15.8 C
Chania
Tuesday, November 19, 2024

Φασισμός και παρωδία

Ημερομηνία:

Σκέψεις με αφορμή το κατηγορητήριο της δίκης του Σάββα Μιχαήλ και του Κωνσταντίνου Μουτζούρη

Γράφειο ο Νίκος Σιγάλας

Θα αρχίσω λίγο ανορθόδοξα, με ένα σύνθημα και μια διευκρίνιση, που παρακαλώ τον αναγνώστη να κρατήσει στο μυαλό του καθώς αποτελεί το νήμα του κειμένου.

«Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά»: όχι, δεν είναι ένα σύνθημα που «διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια», είναι ένα αίτημα απόδοσης δικαιοσύνης. Είναι φτιαγμένο για να ακούγεται έξω από τα δικαστήρια. Ακούστηκε για πρώτη φορά όταν δικάζονταν οι Ιταλοί φασίστες μετά τον πόλεμο. Στην Ελλάδα κατά τις δίκες της χούντας. Και στη συνέχεια, σε συλλαλητήρια για τη δίκη του Πινοτσέτ και αντίστοιχες συγκυρίες, όπου το ζητούμενο ήταν η καταδίκη εγκληματικών καθεστώτων και των πράξεών τους (δες Ιός, «Ο αντιφασισμός στο εδώλιο», Εφημερίδα των Συντακτών, 2.9.2013).

Είμαστε άραγε τόσο μακριά απ’ όλα αυτά; Ο χρόνος θα το δείξει. Δεν μπορούμε πάντως παρά να διαπιστώσουμε ότι στην Ευρώπη, και ειδικότερα στην Ελλάδα, ο 20ός αιώνας ξεκίνησε σαν μια παρωδία του Μεσοπολέμου: ακραίος και επιπόλαιος οικονομικός φιλελευθερισμός, οικονομική κρίση (χωρίς προς το παρόν να διαφαίνεται ένα επιτυχημένο αντίδοτο της εμβέλειας του New Deal)· εξασθένιση και απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών· άνοδος του ρατσισμού και της Ακροδεξιάς. «Μια παρωδία»; «Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα» έλεγε ο Μαρξ, και ίσως στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει εδώ, στην περίπτωση της ανόδου του φασισμού, να κάνει λάθος, καθώς η ιστορία αυτή υπήρξε εξαρχής μια αποτρόπαιη φάρσα: παρωδία των δημοκρατικών θεσμών, δόλια και συστηματική χρήση τους από τους αντίπαλους της δημοκρατίας και, εντέλει, ακύρωσή τους.

Να πάρουμε στα σοβαρά την παρωδία

Την εποχή που κατέλαβαν την εξουσία, οι ναζί δεν παρέλειψαν να χλευάσουν την ισχνή αντίσταση που η «μαλθακή» Δημοκρατία της Βαϊμάρης αντέταξε στην αυθαιρεσία τους. Είχαν καταφέρει να «ανατρέψουν το σύστημα από τα μέσα» με τρόπο που ποτέ δεν κατάφεραν να επιτύχουν οι αριστεροί επαναστάτες (όσοι από αυτούς προσπάθησαν να εφαρμόσουν την πολυσυζητημένη αυτή μέθοδο). Έπαιξαν με τη δημοκρατία σαν τη γάτα με το ποντίκι, περιγέλασαν ατιμώρητα τους θεσμούς της και την ίδια στιγμή τους χρησιμοποίησαν στη διαδικασία κατάλυσής τους. Όλα αυτά είναι γνωστά, τόσο γνωστά ώστε να μη διαφεύγουν από τους σημερινούς μιμητές. Μήπως κάτι παρόμοιο δεν κάνει σήμερα στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή, η αντικοινοβουλευτική οργάνωση που παρωδεί καθημερινά και χρησιμοποιεί παράλληλα το Κοινοβούλιο, η εγκληματική οργάνωση που ζητά να «συνεργαστεί με την αστυνομία» και αναλαμβάνει ενίοτε να την υποκαταστήσει, η συστηματικά παρανομούσα οργάνωση που καταθέτει μηνύσεις παρωδώντας τη δικαιοσύνη;

«Παρωδία»: είναι ακριβώς η λέξη που αποδίδει την πραγματικότητα στην οποία αναφέρομαι. Το πρόβλημα είναι ότι εμείς, οι δημοκράτες, το μεγαλύτερο ακόμα σήμερα μέρος αυτής της χώρας, δυσκολευόμαστε να πάρουμε στα σοβαρά αυτή την παρωδία, ότι ουσιαστικά μας παραλύει, ακυρώνει τον τρόπο σκέψης και δράσης μας, μας ξεπερνά. Όπως ξεπέρασε στο παρελθόν, τόσο εύκολα, τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπως κατάφερε να διαβρώσει και να ακυρώσει –μαζί με άλλους παράγοντες, είναι αλήθεια– τα κατά τόπους λαϊκά μέτωπα. Η παρωδία ακυρώνει τις αναλύσεις μας, εξαντλεί το χιούμορ και την υπομονή μας και τελικά καταφέρνει να μας φθείρει, να μας νικά. Γιατί; Απλώς γιατί δεν μπορούμε να την πάρουμε στα σοβαρά.

Τι σημαίνει όμως «να πάρουμε στα σοβαρά» την παρωδία; Πρόκειται για κάτι πολύ πιο σοβαρό από ένα ευφυολόγημα. Η φασιστική παρωδία, όπως την αντιλαμβάνομαι, συνίσταται σε μια πολιτική –ή μάλλον μια κατά κυριολεξία αντιπολιτική– πρακτική, που ονομάζω πρόχειρα εδώ, ελλείψει πιο δόκιμης έκφρασης, βραχυκύκλωμα των θεσμών. Συνίσταται στην προσπάθεια κινητοποίησης ενός θεσμού προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από αυτή που η θεωρία του εξυπηρετεί. Προσοχή: Δεν πρόκειται απλώς για μια απόκλιση ως προς τον στόχο (την εξυπηρέτηση, φέρ’ ειπείν, προσωπικών ή πελατειακών συμφερόντων, ή τον συμβιβασμό με τα συμφέροντα ή τις απόψεις μιας συγκεκριμένης ομάδας). Πρόκειται για ένα απόλυτο αναποδογύρισμα, μια κραυγαλέα αντίθεση, μια ακραία «διακωμώδηση στα σοβαρά»: μια παρωδία.1 Ο θεσμός αυτοακυρώνεται, καταστρέφεται σταδιακά και πεθαίνει. Παραδείγματα: ένα κοινοβούλιο που καταργεί τη δημοκρατία, μια αστυνομία που προστατεύει συστηματικά την παρανομία, ένα δικαστικό σύστημα που δικαιώνει την αδικία. Ο καθένας μπορεί να φέρει στο μυαλό του ιστορικά παραδείγματα και προσωπικές εμπειρίες όλων αυτών. Η πλήρης μορφή τους όμως, θρασεία και απροκάλυπτη, βρίσκεται στον φασισμό, στον τρόπο με τον οποίο επιδιώκει, και κάποτε καταφέρνει, να καταλάβει την εξουσία, να «διαβρώσει από τα μέσα» τους δημοκρατικούς θεσμούς και να τους καταλύσει αντικαθιστώντας τους με μια υπερτροφική πολεμική μηχανή, έναν καταστροφικό Βεεμώθ. Δεν ισχυρίζομαι πως έχουμε φτάσει εκεί. Όλοι όμως, στην Ελλάδα σήμερα, μπορούμε να φέρουμε στον νου κάποια στιγμιότυπα επιτυχημένης παρωδίας των θεσμών από την ακροδεξιά οργάνωση Χρυσή Αυγή· και αυτό σημαίνει ότι εφαρμόζει με αποτελεσματικότητα το αντιπολιτικό πρόγραμμά της (δεν μιλάω εδώ αναγκαστικά για ένα συνειδητό πρόγραμμα, αλλά για μια αντιπολιτική πρακτική που έχει εκ των πραγμάτων τη μορφή της πολιτικής παρωδίας).

Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι ο φασισμός ως αντιπολιτική στάση και συμπεριφορά προϋποθέτει ιστορικά την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Για τον λόγο αυτό δεν μπορεί παρά να πάρει αρχικά τη μορφή της δημοκρατικής παρωδίας, της χρήσης του θεσμικού σώματος του δημοκρατικού κράτους ενάντια στους θεσμούς του.

Οι ευθύνες των εισαγγελέων

Το συγκεκριμένο παράδειγμα στο οποίο θα αναφερθώ είναι το κατηγορητήριο της πρόσφατης δίκης (3 και 4.9.2013) του διανοούμενου, συγγραφέα και γραμματέα του Ε.Ε.Κ. Σάββα Μιχαήλ και του πρώην πρύτανη του Μετσόβιου Πολυτεχνείου Κωνσταντίνου Μουτζούρη. Πρόκειται για ένα ενδεικτικό κείμενο, στο οποίο βρίσκουμε συγκεντρωμένα όλα τα στοιχεία που παρέθεσα. Αρκεί κανείς να προσπαθήσει, έστω και λίγο, να το εντάξει στο ιστορικό πλαίσιο.

Δεν θα αναφερθώ με λεπτομέρεια στο κατηγορητήριο, τους μηνυτές και τους κατηγορούμενους, όσα γράφτηκαν αλλού είναι αρκετά (Ιός, ό.π.). Αρκεί να αναφερθεί ότι: 1) Η μήνυση κατατέθηκε στις 8.5.2009 από «ανεξάρτητους πολίτες» που αποδείχτηκε ότι ήταν όλοι (πλην ενός, ακροδεξιού και αυτού) μέλη της Χρυσής Αυγής (μεταξύ των οποίων ένας εν συνεχεία βουλευτής και μια υποψήφια βουλευτής στις προηγούμενες εκλογές, σήμερα υπόδικη για μαχαίρωμα Αφγανού πρόσφυγα), 2) Η μήνυση έγινε με βάση το μεταξικό άρθρο 192 του Π.Κ., κατά το οποίο «όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο προκαλεί ή διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια και έτσι διαταράσσει την κοινή ειρήνη, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν σύμφωνα με άλλη διάταξη δεν επιβάλλεται αυστηρότερη ποινή», 3) Το κατηγορητήριο εστιάζει σε προκήρυξη του Ε.Ε.Κ. η οποία καλούσε σε συμμετοχή σε αντιφασιστικό συλλαλητήριο που πραγματοποιήθηκε στις 9.5.2009 και η οποία αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα athens.indymedia, που υποστηριζόταν τεχνικά από τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του Ε.Μ.Π. (εξού και η μήνυση στον Κωνσταντίνο Μουτζούρη), 4) Η φράση που θεωρήθηκε από τους μηνυτές, καθώς και από τον/την εισαγγελέα που αποδέχτηκε τη μήνυση και συνέταξε το κατηγορητήριο, ότι «διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες» ήταν το σύνθημα «Ο λαός δεν ξεχνά, τους φασίστες τους κρεμά», που αποτελούσε την κατακλείδα της προκήρυξης του Ε.Ε.Κ.

Η απόφαση του δικαστηρίου υπήρξε ευτυχώς αθωωτική. Αυτό όμως δεν αναιρεί την παρωδία που αποτέλεσε η μήνυση και κυρίως η αποδοχή της από την εισαγγελία. Παρωδία σε πολλά διαφορετικά επίπεδα. Πρώτον ως προς τη χρήση του συνθήματος, που εξέφρασε στο παρελθόν, στην Ελλάδα, μια έκκληση να λογοδοτήσουν οι χουντικοί στη δικαιοσύνη για τα κρίματά τους και χρησιμοποιήθηκε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τους υπερασπιστές της χούντας, που δεν χάνουν ευκαιρία να λοιδορούν το «καθεστώς της μεταπολίτευσης», εναντίον οργανωτών μιας αντιφασιστικής διαδήλωσης. Θέλει να ελπίζει κανείς ότι αυτό έγινε απλώς από άγνοια και όχι από συμπόρευση με τους μηνυτές – αν και ένας τέτοιος βαθμός άγνοιας ίσως να είναι σε τελευταία ανάλυση πιο ένοχος όταν προέρχεται από εισαγγελέα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Παρωδία επίσης σε σχέση με τα γεγονότα. Δεν χρειάζεται να αναφερθεί κανείς στα πλήθος πογκρόμ και βιαιοπραγίες των μελών της Χρυσής Αυγής κατά μεταναστών (ξυλοδαρμούς και μαχαιρώματα), τα γεγονότα της 9.5.2013 αρκούν. Την ημέρα εκείνη έγιναν τέσσερις συγκεντρώσεις στην Αθήνα, τρεις αντιφασιστικές και μια οργανωμένη από τη Χρυσή Αυγή στην Ομόνοια «κατά των μεταναστών» (το κάλεσμα έγινε και πάλι από «επιτροπή πολιτών», μεταξύ των οποίων δύο από τους συντάκτες της μήνυσης). Στις τρεις πρώτες δεν φαίνεται να υπήρξε βία. Οι ίδιοι οι μηνυτές δήλωσαν κατά την προανάκριση ότι τη μέρα αυτή δεν σημειώθηκαν γεγονότα: μια ένοχη δήλωση που σκοπεύει στην κάλυψη της χρήσης βίας από αυτούς τους ίδιους καθώς, όπως αναφέρεται σε έγγραφο της αστυνομίας προς την εισαγγελία, υπήρξαν πέντε τραυματίες αλλοδαποί μετανάστες θύματα ακροδεξιών (Ιός, ό.π.). Ποιος λοιπόν «διεγείρει τους πολίτες σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους» (κατά τα κακά ελληνικά του ποινικού κώδικα); Όλοι ξέρουμε. Και ξέρουμε επίσης ότι δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά. Παρωδία λοιπόν ως προς τα γεγονότα, ως προς την πραγματικότητα, υπήρξε το κατηγορητήριο και γι’ αυτό ευθύνεται επίσης ο/η εισαγγελέας· καθώς δεν θεωρώ ότι η δικαιοσύνη είναι ένα κλειστό σύστημα αποτελούμενο από νόρμες που αλληλοσυμπληρώνονται πέραν της κοινωνίας και της ιστορίας. Μέσα στο κατηγορητήριο οι υποκινητές της βίας μετατράπηκαν σε θύματα και οι προασπιστές της ειρήνης σε κατηγορούμενους. Και τα πραγματικά θύματα: οι πέντε αλλοδαποί τραυματίες; Υπέβαλε άραγε, ως όφειλε, η εισαγγελία αυτεπάγγελτες μηνύσεις κατά των δραστών (σύμφωνα με τον Π.Κ.) και των υποκινητών τους (σύμφωνα με τον νόμο 927/1979 και την τροποποίηση του 2001); Ή περίμενε να το πράξουν τα απροστάτευτα απέναντι στη βία θύματα;

Όσο λοιπόν σκαλίζει κανείς το κείμενο του κατηγορητηρίου και το εντάσσει στο ιστορικό του πλαίσιο (ακόμα και στο στενό χρονικά πλαίσιο της μιας και μόνης μέρας που σχετίζεται με τη δίκη), διαπιστώνει ότι αποτελεί μια παρωδία πολύ μεγαλύτερων διαστάσεων από τη συγκεκριμένη δίκη (που ευτυχώς έκλεισε με μια αθώωση). Πρόκειται για τα προβλήματα της νομοθεσίας μας και του δικαστικού συστήματος. Αφενός μεν, αν ακολουθήσουμε το γράμμα του νόμου, το μεταξικό άρθρο 192 του Π.Κ. φαίνεται να μην καλύπτει τα πραγματικά θύματα της βίας, τους αλλοδαπούς μετανάστες, απέναντι στους υποκινητές της, τους χρυσαυγίτες: ο νόμος μιλά για «διέγερση των πολιτών σε βιαιοπραγίες μεταξύ τους ή σε αμοιβαία διχόνοια» και όχι σε βιαιοπραγίες κατά μη Ελλήνων πολιτών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα σε μηνύσεις που υποβλήθηκαν από εθνικιστές και ακροδεξιούς (τελευταία μάλιστα σε μήνυση της Χρυσής Αυγής κατά του πρόεδρου του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ευάγγελου Βενιζέλου και του καθηγητή της Νομικής Νίκου Αλιβιζάτου). Αφετέρου δε, παρότι η προσπάθεια για ψήφιση από τη Βουλή ενός πληρέστερου αντιρατσιστικού νόμου κατέληξε σε ναυάγιο, ο ισχύων αντιρατσιστικός νόμος (927/1979 και η τροποποίησή του 2001) εξασφαλίζει τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης δίωξης από τους εισαγγελείς των διοργανωτών τής σαφώς ρατσιστικής πρόκλησης σε συγκέντρωση «κατά των μεταναστών» (δύο από τους διοργανωτές ήταν άλλωστε μεταξύ των μηνυτών του Σάββα Μιχαήλ και του Κωνσταντίνου Μουτζούρη). Γνωρίζουμε όμως ότι ο νόμος αυτός υπήρξε κραυγαλέα ανενεργός (και γι’ αυτό ευθύνονται, από το 2001 που δόθηκε η δυνατότητα αυτεπάγγελτης δίωξης μέχρι σήμερα, κυρίως οι εισαγγελείς). Από το 1979 μέχρι σήμερα υπάρχει μία και μόνη αμετάκλητη καταδίκη για παράβαση της αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Ενώ οι λιγοστές πρωτόδικες καταδικαστικές αποφάσεις κατέπεσαν στα δευτεροβάθμια δικαστήρια ή αμνηστεύτηκαν (Τάκης Κατσιμάρδος, «Ελληνική αντιρατσιστική νομοθεσία: “Γεννήθηκε” το 1979, αλλά ακόμη δεν έχει ενηλικιωθεί», Ημερησία, 1.6.2013). Μία από αυτές είναι και η πρωτόδικη καταδίκη του Κωνσταντίνου Πλεύρη, που αθωώθηκε δευτερόδικα τον Μάρτιο του 2009, σε μια δίκη-παρωδία της νομοθεσίας, της δικαιοσύνης και της κοινής λογικής, κατά την οποία οι μάρτυρες κατηγορίας αντιμετωπίστηκαν ως οιονεί κατηγορούμενοι (δες Ιός, «Συμπεράσματα από την αθώωση του Κώστα Πλεύρη. Η δικαίωση ενός ναζιστή», Ελευθεροτυπία, 1.4.2009).

Οι ευθύνες των πολιτών και το όπλο των θεσμών

Αντιμετωπίζουμε λοιπόν ένα έλλειμμα δικαιοσύνης που αποτελεί έναν τεράστιο κίνδυνο για την κοινωνία μας. Και θα ήταν λάθος να θεωρηθεί ότι το έλλειμμα αυτό οφείλεται απλώς στην κακή νομοθεσία (άρθρο 192 του Π.Κ.) ή στην κακή λειτουργία του δικαστικού σώματος (σχετικά με τον νόμο 927/1979). Οφείλεται εξίσου, αν όχι περισσότερο σε εμάς τους ίδιους, τους πολίτες αυτής της χώρας, στην ανοχή μας στην αδικία, στο ότι δεν καταφεύγουμε με κάθε ευκαιρία σε κάθε νόμιμο μέσο, δεν προσπαθούμε με κάθε τρόπο να προστατεύσουμε τα θύματα, μένοντας παρατηρητές της παρωδίας της δημοκρατίας και των θεσμών, της παρωδίας του τύπου και των μέσων ενημέρωσης (τι άλλο ήταν το επεισόδιο Κασιδιάρη παρά μια παραβίαση των όρων της δημοσιογραφικής συζήτησης, που άρκεσε για να αναδείξει μια νέα δημόσια βεντέτα), που θα έπρεπε να καλύπτουν την παραμικρή δίκη, να ελέγχουν το κατηγορητήριο και να ζητούν στοιχεία, να εστιάζουν στο παραμικρό επεισόδιο βίας κατά οιουδήποτε. Δυστυχώς όμως υπάρχουν στην Ελλάδα τόσο λίγοι πραγματικοί δημοσιογράφοι: ρεπόρτερ-ερευνητές (όχι απλώς «πολιτικοί αναλυτές») που είναι σε θέση να φέρουν στο φως νέα στοιχεία, με αποτέλεσμα τα Mέσα Mαζικής Eνημέρωσης αντί να παράγουν την επικαιρότητα, να αναπαράγουν απλώς την ατζέντα που θέτουν οι πολιτικοί, μεταξύ των οποίων δυστυχώς σήμερα και τα μέλη της Χρυσής Αυγής. Ποιος ελέγχει λοιπόν τη λειτουργία των θεσμών; Όχι σίγουρα οι πολίτες, και πρόκειται για δική τους, για δική μας ευθύνη.

Το είπαμε και πριν: ο φασισμός έχει ως ιστορική προϋπόθεση την κοινοβουλευτική δημοκρατία –και πιο συγκεκριμένα την εθνική δημοκρατία–, φωλιάζει αναγκαστικά μέσα της, τρέφεται από την ίδια την αδυναμία της να τον καταστείλει, να τον εμποδίσει να χρησιμοποιεί την ιδεολογία και τους θεσμούς της, λοιδορώντας τους και βραχυκυκλώνοντάς τους. Σε αυτό συντελεί ο γελοίος λόγος και η εικόνα τους: τα φουσκωμένα σώματά τους είναι μια παρωδία της αρχαίας ελληνικής ομορφιάς, η αγράμματη αρχαιοπληξία τους η παρωδία των ιδεολογικών θεμελίων του κράτους μας, ο ρατσισμός τους είναι η παρανοϊκή μορφή του εθνικισμού μας. Η παρουσία τους στο Κοινοβούλιο, η στάση τους μέσα σε αυτό είναι από μόνη της παρωδία του θεσμού. Η αμορφωσιά τους είναι η παρωδία του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε είναι ότι αυτή η παρωδία μάς αφορά και μας ακυρώνει, ότι ωθούν στα παρανοϊκά τους όρια τις αντιφάσεις του πολιτικού μας πολιτισμού (στην καρδιά του οποίου βρίσκεται η δομικά άλυτη εξίσωση πολιτικών δικαιωμάτων και καταγωγής). Ο φασισμός είναι ενδογενής, είναι ακριβώς η αυτοακύρωση της εθνικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας «από τα μέσα». Δυστυχώς, οι φασίστες ξέρουν αυτή τη δουλειά, ξέρουν να ελίσσονται μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας, να μεταμφιέζουν τη μία στην άλλη, ξέρουν να κερδίζουν «στα σημεία», να κατακτούν κάθε μέρα και λίγο θεσμικό έδαφος, ώς τη μέρα που οι θέσεις τους θα έχουν τόσο προωθηθεί ανάμεσά μας, που δεν θα χρειάζεται πια να κοροϊδεύουν και θα μπορούν απλώς να μας σκοτώνουν.

Υπάρχει όμως και μια άλλη δυνατότητα: να πάρουμε σοβαρά την παρωδία, να μη χαμογελάμε ανόητα ή αμήχανα μπροστά στο συστηματικό βραχυκύκλωμα των θεσμών, να παλέψουμε και εμείς προσπαθώντας να μη χάσουμε καμία μάχη «στα σημεία»: να τους εμποδίζουμε με κάθε τρόπο να εγκληματούν και παράλληλα να μας μηνύουν χλευάζοντάς μας, να γίνουμε εμείς μηνυτές τους, να πάρουμε στα σοβαρά τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τη δημοσιογραφία, ο καθένας τον ρόλο του. Γιατί δεν έχουμε κανένα άλλο όπλο απέναντι στους φασίστες παρά μόνο τους θεσμούς, τους ίδιους θεσμούς που αυτοί παρωδούν και καταστρέφουν. Οφείλουμε να σταματήσουμε αυτή την παρωδία, να ξαναγίνουμε πολίτες, να απαιτήσουμε οι δημοκρατικοί θεσμοί να λειτουργούν και οι δικαστές να κάνουν τη δουλειά τους.

Θα τελειώσω όπως άρχισα, με το ίδιο σύνθημα και ένα άλλο σχόλιο. «Ο λαός δεν ξεχνά τους φασίστες τους κρεμά»: είναι ένα ιστορικό, μαχητικό σύνθημα αλλά ανεπαρκές. Ακούγεται δυστυχώς όταν όλα έχουν επιτελεστεί, όταν πια είναι αργά. Είναι μια κραυγή εκδίκησης. Επίσης, ο λαός δεν είναι άγιος, και κυρίως δεν είναι ξένος προς τον φασισμό, ο λαός είναι αθώος όσο και φασίστας, ο λαός είμαστε εμείς, θύματα και θύτες, όλοι μας αντικείμενα και υποκείμενα της ιστορίας. Μην κοροϊδευόμαστε, το σύνθημα αυτό δεν αρκεί. Πρώτον, γιατί ο λαός ξεχνά –αυτή είναι η αθλιότητα της ιστορίας– και δεύτερον, γιατί η εκδίκηση (που έρχεται πάντα μετά), δεν συνιστά πάλη με τον φασισμό. Τρίτον, εντέλει, γιατί το ιστορικό αυτό σύνθημα έχει ξεπεραστεί από τις ίδιες τις διεκδικήσεις μας: τις μάχες και τα κεκτημένα για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Ακριβώς αυτό προσπαθώ να πω εδώ: καμία έκπτωση, στα λόγια, στις πράξεις και τις αρχές, τόσο απέναντι στους φασίστες όσο και απέναντι στον εαυτό μας.

Το ζήτημα δυστυχώς (όπως μας έδειξε η φρικτή εμπειρία του Μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου) δεν είναι απλώς να πέσει ο καπιταλισμός (μπορεί άλλωστε, όπως τόσες φορές έχει αναγγελθεί, τελικά να πέσει και από μόνος του), το ζήτημα είναι να μην πέσει πάνω στο κεφάλι μας.

Ποιος είναι ο Νίκος Σιγάλας:

Ο Νίκος Σιγάλας είναι ιστορικός, ερευνητής στο Κέντρο Τουρκικών, Βαλκανικών και Κεντροασιατικών Σπουδών (CETOBAK) του C.N.R.S. και στο Γαλλικό Ινστιτούτο Ανατολικών Σπουδών της Κωνσταντινούπολης (I.F.E.A.). Έχει δημοσιεύσει μελέτες για τον εθνικισμό, τη διαμόρφωση του κράτους και τη βία στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Ελλάδα του 19ου αιώνα, καθώς και για τη νεότερη ελληνική λογοτεχνία.

Επιλογή δημοσιεύσεων: «Des histoires des sultans à l’histoire de l’État. Une enquête sur le temps du pouvoir ottoman (XVIe-XVIIIe siècles)», στο François Georgeon και Frédéric Hitzel (επιμ.), Les Ottomans et le temps, Brill, Λέιντεν/Βοστώνη 2012, σ. 99-128. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του Ελληνικού υπερρεαλισμού. Μπροστά στην αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας, Άγρα, Αθήνα 2012. «Intention et contingence. L’historiographie de la violence sur les minorités dans son rapport avec le droit», European Journal of Turkish Studies, τχ. 12 (2011)· αφιέρωμα: «Demographic Engineering, Part II: On Intentionalism». «Devlet et État, Du glissement sémantique d’un ancien concept du pouvoir au début du XVIIIe siècle ottoman», στο Gilles Grivaud και Sokratis Petmezas (επιμ.), Byzantina et Moderna. Mélanges en l’honneur d’Helène Antoniadès-Bibicou, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007, σ. 385-415. «Ιστοριογραφία και ιστορία των πρακτικών της γραφής: Ένα προοίμιο στην ιστορία του σχηματισμού της έννοιας ελληνισμός και στην παραγωγή της νεο-ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας», IV International Congress of History and Historiography of Modern and Contemporary Greece. 1833-2002. Proceedings, τόμ. I, E.I.E., Αθήνα 2005, σ. 103-132. «Ελληνισμός και εξελληνισμός: Ο σχηματισμός της νεοελληνικής έννοιας ελληνισμός», Τα Ιστορικά, τχ. 34 (2001), σ. 3-70

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Θα σώσουμε τώρα την οικονομία της Γερμανίας!

Της Βάννας Σφακιανάκη Ως κεραυνός εν αιθρία και σαν να...

Χανιά: Συνελήφθη με 1,6 κιλά κάνναβη

Σε μια επιχείρηση κατά των ναρκωτικών, αστυνομικοί του Τμήματος...

Συνελήφθη σπείρα διαρρηκτών στο Ηράκλειο – Λεία άνω των 115.000 ευρώ

Σε ένα σημαντικό πλήγμα για την εγκληματικότητα στην περιοχή,...

Η Ένωση Συνδέσμων Κληρικών Κρήτης στηρίζει τον εφημέριο του Αλικιανού

Η Ένωση Συνδέσμων Κληρικών Εκκλησίας Κρήτης εξέδωσε ψήφισμα με...