«Μην αποφεύγουμε – με κακότεχνες θεωρητικολογίες – την ο υ σ ί α.
Μην ξεμακραίνουμε από τη φωτιά. Μην κρύβουμε το κεφάλι μας στην άμμο»[1].
Μανόλης Αναγνωστάκης
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ομίλου Φίλων του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη παρακολουθεί με συντριβή τα απερίγραπτα δεινά του ουκρανικού λαού που βιώνει καθημερινά τον θάνατο, τον τρόμο, την ομηρία, την προσφυγιά, την καταστροφή των πόλεων και της γης του.
Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταδικάσουμε απερίφραστα τον θύτη εισβολέα και να ζητήσουμε την άμεση κατάπαυση του πυρός και την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την Ουκρανία. Η επίλυση των όποιων διαφορών μεταξύ χωρών μέσω του πολέμου, της βίας και της παραβίασης των κανόνων και των συνόρων είναι, σε κάθε περίπτωση, απολύτως καταδικαστέα.
Μέσα σε αυτόν τον ζόφο, η απόφαση του ουκρανικού λαού να προστατεύσει με τη ζωή του τη χώρα και την ελευθερία του αποδεικνύει ότι υπάρχουν ακόμη αξίες που εμπνέουν και είναι πλήρεις νοήματος. Η στάση του επιτρέπει και στους μικρότερους λαούς να ελπίζουν ότι θα διατηρήσουν το δικαίωμα της μη υποταγής στη δύναμη του ισχυρότερου.
Θύμα του πολέμου είναι και ο ίδιος ο ρωσικός λαός, ο οποίος τροφοδοτεί με τα παιδιά του τη μηχανή του θανάτου, ενώ ταυτόχρονα στερείται, με μεγάλες ποινές φυλάκισης, το δικαίωμα στην ελεύθερη ενημέρωση και την ελεύθερη έκφραση, με απαγορεύσεις ακόμη και στη χρήση της γλώσσας.
Ο πόλεμος αυτός πλήττει, εκτός των άλλων, τη λογική και την αυτοσυντήρηση και βάζει σε κίνδυνο όλον τον πλανήτη, φέρνοντας στη δημόσια συζήτηση το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής σύρραξης. Ταυτόχρονα, οι κάτοικοι όλων των ηπείρων, και ιδιαίτερα των πιο φτωχών, έχουν αρχίσει ήδη να πληρώνουν το τίμημα της παγκόσμιας γεωπολιτικής, οικονομικής και επισιτιστικής κρίσης.
Τα βαθύτερα πολλαπλά αίτια της καταστροφικής εισβολής που πυροδοτεί αλυσιδωτές κρίσεις είναι το θέμα συζήτησης της επόμενης μέρας. Σήμερα προέχει να σταματήσει άμεσα η βαρβαρότητα του πολέμου. Τ ώ ρ α.
[1] Μανόλης Αναγνωστάκης, «Θέμα ευθύνης», Αντιδογματικά, 1978 (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Αυγή, 10-10-1965). Το κείμενο αυτό γράφτηκε μετά τα «Ιουλιανά», το 1965, και απευθύνεται στους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής.