Της Μαριάνθης Πελεβάνη
Στις 20 Μαρτίου 2003 οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Τζορτζ Μπους του νεότερου και το Ηνωμένο Βασίλειο υπό την πρωθυπουργία του Τόνι Μπλερ, εισέβαλαν στο Ιράκ με στόχο την ανατροπή του τότε ηγέτη της χώρας, Σαντάμ Χουσεΐν, αλλά και ως μέρος του γενικότερου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Ακριβώς δεκαπέντε χρόνια μετά αυτό που άφησαν πίσω τους, μεταξύ άλλων, είναι ένα ανερχόμενο εμπόριο των λεηλατημένων αρχαιολογικών θησαυρών.
Χιλιάδες τεκμήρια του πρώτου πολιτισμού
Από τις πρώτες ημέρες της κατάληψης της Βαγδάτης από τους Αμερικανούς με τις μάχες να μαίνονται, συντελέστηκε μία από τις μεγαλύτερες λεηλασίες πολιτιστικών θησαυρών. Είναι αυτή που έγινε στο Εθνικό Μουσείο του Ιράκ στη Βαγδάτη, με 15.000 αρχαιότητες να γίνονται βορά στα χέρια αρχαιοκαπήλων και να διοχετεύονται στις μεγάλες, παράνομες αγορές του κόσμου. Ενδεικτικά, ανάμεσα τους και το Ιερό Βάζο του Βάρκα, το οποίο θεωρείται ο παλαιότερος πέτρινος σφυρηλατημένος αμφορέας (3200 π.Χ.).
Και η καταγραφή αυτή μετρά μόνο τα στοιχεία που κλάπηκαν από το μουσείο, αφού μετά την εισβολή, χιλιάδες άλλα αντικείμενα, πολιτισμικά τεκμήρια «αλιεύθηκαν» απευθείας από το έδαφος σε αρχαιολογικούς χώρους.
Από τις πρώτες εικόνες που μεταδόθηκαν ήταν εκείνες του TV5, όπου οι δημοσιογράφοι του γαλλικού καναλιού ήταν οι πρώτοι που σκέφθηκαν να ακολουθήσουν κατά πόδας τη διευθύντρια του Μουσείου, η οποία κλαίγοντας όρμησε στον τόπο της καταστροφής. Είχαν απομείνει μόνο μερικές πινακίδες με την τεκμηρίωση εκθεμάτων της 2ης, της 3ης, της 4ης και πάει λέγοντας χιλιετίας π.Χ.
Το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ φυλάσσει όπως είναι γνωστό αρχαία αντικείμενα από την Παλαιολιθική εποχή, τον βαβυλωνιακό πολιτισμό, τον ασσυριακό και τον ισλαμικό. Και αυτό γιατί μεταξύ των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη «εκκινήθηκε» ο ανθρώπινος πολιτισμός. Από την πρώιμη φάση, γνωστή ως Εποχή του Χαλκού, οι Σουμέριοι, πέρα από ποιήματα και επινοημένες θεότητες, δημιούργησαν σπουδαία καλλιτεχνήματα, μερικά από τα οποία επέζησαν των χιλιετιών και κατέληξαν στο Μουσείο της Βαγδάτης.
Η κλοπή και η καταστροφή των αντικειμένων του μουσείου, λοιπόν, θεωρήθηκε από τους αρχαιολόγους ως τραγωδία, που δεν αφορά μόνο το Ιράκ αλλά ολόκληρο τον κόσμο.
Όταν μάλιστα, μετά την καταγγελία ότι οι καταστροφές και οι κλοπές γίνονταν ενώ αμερικανικά άρματα μάχης ήταν σταθμευμένα μπροστά στο μουσείο αλλά δεν επενέβησαν, ρωτήθηκε σχετικά ο τότε υπουργός Άμυνας, Ντόναλντ Ράμσφελντ, απάντησε κυνικά: «Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν… είναι μια ακαταστασία της ελευθερίας και οι ελεύθεροι άνθρωποι είναι ελεύθεροι να κάνουν λάθη, να διαπράττουν εγκλήματα και να κάνουν κακά πράγματα».
Ο Ιρακινός υπουργός Τουρισμού και Αρχαιοτήτων Αντέλ Σιρσάμπ από την πλευρά του δήλωσε ότι η γη της Μεσοποταμίας έχει επιβιώσει «από πολλούς εισβολείς». Δεν αναφερόταν μόνο στον Χουλαγκού Χαν, τον Μογγόλο κατακτητή που κατέκαψε τη Βαγδάτη το 1258, ισοπεδώνοντας τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη του κόσμου και καταστρέφοντας πολλά εξαιρετικά κτίσματα. Αναφερόταν και στην αμερικανική εισβολή του 2003, όταν Αμερικανοί στρατιώτες απλώς παρακολουθούσαν καθώς γίνονταν λεηλασίες στο αρχαιολογικό μουσείο της Βαγδάτης.
Oι HΠA, άλλωστε, δεν έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση της Xάγης (1954), που απαγορεύει την επίθεση σε πολιτιστικά μνημεία και άρα από μεριά τους «νομιμοποιούνται» να καταληστεύουν την ιστορία των λαών. Όσο για τους Βρετανούς είναι γνωστή η «πειρατική» πολιτική τους απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά των άλλων λαών ενώ για άλλη μια φορά αποδείχτηκε και ο διακοσμητικός ρόλος της UNESCO, που πέρα από διαμαρτυρίες και ευχολόγια ήταν ανίκανη να εναντιωθεί στο έγκλημα εις βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας.
Eτσι, τα επίλεκτα ξένα μουσεία θα γεμίσουν ασσυριακές αρχαιότητες, οι αρχαιοκάπηλοι θα πλουτίσουν και οι ιδιωτικές συλλογές θα ανθίσουν.
«Τζιχάντ» και στη μνήμη
Τον Μάρτιο του 2009 το Μουσείο που αποτελεί μια κιβωτό 11.000 χρόνων ανθρώπινης ιστορίας άνοιξε και πάλι, αν και βαθιά «πληγωμένο», καθώς το μεγαλύτερο μέρος του ήταν κατεστραμμένο, εκθεσιακά και κτιριακά.
Τη συστηματική λεηλασία και καταστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών συνέχισαν ανενόχλητοι οι τζιχαντιστές του «Ισλαμικού Κράτους». To Iσλαμικό Κράτος δημοσίευσε ένα βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα όπου εμφανίζονται μέλη του να καταστρέφουν αρχαιολογικές συλλογές του μoυσείου της Μοσούλη στο Ιράκ. Πολιτιστική κληρονομιά 3000 ετών καταστράφηκε. Γλυπτά του μεσοποταμιακού πολιτισμού των Ασσυρίων κατεδαφίστηκαν με κόφτες, αλυσοπρίονα και βαριοπούλες.
Αιώνες Ιστορίας καταστράφηκαν σε λίγα λεπτά όπως οι φημισμένοι φτερωτοί ταύροι που ήταν οι φύλακες στην είσοδο του παλατιού για την φύλαξή του αλλά και στις εκατοντάδες πύλες της πόλης. Αποκαλούνται Shêdu ή lamassu και είναι ανθρωπόμορφοι ταύροι. Κάποιοι από αυτούς φυλάσσονται στο Λούβρο.
Ο επικεφαλής του μουσείου της Βαγδάτης, Καΐς Χουσεΐν Ρασίντ, κατέθεσε πως οργανωμένες ομάδες δουλεύουν σε συνεργασία με τον ISIS. «Πρόκειται για μια διεθνή μαφία αρχαιοτήτων», είπε στους δημοσιογράφους. «Ταυτοποιούν τα αρχαία αντικείμενα και αποφασίζουν ποια από αυτά μπορούν να πουληθούν», είπε. Το γεγονός πως ορισμένα είναι πάνω από 2.000 ετών σημαίνει πως οποιαδήποτε εκτίμηση της πραγματικής τους αξίας είναι εξαιρετικά δύσκολη. Επικαλούμενος αναφορές εκπροσώπων των τοπικών αρχών σε περιοχές που βρίσκονται ακόμα ύπο τον έλεγχο του ISIS, ο Ρασίντ είπε πως, μέχρι στιγμής, το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα λεηλασίας συνέβη στα ανάκτορα του Ασσύριου βασιλιά Ασσουρνασιρπάλ Β’, τα οποία χρονολογούνται από τον 9ο π.Χ αιώνα. «Ασσυριακά πλακίδια εκλάπησαν και μετέπειτα εμφανίστηκαν σε ευρωπαϊκές πόλεις… Μερικά από αυτά, μάλιστα, τεμαχίζονται και πουλιούνται τμηματικά».
Πόσο πάει ένας θεός;
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα του Atlantic, μέχρι σήμερα στο Μουσείο έχουν επιστραφεί περίπου 7.000 κλεμμένα αρχαία αντικείμενα, ενώ άλλα περίπου 8.000 αγνοούνται. Ανάμεσα σε αυτά που επιστράφηκαν 40 έως 50, θεωρούνται τεράστιας ιστορικής σημασίας, σύμφωνα με την Unesco. Στη διεθνή προσπάθεια για την επιστροφή τους πρωτοστάτησαν η Ιορδανία, η Συρία και η Αίγυπτος και συνέβαλαν επίσης υπουργεία Πολιτισμού διαφόρων χωρών, η Ιnterpol, έφοροι μουσείων και οίκοι δημοπρασιών.
Οι εμπειρογνώμονες διαπιστώνουν ότι υπάρχει ανοδική τάση στη διαθεσιμότητα των αρχαίων της Μεσοποταμίας. Οποιοσδήποτε διαθέτει ευρυζωνική σύνδεση και λίγα μετρητά μπορεί να αγοράσει ένα από αυτά. Παρόλο που σύμβαση της Unesco απαιτεί κατάλληλη πιστοποίηση για αντικείμενα που έχουν εκσκαφθεί και εξάγονται μετά το 1970, οι ιστοσελίδες δημοπρασιών γενικά δεν απαιτούν από τους πωλητές να κάνουν αυτήν την πιστοποίηση διαθέσιμη εκ των προτέρων στους υποψήφιους αγοραστές.
Έτσι για παράδειγμα, στον ιστότοπο «Live Auctioneers», μπορεί κάποιος να βρει ένα πέτρινο ταύρο αντί 50 δολαρίων, ένα πήλινο που φέρει έναν θεό σε ένα άρμα για 225 δολάρια ή ένα μεγάλο γυναικείο είδωλο από τερακότα για 400 δολάρια. Σε άλλον ιστότοπο δημοπρασίας, το «Trocadero», ένα πέτρινο φυλαχτό σε σχήμα λιονταριού προσφέρεται για 250 δολάρια. Το εντυπωσιακό δεν είναι ότι αυτά τα συγκεκριμένα αρχαία αντικείμενα λεηλατήθηκαν μετά την εισβολή των Η.Π.Α., αλλά ότι είναι πολύ εύκολο να αγοραστούν online.
Και είναι εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζουμε αν η προέλευση που παρατίθεται από τον πωλητή είναι ακριβής – και κατά συνέπεια, αν το αντικείμενο έχει προέλθει νομίμως. Και οι δύο αυτοί ιστότοποι, στους όρους χρήσης τους, απαγορεύουν στους χρήστες να δημοσιεύουν ψευδείς πληροφορίες, αλλά ούτε και απαντούν σε αιτήματα για διευκρινίσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται αυτή η πολιτική. Οι όροι του «Live Auctioneers» απαγορεύουν την παραβίαση του νόμου, αλλά διευκρινίζουν ότι ο ιστότοπος δεν έχει «έλεγχο επί της ποιότητας, της ασφάλειας ή της νομιμότητας των διαφημιζόμενων αντικειμένων» και δεν μπορεί να εγγυηθεί «την αλήθεια ή την ακρίβεια των καταχωρίσεων».
«Είναι τόσο εύκολο να πλαστογραφηθεί η προέλευση», δήλωσε ο Oya Topçuoğlu, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Northwestern που ειδικεύεται στην αρχαιολογία της Μεσοποταμίας. «Μπορείς να πεις: «Ο παππούς μου αγόρασε αυτό όταν επισκέφθηκε τη Μέση Ανατολή το 1928» ή «αυτό ανήκει στη συλλογή ενός Ελβετού αστού που το αγόρασε στη δεκαετία του ’50». Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει τίποτα.
Ο Topçuoğlu εξηγεί ότι είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί ότι κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο λεηλατήθηκε από το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ, εν μέρει επειδή πολλά από τα αντικείμενα που κλάπηκαν από την αποθήκη του μουσείου δεν είχαν ακόμη απογραφεί και αριθμηθεί.
Ο ιρακινός αρχαιολόγος Abdulameer Al-Hamdani επισημαίνει ότι μπορεί κάποιος να βρει αντικείμενα που πωλούνται από 400 έως 400.000 δολάρια, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι τα φθηνότερα είναι και πλαστά, απλώς «αυτές οι ιρακινές αρχαιότητες είναι πολύ φτηνές επειδή οι άνθρωποι θέλουν να απαλλαγούν», είπε.
Οι Η.Π.Α. σε κάποιες περιπτώσεις βοήθησαν στην ανάκτηση και τον επαναπατρισμό κάποιων αρχαιοτήτων, όπως το ασβεστολιθικό άγαλμα του βασιλιά Ασσύριου Sargon II. Το τεχνούργημα κατασχέθηκε στη Νέα Υόρκη το 2008 και επέστρεψε στο Ιράκ το 2015.
Ταυτόχρονα όπως ανέφερε το «Chicago Tribune» το 2015, Αμερικανοί στρατιωτικοί και άλλοι που βρέθηκαν στο Ιράκ, επέστρεψαν στις ΗΠΑ με σημαντικά αρχαιολογικά αντικείμενα που έφεραν στο σπίτι από τον πόλεμο, και βεβαίως δεν έχουν διωχθεί. Δεν είναι γνωστό πόσοι Αμερικανοί έφεραν στο σπίτι αντικείμενα ως σουβενίρ ή πολεμικά τρόπαια, αλλά ένας εμπειρογνώμονας κατέθεσε στην Tribune γνωστές περιπτώσεις, όπως ένας στρατιωτικός που έφερε πίσω επιχρυσωμένα αντικείμενα από τα παλάτια του Σαντάμ, ένας ναυτικός που αγόρασε οκτώ αρχαίες λεηλατημένες πέτρινες σφραγίδες από το δρόμο – κι αυτές είναι απλώς «η άκρη του παγόβουνου».
Η εισβολή βέβαια δεν έπληξε μόνο τα κινητά αντικείμενα του Ιράκ. Κατέστρεψε επίσης τους αρχαιολογικούς χώρους, από τους οποίους αναδύονται τέτοιου είδους αντικείμενα. Όπως δήλωσε η Elizabeth Stone, αρχαιολόγος που χρησιμοποίησε δορυφορικές εικόνες υψηλής ανάλυσης για να συγκρίνει τις ζημιές σε τοποθεσίες πριν και μετά την εισβολή. Συντελέστηκε μια «τεράστια καταστροφή». Από τις 1.457 νότιες περιοχές που εξετάστηκαν, το 13% είχε ήδη λεηλατηθεί πριν από την εισβολή, τον Φεβρουάριο του 2003, αλλά το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 41% μέχρι το τέλος του έτους.
Ο Al-Hamdani, μέλος του Ιρακινού Συμβουλίου Αρχαιοτήτων και Κληρονομιάς, εργαζόταν στο Μουσείο Nasariyah στο νότο όταν εισέβαλαν οι ΗΠΑ. Μια μέρα εμφανίστηκαν οι ναυτικοί της υπερδύναμης είχαν καταλάβει το μουσείο ως έδρα. Το μέγεθος της λεηλασίας ήταν ανυπολόγιστο.
Δεν ήταν όμως μόνο η λεηλασία των εισβολέων. Ο πόλεμος ανάγκασε τους αρχαιολόγους να σταματήσουν τη δουλειά τους και να αφήσουν πίσω τους εκατοντάδες φτωχούς ντόπιους, τους οποίους είχαν εκπαιδεύσει και απασχολούσαν ως εκσκαφείς. Απελπισμένοι και χωρίς δουλειά, αυτοί οι ντόπιοι άρχισαν να κερδίζουν εισόδημα με τον μόνο τρόπο που γνώριζαν: ανασκάπτοντας και πωλώντας τα ευρήματά τους.
Επίσης, εκτός από τις λεηλασίες, πολλά από τα ιρακινά τεχνουργήματα που παρέμειναν στη χώρα υπέστησαν σοβαρή ζημιά από την εισβολή των Η.Π.Α. Η περίφημη Πύλη Ishtar της Βαβυλωνίας, που χτίστηκε το 575 π.Χ. νότια της Βαγδάτης και ανασκάφηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1900, αποτελεί αξεπέραστο παράδειγμα.
Το 2003, οι δυνάμεις των Η.Π.Α. ίδρυσαν στρατόπεδο ακριβώς στη μέση του αρχαιολογικού χώρου. Περίπου 300.000 τετραγωνικά μέτρα καλύφθηκαν με χαλίκι. Αρκετές μορφές δράκων στην Πύλη Ιστάρ υπέστησαν ζημιά, σφηνοειδείς επιγραφές γίνανε κομμάτια, κ.ά. Ήτανε σαν να έφτιαχνε κάποιος στρατόπεδο γύρω από τη Μεγάλη Πυραμίδα στην Αίγυπτο ή γύρω από το Στόουνχεντζ στη Βρετανία. Ισοδυναμεί με λεηλασία στη μνήμη της ανθρωπότητας.