπάρχουν φορολογικές αρχές για αποτελεσματική είσπραξη φόρων, όπου στο κτηματολόγιο έχει καταγραφεί μόλις το 15 ο/ο των περιπτώσεων, όπου υπάρχουν τόσο πολύ πλούσιοι άνθρωποι οι οποίοι δεν πληρώνουν φόρους τη στιγμή που ολόκληρες οικογένειες λόγω ανεργίας ζουν μόνον από μια σύνταξη, μια χώρα στην οποία τα νοσοκομεία δεν γνωρίζουν αν θα συνεχίσουν να υπάρχουν τον Ιούλιο.
ΑΠΕ-ΜΠΕ