Η φιλανθρωπία είναι ένα φαινόμενο παντελώς σύμφυτο με τον καπιταλισμό. Οι χώρες που προηγήθηκαν στην καπιταλιστική ανάπτυξη, προηγήθηκαν και στην εμφάνιση της φιλανθρωπίας.
Ο ίδιος ο όρος (φιλανθρωπία- philanthropy) είναι διεθνής αλλά μόνο όσοι/ες γνωρίζουν ελληνικά κατανοούν αμέσως την απάνθρωπη υποκρισία του: φιλάνθρωπος όπως φιλόζωος! Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια κυρίως ηθικό. Είναι οικονομικό, κοινωνικό και τελικά εξόχως πολιτικό.
Η ανάγκη για φιλανθρωπία, ευεργεσία κ.λπ. εμφανίστηκε στην Αγγλία και σε άλλες πρώιμα ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ως κοινωνική και πολιτική επιταγή: Από τη μια μεριά υπήρχε τεράστια φτώχεια στη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, την ίδια στιγμή που συγκεντρωνόταν τεράστιος πλούτος όχι μόνο στους παλιούς αριστοκράτες που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν επαφές με τον απλό λαό, αλλά και στους νεόπλουτους που δημιουργούσε ο καπιταλισμός. Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να κατευναστεί η κοινωνική δυσαρέσκεια, που «παντρεμένη» με τις γρήγορα αναπτυσσόμενες σοσιαλιστικές ιδέες και οργανώσεις, μπορούσαν να απειλήσουν το σύστημα και τα κέρδη των καπιταλιστών.
Στο «Ευαγγέλιο του Πλούτου» (1889) ο Αμερικανός μεγιστάνας της χαλυβουργίας Ά. Κάρνεγκι υποστήριζε ότι οι πλούσιοι μπορούν να υπονομεύσουν την κοινωνική διαμαρτυρία δωρίζοντας λεφτά εκεί όπου αξίζει τον κόπο. Ο Κάρνεγκι απέρριπτε κατηγορηματικά τα αιτήματα για αυξήσεις μισθών και βιοτικού επιπέδου, αφού κάτι τέτοιο θα μείωνε τα κέρδη. Συνιστούσε στους πλούσιους, αντί να δίνουν λεφτά στις κυβερνήσεις, δηλ. φόρους, να ιδρύουν φιλανθρωπικά ιδρύματα, με στόχο να διαμορφώσουν την κοινωνία στην κατεύθυνση που ήθελαν οι επιχειρήσεις. Ο μεγιστάνας του πετρελαίου JD Rockefeller αγκάλιασε αυτή τη στρατηγική ιδρύοντας δύο φιλανθρωπικούς οργανισμούς υγείας. Και οι «επενδύσεις» αυτές απέδωσαν πολύ γρήγορα. Στην κορύφωση της κοινωνικής κατακραυγής για το ρόλο του ίδιου του Ροκφέλερ στη σφαγή των απεργών του Λάντλοου το 1914, οι εφημερίδες της Ν. Υόρκης σέρβιραν στον κόσμο το μεγάλο φιλανθρωπικό έργο του και μάλιστα τον πρότειναν για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης!
Ο Φ. Ένγκελς περιέγραφε στα τέλη του 19ου αιώνα: «Η αγγλική καπιταλιστική τάξη είναι φιλάνθρωπη για το δικό της συμφέρον. Δεν χαρίζει τίποτα, αλλά θεωρεί τις δωρεές της ως επιχειρηματικό ζήτημα, κάνει δηλ. μια συμφωνία με τους φτωχούς, λέγοντας: “Αν ξοδεύω το τάδε ποσό σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, αγοράζω έτσι το δικαίωμα να μην αντιμετωπίζω περαιτέρω προβλήματα – και εσείς είστε δεσμευμένοι με αυτό να παραμείνετε στις ζοφερές τρύπες σας και να μην ερεθίζετε τα τρυφερά νεύρα μου εκθέτοντας τη δυστυχία σας”».
Ανισοκατανομή
Στις αρχές του 20ού αιώνα εύποροι Αμερικανοί επιχειρηματίες έστησαν τα πρώτα αμερικανικά φιλανθρωπικά ιδρύματα, με στόχους πολύ ευρύτερους από ό,τι οραματίστηκε ο Κάρνεγκι: τώρα σκοπός ήταν η προστασία τους από τη φορολόγηση, το κτίσιμο του κοινωνικού τους στάτους, καθώς και η απόκτηση ενός εργαλείου με το οποίο θα είχαν λόγο στις κρατικές υποθέσεις. Έκτοτε οι φιλανθρωπο-καπιταλιστές (philanthrocapitalists) έχουν αποκτήσει μια όλο και πιο σημαντική θέση στον παγκόσμιο καπιταλισμό, επηρεάζοντας κυβερνήσεις αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς. Η φιλανθρωπία συνδυάστηκε άρρηκτα με το κέρδος και συστηματοποιήθηκε όχι πια μόνο σε προσωπικό αλλά και σε εταιρικό επίπεδο. Για τα μέλη της άρχουσας τάξης, αποτελεί τίτλο τιμής το να δημιουργούν ιδρύματα προκείμενου να «δωρίζουν» τον πλούτο τους.
Η χρυσή εποχή της φιλανθρωπίας ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, καθώς οι δωρεές εκ μέρους των υπερ-πλουσίων κλιμακώθηκαν φτάνοντας τα δισεκατομμύρια δολάρια.
Για να φτάσουμε εκεί υπήρξε ένας συνδυασμός παραγόντων που είχαν να κάνουν με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού: Από τη μια τα κράτη ξόδευαν όλο και λιγότερα για την κοινωνική πρόνοια, για τη φτώχεια, τους αστέγους, την υγεία, την παιδεία, τον «τρίτο» κόσμο. Από την άλλη, ο πλούτος που συσσώρευσαν οι μεγάλοι καπιταλιστές ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν υπήρξε τέτοια ανισοκατανομή. Μυθικά κεφάλαια «περίμεναν» με αγωνία κάπου να «αξιοποιηθούν». Σύμφωνα με τη διεθνή οργάνωση Oxfam, οι 85 μεγαλύτεροι δισεκατομμυριούχοι έχουν μεγαλύτερο εισόδημα από το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Αλλά δεν είναι μόνον τα άτομα. Σύμφωνα με την οργάνωση οι 10 μεγαλύτερες καπιταλιστικές επιχειρήσεις στον κόσμο έχουν αθροιστικά έσοδα που υπερβαίνουν τα αθροιστικά έσοδα των 180 πιο φτωχών κρατών του πλανήτη!
Ένας από τους μεγάλους διεθνείς διάσημους φιλανθρωπο-καπιταλιστές, και ίσως ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, ο Μπ. Γκέιτς έχει περιουσία πάνω από 60 δισ. δολ. Το 2003 επισκέφθηκε την Μποτσουάνα προκειμένου να συναντήσει κάποιες από τις φτωχότερες εργάτριες του σεξ, με στόχο να προωθήσει μια φιλανθρωπική καμπάνια για το ασφαλές σεξ. Τα ΜΜΕ φυσικά εξύμνησαν τον Γκέιτς για το ενδιαφέρον και τη συμπόνια του. Κανένα όμως δεν αναρωτήθηκε γιατί η προσωπική περιουσία του είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερη από το ΑΕΠ ολόκληρης της Μποτσουάνα. Το 1,5 δισ. δολ. που δώριζε τότε ο Γκέιτς συνολικά σε όλα του τα ιδρύματα, μπορεί να φαίνονταν μεγάλο ποσό, ωστόσο αποτελούσε μόνον το 2,5% της περιουσίας του –και φυσικά οι δωρεές αυτές του παρείχαν σοβαρές φορολογικές εκπτώσεις.
Πράγματι, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα πληρώνουν πολύ χαμηλό ή και καθόλου φόρο για τα εισοδήματά τους, ενώ οι εισφορές των ιδρυτών τους και των φίλων τους προς αυτά έχουν φορολογική απαλλαγή. Αλλά δεν είναι μόνον η φοροαπαλλαγή.
Γιατί, παρότι τα φιλανθρωπικά ιδρύματα συχνά επιδοτούνται από το κράτος και από τους απλούς ανθρώπους με τις καμπάνιες που διοργανώνονται, το Δημόσιο και το κοινό δεν έχουν κανέναν έλεγχο και κανέναν λόγο στο πώς θα ξοδευτούν τα λεφτά αυτά. Οι φιλανθρωπικές οργανώσεις ως επί το πλείστον λογοδοτούν μόνον στα ΔΣ που βέβαια βρίσκονται στον απόλυτο έλεγχο των επιχειρήσεων και των μεγαλοκαπιταλιστών. Ως αποτέλεσμα τα προγράμματα και οι δράσεις τους ΠΟΤΕ δεν αμφισβητούν τις κοινωνικές σχέσεις και ΠΟΤΕ δεν διακόπτουν τη ροή των κερδών.
Η περίπτωση Μπάφετ
Ο πάμπλουτος φάρμερ, σερίφης, πρώην διευθυντής της Coca-Cola και γιος του τρίτου πλουσιότερου ανθρώπου, αλλά και διάσημος φιλανθρωπο-καπιταλιστής, ο Χ. Μπάφετ, έχει διαθέσει μεγάλα ποσά σε περιοχές των ΗΠΑ αλλά και της Αφρικής. Έχει επενδύσει στη Δημοκρατία του Κονγκό σε πρότζεκτ όπως υδροηλεκτρικά εργοστάσια, οδικά δίκτυα και οικοτουρισμός. Στη γειτονική Ρουάντα η φιλανθρωπική οργάνωση που έχει ιδρύσει ισχυρίζεται ότι έχει ρίξει μισό δισ. εδώ και δέκα χρόνια για να αναπτύξει τη γεωργία της χώρας.
Οι «φιλανθρωπίες» του Μπάφετ στη Δ. του Κονγκό και στη Ρουάντα, εκτός του ότι στοχεύουν να αναπτύξουν μια γεωργία κατ’ εικόνα και ομοίωση των ΗΠΑ και εστιασμένη στις «ανάγκες» των παγκόσμιων αγορών έχουν κι άλλες συνέπειες. Ο Μπάφετ μαζί με τον Μπ. Γκέιτς έχει επενδύσει 47 εκατ. δολ. σε ένα πρόγραμμα, σε συνεργασία με τη Monsanto, για την καλλιέργεια μιας ποικιλίας αραβόσιτου που ουσιαστικά στοχεύει να υποχρεώσει τους αγρότες στην υιοθέτηση αυτού του υβριδίου αλλά και στη χρήση των αναγκαστικά συνδυαζόμενων συνθετικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων –με όφελος φυσικά για τη Monsanto.
Κοινωνική ευθύνη;
Σήμερα πια η φιλανθρωπία (Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη την ονομάζουν πλέον τα αστικά εγχειρίδια, περιλαμβάνοντας σε αυτήν και τις περιβαλλοντικές δράσεις, αλλά και δράσεις για το καλό του έθνους) έχει γίνει αναπόσπαστο τμήμα κάθε σοβαρής επιχείρησης. Πέραν της αποφυγής φορολόγησης, της εξαγοράς της ταξικής ειρήνης κ.λπ. έχουν προκύψει νέοι λόγοι: Σύμφωνα με μελέτες η φιλανθρωπία συμβάλλει άμεσα στην καπιταλιστική συσσώρευση, καθώς οι αναλυτές των χρηματιστηρίων κάνουν πλέον αβάντα σε μετοχές επιχειρήσεων με «κοινωνική ευθύνη». Άμεσο οικονομικό όφελος από αυτή τη διαδικασία έχουν και τα μεγάλα διευθυντικά στελέχη. Επίσης εξασφαλίζει τις επιχειρήσεις σε περιπτώσεις που αποκαλύπτονται οικονομικά, εργασιακά ή περιβαλλοντικά σκάνδαλα. Π.χ., το 1998 η Microsoft του Γκέιτς κατηγορήθηκε για παράνομες επιχειρηματικές πρακτικές και ο ίδιος ο Γκέιτς καταδικάστηκε γιατί εφάρμοσε αδίστακτη πολιτική μονοπωλίου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, με την ανάληψη ορισμένων φιλανθρωπικών δράσεων, το όνομά του (όπως και το όνομα της επιχείρησής του) είχαν αποκατασταθεί.
Η εταιρική κοινωνική ευθύνη αναπτύσσεται πλέον ως εργαλείο όχι βέβαια για να κάνει ηθικές, δίκαιες και φιλολαϊκές τις επιχειρήσεις, αλλά για να ΔΕΙΧΝΟΥΝ έτσι.
Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα των φιλανθρωπο-καπιταλιστών αποτελούν επίσης και εργαλεία πολιτικής παρέμβασης των αφεντικών τους τόσο προς τις κυβερνήσεις όσο και προς παγκόσμιους οργανισμούς και διεθνείς οργανώσεις (βλ. δράση Μπάφετ στην Αφρική). Το κεφάλαιο θέλει μερίδιο στην ίδια την πολιτική αφού οι επιχειρήσεις ως οικονομικές οντότητες έχουν γίνει πολύ μεγαλύτερες από πολλές δεκάδες κράτη.
Αποτέλεσμα
Όπως ήταν αναμενόμενο ενάμισης και πλέον αιώνας φιλανθρωπίας της άρχουσας τάξης δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό την κατάσταση των φτωχών του πλανήτη. Παρά την «τόση» φιλανθρωπία οι φτωχοί πολλαπλασιάζονται και οι ανισότητες διευρύνονται γεωμετρικά, όπως αναφέραμε παραπάνω. Οι φιλανθρωπο-καπιταλιστές και οι επιχειρήσεις τους καταβάλλουν μέσω της λεγόμενης Κοινωνικής Ευθύνης ένα είδος εθελοντικού φόρου της τάξης του 1% για να μπορούν να διευρύνουν περαιτέρω αυτές τις ανισότητες: να συνεχίζουν δηλ. να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους, να αρπάζουν τον πλούτο ολόκληρων λαών, να ιδιοποιούνται και να εξαντλούν τους πόρους του πλανήτη να καταστρέφουν ανθρώπους και φύση σε κολοσσιαίες διαστάσεις και μάλιστα για όλα αυτά να αποφασίζουν μόνες τους.
Οι φιλανθρωπο-καπιταλιστές προτείνουν και ενισχύουν αλλαγές σε τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η γεωργία προκειμένου να απομακρύνουν τις όποιες δημόσιες δαπάνες κατευθύνονταν προς τα εκεί, αλλά και με στόχο να αποστρέψουν την προσοχή από τις δομικές αιτίες της φτώχειας.
Όπως λέει ο Δανός ιστορικός Μίκελ Θόρουπ, η καπιταλιστική φιλανθρωπία συσκοτίζει τη σύγκρουση μεταξύ φτωχών και πλουσίων, εγκαθιδρύοντας την άποψη ότι οι πλούσιοι είναι «οι καλύτεροι και οι μόνοι πιθανοί φίλοι των φτωχών».
Στην πραγματικότητα οι εργάτες και οι εργάτριες και τα άλλα φτωχά στρώματα της κοινωνίας είναι οι πραγματικοί αλληλέγγυοι με τους συνανθρώπους τους. Αυτοί και αυτές είναι που παράγουν την παγκόσμια υπεραξία (ελάχιστο τμήμα της οποίας δήθεν δωρίζουν οι καπιταλιστές). Οι εργάτες και οι εργάτριες είναι που πληρώνουν τους φόρους τους στο ακέραιο και είναι αυτοί που επωμίζονται τις περικοπές κοινωνικών δαπανών για να μπορούν οι καπιταλιστές να φοροαπαλλάσσονται. Αλλά είναι κι αυτοί που δωρίζουν από το υστέρημά τους (πολλές από τις δράσεις των καπιταλιστών προέρχονται από αυτά ακριβώς τα χρήματα), ή ακόμη με τη διάθεσή του σώματος, των δεξιοτήτων τους (εθελοντισμός) ή και του αίματός τους, ώστε ο κόσμος να μη γίνει ακόμη χειρότερος από ότι τον κάνει το σύστημα των φιλανθρωπο-καπιταλιστών.
Η πρόσφατη πανδημία το απέδειξε αυτό. Οι μεν προσέφεραν ψίχουλα ή και τίποτε και οι δε (νοσηλευτικό προσωπικό, εργαζόμενοι σε σούπερ μάρκετ κ.λπ.) τη ζωή τους.
Οι «εθνικοί ευεργέτες» στην Ελλάδα
Ένας από τους μύθους της ελληνικής ιστορίας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στα μυαλά των περισσότερων ανθρώπων είναι και η ύπαρξη των εθνικών ευεργετών. Φυσικά σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται όσοι πραγματικά όχι μόνο ευεργέτησαν αλλά και πρακτικά δημιούργησαν το νεότευκτο έθνος με τη δράση τους και το έργο τους, όπως ο Ρήγας Φεραίος, ο Σολωμός κ.λπ. Αντίθετα περιλαμβάνονται κάτι απίθανοι κερδοσκόποι, αδίστακτοι καπιταλιστές της εποχής.
Μερικοί όπως ο Ζάππας και ο Ζωγράφος, παρότι υπήρχε η προοπτική άμεσης αποχώρησης του Οθωμανικού Κράτους από τη Θεσσαλία, φρόντισαν και αγόρασαν από αυτό τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις (τσιφλίκια). Έτσι ο Χρηστάκης εφένδης Ζωγράφος υπήρξε ένας στυγνός τσιφλικάς της Θεσσαλίας, που πρωταγωνίστησε σε κάθε δίωξη των αγροτών κατά την περίοδο του Κιλελέρ.
Γνωστός είναι και ο βαρόνος Μιχαήλ Τοσίτσας. Αυτός ήταν όχι μόνο μεγαλογαιοκτήμονας και επιχειρηματίας στην Αίγυπτο αλλά και βασικός προμηθευτής του αιγυπτιακού στρατού όταν η χώρα ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας δεν έβγαλε «κιχ» σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821, ακόμη περισσότερο όταν η Αίγυπτος έστειλε τον Ιμπραϊμ Πασά να καταστείλει την επανάσταση. Αντίθετα, μιλώντας δεξιά και αριστερά έστελνε το μήνυμα της υποταγής.
Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, ο έμπορος όπλων και μεγαλοτραπεζίτης Σερ Μπαζίλ Ζαχάροφ έγινε επίσης ένας από τους μεγαλύτερους ευεργέτες της Ελλάδας, όταν αποφάσισε να τεθεί αποκλειστικά στο πλευρό της το 1910. Διότι μέχρι τότε πουλούσε πολεμικό υλικό εξίσου σε Ελλάδα και Τουρκία. Το ίδιο και ο Μποδοσάκης: Μέχρι το 1910 ήταν προμηθευτής του τουρκικού στρατού. Προτού κατορθώσει να αναλάβει το μονοπώλιο της πυρίτιδας και του τηλεφωνικού δικτύου στην Ελλάδα, ο Μποδοσάκης-Αθανασιάδης χρειάστηκε να δωρίσει στο ελληνικό κράτος ένα κτίριο στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια να χρηματοδοτεί ελληνικές παραστρατιωτικές οργανώσεις.
Ο Συγγρός, μεγαλοχρηματιστής και τραπεζίτης της Κωνσταντινούπολης, αφού αισχροκέρδισε σε Τουρκία και Αίγυπτο, μετέφερε εγκαίρως τον κύκλο των εργασιών του στην Αθήνα, όπου ο επιτυχής συνδυασμός πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας τον μετέτρεψε σύντομα στον μεγαλύτερο κεφαλαιούχο της εποχής. Περίφημη υπήρξε η κερδοσκοπία του με τις μετοχές του Λαυρίου που εξανέμισε τις περιουσίες των αφελών και του χάρισε τον τίτλο του «λαυριοφάγου». Η αγορά τεράστιων τσιφλικιών και η σκληρή εκμετάλλευση των κολίγων του, ο επανειλημμένος επαχθής δανεισμός του ελληνικού δημοσίου, η προσωπική αξιοποίηση πολιτικών πληροφοριών για τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, οι διασυνδέσεις του με το παλάτι και οι απειλές για ίδρυση δικού του κόμματος, όταν δεν τον ικανοποιούσαν οι τρικουπικοί ή οι δηλιγιαννικοί, συνιστούν μερικές από τις όψεις της δράσης του που απασχόλησαν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα.
Γι’ αυτούς τους λόγους, ο μεγάλος ιστορικός Γιάννης Κορδάτος συνόψιζε σε δύο προτάσεις το τι ήταν οι «ευεργέτες»: «Δυστυχισμένοι Αρβανίτες της Αττικής, πού να ξέρετε πως τα έργα και οι δωρεές του Συγγρού, το πιο πολύ είναι ιδρώτας και αίμα δικό σας. Κακόμοιροι αγρότες που σας μαθαίνουν στα σχολεία ένα σωρό παραμύθια για τους “μεγάλους ευεργέτες του Έθνους”, πού να ξέρετε πως οι Τοσίτσηδες, οι Ζαππαίοι, οι Μπενάκηδες, οι Αβέρωφ, οι Ζωγράφηδες, οι Βαλλιάνοι, οι Μαρασλήδες και τράβα κορδέλα, ήταν σκληροί εκμεταλλευτές των αγροτών και εργατών της Αιγύπτου, Τουρκίας, Ρουμανίας, Ρωσίας».
Οι σημερινοί διάδοχοι αυτών των «ευεργετών» μπορεί να έχουν βελτιώσει το μάρκετινγκ με το οποίο πλασάρονται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι καλύτεροι…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά