Του Σίμου Ανδρονίδη *
Τα πορίσματα της δημοσκόπησης που εν προκειμένω πραγματοποίησε η εταιρεία δημοσκοπήσεων Metron Analysis, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον θεωρητικά αλλά και πολιτικά, καθώς, αποτυπώνουν κάποιες εκ των τάσεων που διαφαίνονται αυτή την στιγμή, στο εν Ελλάδι κομματικό-πολιτικό σύστημα.
Το θέμα όμως το οποίο και θα σκοπεύει να πραγματευθεί το τρέχον άρθρο, σχετίζεται με την μελέτη των ορίων δυνητικής εκλογικής επιρροής (και όχι κομματικής-πολιτικής ταύτισης) που αφορά το Κίνημα Αλλαγής, εκεί όπου, ο συγκεκριμένος δείκτης εξετάζεται μέσω της ερώτησης, ποιο κόμμα θα ψήφιζε ο ερωτώμενος ή αντίστοιχα δεν θα ψήφιζε «σε καμία περίπτωση».
Ο δείκτης είναι χρήσιμος, στο βαθμό που μπορεί να αξιοποιηθεί από πολιτικούς αναλυτές, εντός και εκτός κομμάτων, ώστε να διερευνηθεί το εύρος της ενδεχόμενης απήχησης ενός κόμματος, το πως αξιολογείται από τους συμμετέχοντες το πολιτικό του κεφάλαιο, καθώς και το ποια είναι η, με τρέχοντες όρους, η ελκτικότητα του.
Ας δούμε τα ευρήματα που προέκυψαν: «Ως προς τα όρια εκλογικής επιρροής, το 46% λέει ότι δεν θα ψήφιζε ποτέ ΝΔ αλλά το 53% ότι θα μπορούσαν να το ψηφίσουν. Για τον ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι δεν θα ψήφιζε το 57%[1] κι ότι θα ψήφιζε το 42%. Έξι στους 10 (62%) δεν θα ψήφιζαν ΚΙΝΑΛ, το 74% ΚΚΕ, το 71% Μέρα 25 και το 79% δεν θα ψήφιζε Ελληνική Λύση».[2] Εν πρώτοις, επιθυμούμε να στραφούμε στο Κίνημα Αλλαγής, για τον οποίο, ένα 62% των ερωτώμενων, δηλώνει ό,τι δεν σκοπεύει να το ψηφίσει, όποτε και αν πραγματοποιηθούν οι βουλευτικές εκλογές.
Το ποσοστό[3] είναι αρκετά μεγάλο, καθώς υπερβαίνει, και μάλιστα μη οριακά, το 50%, φανερώνοντας, αρχικά, ό,τι το διαμορφωμένο, εν καιρώ βαθιάς κοινωνικοοικονομικής και πολιτικής κρίσης, υπόστρωμα μίας οιονεί καχυποψίας που μετεξελίσσεται σε πολιτική δυσπιστία προς το ΠΑΣΟΚ και το νυν Κίνημα Αλλαγής,[4] δεν έχει εκλείψει (αν και έχει μειωθεί), και περαιτέρω, δεν έχει υποχωρήσει σε σημαντικό βαθμό.
Αντιθέτως, διατηρεί μία κοινωνική δυναμική, τρεφόμενο δραστικά, αφενός μεν από ό,τι προσλαμβάνεται κοινωνικά, πολιτικοϊδεολογικά και αξιακά, ως πρωταρχική ‘ενοχή’ του ΠΑΣΟΚ για την οικονομική κρίση και την είσοδο της χώρας και της ελληνικής οικονομίας σε έναν μνημονιακό αστερισμό, και, αφετέρου δε, από το ίδιο το εύρος και το βάθος των πολιτικών μεταβολών που έλαβαν χώρα εν καιρώ κοινωνικοοικονομικής κρίσης, και είχαν ως αποτέλεσμα την απίσχναση της εκλογικής-κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ που κατά περιόδους της Μεταπολίτευσης, προσέδιδε στο κόμμα πλειοψηφικά χαρακτηριστικά.
Στο 62% όλων όσοι δηλώνουν πως δεν προτίθενται να εκφράσουν την υποστήριξη τους προς το Κίνημα Αλλαγής, αποκρυσταλλώνεται ό,τι ο Ηλίας Κατσούλης, αποκαλεί πολιτική «δυσθυμία»,[5] η οποία και διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον απόκλισης μεταξύ του τι επιθυμούν οι ψηφοφόροι και του τι πιστεύεται ό,τι μπορεί να προσφέρει το κόμμα (Κίνημα Αλλαγής) για την εκπροσώπηση και πραγμάτωση των συμφερόντων τους, με την λεγόμενη, με όρους πολιτικής επιστήμης, «δυσθυμία», να ενισχύεται από το γεγονός πως το σημερινό Κίνημα Αλλαγής, θεωρείται ως τρίτο κόμμα.
Με ό,τι αυτό μπορεί να σημάνει για την κομματική-πολιτική φυσιογνωμία του, την δυνητική κοινωνική-πολιτική του επιρροή, και την ικανότητα του να διαμορφώνει ή αλλιώς, να συν-διαμορφώνει τις πολιτικές εξελίξεις. Όμως, η επίκληση στο πρόσφατο πολιτικό παρελθόν της χώρας, που έγινε για να αναδειχθεί το βαθύτερο υπόστρωμα της έκφρασης δυσπιστίας/δυσθυμίας προς το Κίνημα Αλλαγής και το πολιτικοϊδεολογικό του φορτίο, δεν μένει εκεί.
Στο βαθμό που έως την εμφάνιση, στη συγκεκριμένη δημοσκόπηση, του ποσοστού 62%, εν καιρώ τώρα, πανδημικής κρίσης, διαμεσολαβείται μία σειρά παραγόντων, που συμπεριλαμβάνουν το ό,τι ορίζεται αρνητικά, ως αντιπολιτευτική στρατηγική του Κινήματος Αλλαγής, ως ποιότητα του αντιπολιτευτικού[6] λόγου και πρακτικής και στελεχιακού δυναμικού, ως σειρά αφηγήσεων και ακόμη, ως έλλειψη κυβερνητικής προοπτικής. Έτσι, το ζήτημα δεν είναι απλά ποσοτικό, αλλά βαθιά ποιοτικό, με το Κίνημα Αλλαγής να πασχίζει και τώρα, να αντιμετωπίσει πολιτικά και προγραμματικά, το φαινόμενο της ‘Πασοκοποίησης’[7] έτσι όπως εκφράσθηκε ιστορικά και πολιτικά.
Εκκινώντας από αυτές τις παραδοχές, το Κίνημα Αλλαγής, οφείλει να αντικρίσει, χωρίς όρους αυτο-ενοχοποίησης και ‘αποκλεισμού,’ το πολιτικό-κυβερνητικό παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, προτάσσοντας τα θετικά του επιτεύγματα και την μεταρρυθμιστική δυναμική που ανέπτυξε, την άρθρωση ενός Σοσιαλδημοκρατικού, πολιτικοϊδεολογικού λόγου που θα θέτει ζητήματα[8] και ας μην είναι τηλεγερτικός, εκκινώντας να αποφορτίσει το αρνητικό φορτίο,[9] και χτίσει εκ νέου δεσμούς εμπιστοσύνης με κοινωνικές τάξεις και μερίδες τάξεων και σπεύδοντας να απαντήσει στο ερώτημα ‘τι κόμμα είναι’ και τι ‘κόμμα θέλει να είναι,’ απευθυνόμενο έτσι προς όλοι όσοι δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε αυτό.
Για να καταστεί εκ νέου ελκυστικό, οφείλει πρώτα να γίνει αποτελεσματικό και ξεκάθαρο ως προς τα διακυβεύματα που θέτει, μη φοβούμενο να ‘λερωθεί,’ εμπλουτίζοντας τον λόγο του με επεξεργασίες για διάφορα θέματα. Και η σύλληψη του Λευκορώσου, αντικαθεστωτικού δημοσιογράφου Ρομάν Προτασέβιτς, με τα επίδικα που θέτει, επίδικα, αξιακά, πολιτικά, δημοκρατικά και ευρωπαϊκά, θα μπορούσε να αποτελέσει μία ευκαιρία από πλευράς Κινήματος Αλλαγής, για μία ευκρινή τοποθέτηση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Το 57% το οποίο και σχετίζεται με τον ΣΥΡΙΖΑ, αποκρυσταλλώνει τα έντονα ζητήματα πολιτικού βηματισμού που αντιμετωπίζει το κόμμα, την συρρίκνωση της ελκτικότητας του, την αδυναμία του να αντιπολιτευθεί στρατηγικά την Νέα Δημοκρατία. Την πιο εξισορροπημένη εικόνα ως προς τον δείκτη κομματικής-πολιτικής εγγύτητας και τα όρια εκλογικής επιρροής, την έχει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, με το 53% αυτών που δηλώνουν πως είναι πιθανό να την ψηφίσουν, να υπερέχει ευδιάκριτα του 46% αυτών που δηλώνουν το αντίθετο. Κάτι που δείχνει πως η Νέα Δημοκρατία, σχεδόν δύο χρόνια μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2019 (Ιούλιος) και την νίκη της, παραμένει ένας βασικός πόλος εντός του κομματικού-πολιτικού γίγνεσθαι, επιχειρεί επιμέρους ανοίγματα για να διασφαλίσει τον χώρο του, διατηρώντας παράλληλα την δυνητική ελκτικότητα της σε ικανοποιητικά επίπεδα, προβάλλοντας το προφίλ της παράταξης του ‘μεταρρυθμιστικού κέντρου.’ Και ακόμη και αν δεν λέγεται ρητά, μία τέτοια πολιτική ρητορική, υπενθυμίζει την αντίστοιχη της Νέας Δημοκρατίας επί Κώστα Καραμανλή. Ανεξαρτήτως του πότε θα διεξαχθούν οι εκλογές, ήδη, η Νέα Δημοκρατία κινείται με εκλογικούς όρους (‘εκλογικό κόμμα’).
[2] Βλέπε σχετικά, ‘Δημοσκόπηση στο MEGA: Μεγάλη η διαφορά ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, ποια προβλήματα φοβίζουν τους πολίτες,’ Διαδικτυακή έκδοση εφημερίδας ‘Τα Νέα,’ 26/05/2021, https://www.tanea.gr/2021/05/26/politics/dimoskopisi-sto-mega-megali-i-diafora-nd-syriza-poia-provlimata-fovizoun-tous-polites/ Η εστίαση μας στον ως άνω δείκτη, δεν σημαίνει ό,τι υποτιμούμε τα υπόλοιπα ευρήματα, που έχουν να κάνουν με το εύρος της διαφοράς μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), την θέση των υπόλοιπων πολιτικών κομμάτων, τον σημαντικό δείκτη, για μία δημοσκοπική έρευνα, δείκτη αξιολόγησης κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, την ιεράρχηση των ζητημάτων-προβλημάτων στην οποία και προβαίνουν οι ερωτώμενοι.
[3] Το 79% που δηλώνει πως δεν θα ψηφίσει το κόμμα της Ελληνικής Λύσης, είναι το υψηλότερο που απαντάται στην έρευνα. Και εάν δείχνει κάτι, είναι, προς ώρας, την μικρή και τοπικά εστιασμένη απήχηση του κόμματος, την επιμονή του σε ένα ζήτημα λυμένο (ονομασία της Βόρειας Μακεδονίας), το γεγονός πως σειρά πολιτικών του θέσεων θεωρείται ό,τι εμπίπτει στην κατηγορία του μη ρεαλιστικού και γραφικού, το αρνητικό, συμβολικό και πολιτικό κεφάλαιο που έχει συγκεντρώσει ο Κυριάκος Βελόπουλος, το οποίο και υπεισέρχεται στην παρουσία και στις δράσεις του κόμματος του. Το επιθετικό του προφίλ δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση σε μετριοπαθείς ψηφοφόρους.
[4] Θεωρούμε πως το Κίνημα Αλλαγής θεωρείται το διάδοχο σχήμα, ή αλλιώς, ο άμεσος κομματικός-πολιτικός κληρονόμος του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος, για την πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην δημοσκόπηση.
[5] Βλέπε σχετικά, Κατσούλης Ηλίας, ‘Η απαξίωση των πολιτικών κομμάτων και το «παράδοξο της ανάπτυξης», στο: Κατσούλης Ηλίας, (επιμ.), ‘Νέα Σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα πολιτικής, θεσμοί, οργανωτικές δομές,’ Εκδόσεις Σιδέρης Ι., Αθήνα, 2002, σελ. 33.
[6] Στο ΠΑΣΟΚ, πιστώνεται αρνητικά, και τώρα, το πλαίσιο εκείνο που θα αποκαλέσουμε ως ‘βαθιά κομματικοποίηση,’ που στα του ΠΑΣΟΚ, μετονομάζεται σε ‘βαθύ κομματικό ΠΑΣΟΚ’ με την αντίστοιχη και απωθητική ‘καμαρίλα.’
[7] Εάν παραπέμψουμε θεωρητικά στους Κατσούλη και Webb, θα αναφέραμε το ό,τι το σημερινό Κίνημα Αλλαγής που προς το τέλος του χρόνου, θα πραγματοποιήσει τις εσωκομματικές εκλογές του για την ανάδειξη ηγεσίας στο κόμμα, πάσχει πολιτικά-ιδεολογικά, από την σημαντική μείωση στο εσωτερικό του, «πιστών» ψηφοφόρων, κάτι που αποτελούσε ένα από χαρακτηριστικά εκείνα που διέκριναν το άλλοτε πλειοψηφικό-κυριαρχικό ΠΑΣΟΚ της Μεταπολιτευτικής περιόδου. Σαφώς, «πιστοί» υποστηρικτές εντός της κοινωνικής του συμμαχίας, υπάρχουν, αλλά ο αριθμός τους, από την προηγούμενη δεκαετία, βαίνει μειούμενος, υστερώντας από τον αντίστοιχο της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που μας ωθεί στο να τονίσουμε πως το Κίνημα Αλλαγής στερείται υποστηρικτές που θα ήταν σε θέση να αναπαραγάγουν τις θέσεις του, να καταστούν πομποί σε διάφορα φόρα. Η τάση μείωσης του αριθμού των «πιστών» ψηφοφόρων βέβαια, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, και επίσης, δεν είναι τωρινό, αλλά άπτεται των εξελίξεων και των διεργασιών που έχουν λάβει χώρα σε ευρωπαϊκά κομματικά-πολιτικά συστήματα τουλάχιστον την τελευταία εικοσιπενταετία. Βλέπε σχετικά, , Κατσούλης Ηλίας, ‘Η απαξίωση των πολιτικών κομμάτων και το «παράδοξο της ανάπτυξης», στο: Κατσούλης Ηλίας, (επιμ.), ‘Νέα Σοσιαλδημοκρατία. Περιεχόμενα πολιτικής, θεσμοί, οργανωτικές δομές…ό.π., σελ. 33. Και, Webb P.D., ‘Apartisanship and anti-party sentiments in the United Kingdom. Correlates and constraints,’ European Journal of Political Research,’ 3, σελ. 365-382.
[8] Συναρθρώνοντας την εθνική με την ευρωπαϊκή διάσταση. Ευρύτερα ομιλώντας, θα λέγαμε πως οι επεξεργασίες του κόμματος για μία σειρά κομμάτων, σε επίπεδο κοινοβουλευτικής ομάδας και πολιτικής παρουσίας στη Βουλή εν ευρεία εννοία, μπορούν να αξιοποιηθούν προς την κατεύθυνση συγκρότησης πειστικής πολιτικής πρότασης.
[9] Μεγάλη απόκλιση μεταξύ ενός κόμματος και της όλης παρουσίας του και των δυνητικών προθέσεων των ψηφοφόρων, παρατηρείται στις περιπτώσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και του Μέρα 25, στο σημείο όπου αυτή η απόκλιση νοείται ως στρατηγική, νοούμενη δηλαδή, ως απόκλιση μεταξύ διαφορετικών κόσμων (κάτι που συμβαίνει και με την Ελληνική Λύση). Αν και για τα τρία κόμματα που αναφέρονται εν ευρεία εννοία στο χώρο της Αριστεράς, ήτοι για το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ και το Μέρα 25, παρατηρείται μία αύξηση 5% αυτών που δηλώνουν ό,τι μπορούν και δεν θα είχαν πρόβλημα ουσιαστικά, να τα ψηφίσουν, αντλώντας έτσι από ευρύτερη δεξαμενή. Για τους λόγους αυτής της αύξησης (αντιδράσεις για την ψήφιση του εργασιακού νομοσχεδίου εντός και εκτός Βουλής), βλέπε σχετικά, Παπακώστα Καρολίνα, ‘Επιρροή,’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 28/05/2021, σελ 6. Βέβαια, ρόλο διαδραματίζει και η αμφισβήτηση προς ό,τι σημαίνεται ως κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας, με την αμφισβήτηση να σχετίζεται με ένα συγκεκριμένο ηλικιακή πρόσημο (άτομα νεότερης ηλικίας), παράγοντας ως αποτέλεσμα την αύξηση του ορίου δυνητικής εκλογικής επιρροής αυτών των κομμάτων, που σπεύδουν (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ), να ανα-συστήσουν τον εαυτό τους σε αυτό το σύνθετο κοινό.
Τριάντα δύο επιζώντες υπάρχουν μετά το αεροπορικό δυστύχημα στο Καζακστάν, σύμφωνα με τις καζάκικες αρχές και συγκεκριμένα…
Την Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024, στις 12:00 το μεσημέρι, πραγματοποιήθηκε μουσική πατινάδα με παραδοσιακά κάλαντα…
Αγαπητοί αναγνώστες, Ευχαριστούμε που είστε δίπλα μας και μας εμπνέετε να συνεχίσουμε τον δικό μας…
Η ψυχρή αέρια μάζα που έφτασε στην Κρήτη, σε συνδυασμό με διαταραχή στην ανώτερη ατμόσφαιρα,…
Επιβατικό αεροσκάφος με 110 ανθρώπους συνετρίβη, την Τετάρτη (25/12), κοντά στην πόλη Ακτάου του Καζακστάν και στον…
Έπεσε περαιτέρω στο 61% το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας, σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis. Θυμίζουμε ότι…
This website uses cookies.