Ο άνθρωπος είναι το προϊόν των τραυμάτων της παιδικής του ηλικίας | Ζίγκμουντ Φρόυντ, 1856-1939, Αυστριακός ψυχίατρος
Ήμουν έντεκα χρόνων όταν έπαθα την πρώτη κρίση πανικού.
Στένεψε η ανάσα μου,το κορμί μου αδυνατούσε να συντονιστεί με το μυαλό και ένας κρύος ιδρώτας έσταζε ίσαμε με το πάτωμα.Η πρώτη κρίση.Η αρχή μιας δύσκολης πορείας που έμμελε να κρατήσει πολλά χρόνια.
Ζούσα σε ένα περιβάλλον φτωχό.Οι γονείς μου πάλευαν καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί .Ήρθαμε μετανάστες σε μια πατρίδα που δεν μας αγκάλιασε ,δεν μας πόνεσε και το μόνο που έκανε ήταν να μας δείχνει διαρκώς την πλάτη του.
Θυμάμαι δεν ήθελα να πάω σχολείο.Θυμάμαι ακόμα την μάνα και το πατέρα να με παρακαλάνε με δάκρυα στα μάτια:
«Πήγαινε κορίτσι μου, έχει όμορφες δασκάλες που θα σε φροντίσουν, θα σε μάθουν καινούργια πράγματα ,θα σε μάθουν να γράφεις ,να διαβάζεις.Άντε γλυκό μου κοριτσάκι μην μας στεναχωρείς.»
Πήγα εντέλει, για να γνωρίσω το πρώτο ρατσιστικό μάθημα, στην μικρή μου αθωότητα.Ήμουν το πιο φτωχό παιδί. Δεν είχα ούτε τσάντα, ούτε μολύβι, ούτε εκείνο το μπολ που έβαζαν οι μάνες στα παιδιά τους γεμάτο με λιχουδιές για την ώρα του μεσημεριανού.Εμένα αν είχαν κάτι να μου δώσουν θα ήταν ένα κομμάτι ψωμί.
Ο πρώτος άνθρωπος που μου έδειξε το σκληρό πρόσωπο των ανθρώπων ήταν η δασκάλα.Διαρκώς φρόντιζε να με απομονώνει από τα άλλα παιδιά, με την δικαιολογία πως έχω ψείρες, ή δεν ήμουν καλά πλυμένη, ή δεν έκανα καλά την εργασία μου!Τόνιζε πάντα την καταγωγή μου μπροστά σε όλους.
«Εσύ κορίτσι μου είσαι φτωχό παιδί.Δεν είναι σωστό να κάθεσαι με τα ευπρεπή παιδιά.Εκείνα θα μεγαλώσουν με ανατροφή,θα σπουδάσουν, ενώ εσύ θα μείνεις εδώ σε αυτό το τόπο».Έπειτα ήταν και όλα τα παιδιά που με κορόιδευαν.
«Είναι και φτωχή και χοντρή» και με έκαναν διαρκώς πέρα.Και αν με έπαιζαν καμιά φορά ήταν μόνο και μόνο επειδή ήθελαν να γελάσουν μαζί μου ,να με κοροϊδέψουν.
Δεν αντιδρούσα, καθόμουν σε μια γωνιά και έκλαιγα βουβά ωσότου έρθει η ώρα να πάω σπίτι μου.Φοβόμουν άλλωστε να αντιδράσω.Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα ωραιότατο ξύλο αλύγιστο από καρυδιά που έπεφτε σε όλο το κορμί σαν πήγαινες κόντρα στην δασκάλα.Δύσκολα χρόνια, σε δύσκολους τόπους!
Θυμάμαι μια μέρα άργησε η μάνα, την κράτησαν παραπάνω ώρα στην δουλειά και εμένα με “ξέχασαν” οι υπεύθυνοι του σχολείου.Το φαντάζεστε αυτό; “Ξέχασαν” ένα μικρό παιδί στο σχολείο!Μόλις πέντε ετών.
Σαν γύρισε η μάνα και ο πατέρας από τα χωράφια με αναζήτησαν και σήκωσαν την υπεύθυνη από το κρεβάτι να έρθει να μου ανοίξει.
«Πως κάνετε έτσι κύριε Σταμάτη;.Δεν έγινε δα και κάτι τρομερό».
«Είναι δυνατόν να το λέτε και να μην ντρέπεστε καθόλου;Ένα παιδί ξεχάσετε όχι ένα σκυλί.Έιστε απαράδεκτη εκπαιδευτικός.Πρέπει να σας κάνω αναφορά».
«Ξεχνάτε Κύριε Σταμάτη ότι ο άντρας μου είναι ο διοικητής της αστυνομίας του Νομού.Δεν θα μπορέσετε να κάνετε και πολλά.»
Ο πατέρας δεν είχε πάρε δώσε με την αστυνομία,αλλά ήξερε πως με εκείνους δεν θα βγάλει άκρη και έτσι σώπασε.Από τότε και για μέρες αρνιόμουν με οποίο τρόπο μπορούσα να μην ξαναπάω σχολείο.Αναγκάστηκαν οι γονείς μου να με παίρνουν μαζί τους στα χωράφια.Δεν με ένοιαζε ,θαρρώ καλύτερα το είχα να είμαι στην φύση παρά να είμαι οπουδήποτε αλλού.Έπρεπε όμως να μάθω γράμματα .
«Μόνο έτσι θα ξεφύγεις από την κακομοιριά»,μου λέγε ο πατέρας.
Το μόνο όπλο.Έβαλα τα δυνατά μου και έγινα η καλύτερη μαθήτρια του σχολείου.Αφοσιώθηκα σε αυτό μόνο και μόνο επειδή ήξερα ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος.Διάβαζα ,έγινα η μαθήτρια με τα βραβεία, τα μπράβο από τους καθηγητές αλλά ένιωθα μόνη. Αδυνάτισα και έγινα ένα πολύ όμορφο κορίτσι (έτσι τουλάχιστον μου έλεγαν οι γονείς μου),αλλά ήδη από τα έντεκα όπως προείπα ο πανικός είχε μπει στην ζωή μου ,η κατάθλιψη είχε κάνει τα βήματα της δειλά στην ψυχή μου και εγώ θα υπέφερα μια ζωή.Ισοστάθμιζα βέβαια στην αρχή ακόμα όσο μπορούσα την μοναξιά ,την θλίψη το κενό ,την απουσία λόγου να υπάρχω με το να διαβάζω πιο πολύ ,να παλεύω πιο πολύ και να ετοιμάζω την φυγή μου.Δεν ξέρω πως τα κατάφερνα.Η νιότη ίσως εκείνη να το έκανε.Κατάφερα να περάσω στο πανεπιστήμιο.Στην φοιτητική ζωή πέρασα ήσυχα .Έκανα φίλους που είχαν πολλά κοινά να μοιραστούν μαζί μου.Η φτώχεια ήταν στο κατόπι πάντα μα και εκείνοι ήταν φτωχοί και έτσι δεν μας ένοιαζε.Εκεί με άφησε λίγο η κατάθλιψη ,σαν να μου έκανε ένα μικρό δώρο ανάπαυλας.
Μα όταν τελείωσα και τις σπουδές και έπρεπε να γυρίσω ξανά πίσω στο πατρικό ,άρχισε ξανά ο πανικός να μυρμηγκιάζει τα κύτταρα μου.Στα είκοσι τρία μου πλέον αντί να έχω την όρεξη να πετάξω σαν τον αετό στην ζωή ,είχα την τάση να απομονώνομαι και να φοβάμαι.Τι ακριβώς δεν ήξερα.Διαρκώς κουβαλούσα ένα βάρος στο στήθος μου ,ένα κόμπο στο λαιμό που δεν με άφηνε να χαρώ τίποτε.Ξεκίνησα τους γιατρούς νωρίς.Έλεγα μέσα μου ότι θα βρεθεί η λύση στο πρόβλημα μου.Μα δεν βρισκόταν.Πήγαινα από το ένα στον άλλον ,ξεκίνησα θεραπεία της θεραπείας, μα η παγωνιά ήταν παγωνιά, η θλίψη ήταν θλίψη και ο φόβος φόβος.Οι πανικοί να είναι καθημερινοί και αβάστακτοι. Την ζωή μου προσπαθούσα να την συνεχίσω όσο μπορούσα πιο φυσιολογικά για να μην ξέρει σχεδόν κανένας τα βάσανα μου.Δεν τα κατάφερνα ούτε εκεί.Οι δουλειές με έπνιγαν ,οι σχέσεις με σκότωναν.Ώσπου αρρώστησα και μάλιστα βαριά.Επί μια επταετία μια σπάνια ασθένεια χτύπησε τα κόκαλα μου.Δεν μπορούσα να περπατήσω.Τότε εντάθηκε η κατάθλιψη ,θέριεψε και με έπνιξε. Με την αμέριστη συμπαράσταση των γονιών μου ξεπέρασα αυτή την ασθένεια και περπάτησα ξανά.Μα είχα χάσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου.Την κορυφή της πυραμίδας των νιάτων μου.Ωστόσο συνέχιζα θεραπείες για την κατάθλιψη ,έκανα ψυχοθεραπεία και προσπαθούσα με νύχια και με δόντια να την συμβιβάσω με το υπόλοιπο της ζωής μου.Θυμήθηκα τον Νίτσε και πήρα κουράγιο να συνεχίσω στη μαύρη και στη γκρι απόχρωση την ζωή μου.
«ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΟ».
Δεν ξέρω αν δυνάμωσα από εκεί και έπειτα που συνάντησα ακόμα αμέτρητες δυσκολίες στη ζωή μου.Έπεσε βαριά η ανθρώπινη ύπαρξη πάνω μου φαίνεται από όταν γεννήθηκα.Ίσως εκείνος ο εγκλεισμός στο σχολείο στα πρώτα μου χρόνια να έπαιξε σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσης μου.Οτιδήποτε με κάνει να νιώθω πως δεν έχω διαφυγή από αυτό με τρομάζει και ρίχνει κάτω από φόβο.Οτιδήποτε μου στερεί την ανάσα με σπρώχνει στο γκρεμό της θλίψης.
Η θλίψη για εμένα έχει χρώμα και εικόνα.Το χρώμα είναι το γκρι και η εικόνα είναι ο πίνακας του Γκρέκο στην καταιγίδα του Τολέδου.
Δεν με έχει εγκαταλείψει ποτέ. Υπάρχουν στιγμές βέβαια που νιώθω πολύ καλά “Κρίσεις αισιοδοξίες” τις βάπτισα. Υπάρχουν στιγμές που η ζωή παίρνει στα μάτια μου το πορφυρό χρώμα. Αυτές τις στιγμές τις βάπτισα “αθανασία”.
Υπάρχουν ώρες γέλιου και χαράς. Τις βάπτισα “διακωμώδηση της ζωής”, αναγκαία!
Αλλά ο περισσότερος χρόνος μου χάνεται στην μοναξιά,το κενό,το σκοτάδι το φόβο.Όσο μεγαλώνω μεγαλώνουν και αυτά μαζί μου.Διαρκής αγώνας πάλης.
Είμαι σίγουρη μόνο όταν πεθάνω θα πεθάνουν και αυτά.
Δεν συμβιβάστηκα ακόμα μαζί τους.Δεν υποτάχθηκα ακόμα στα θέλω τους.Εχω λίγες δυνάμεις λέω να τις εξαντλήσω εκεί.Αλλα και πάλι δεν ξέρω το τέλος.
Χιλιάδες ορισμούς δίνει η επιστήμη για την κατάθλιψη.Χιλιάδες φάρμακα χορηγούν οι γιατροί για την λεγομένη τεχνητή ηρεμία.Μα θαρρώ γεννιέσαι με αυτή ,με αυτή μεγαλώνεις με αυτή πεθαίνεις.
Θέλει θάρρος και θράσος να την παλέψεις αλλά και να την αποδεχτείς.
Να πεις:ΟΚ έτσι είμαι ,αλλά θα το παλέψω.
Να ο σταυρός που σηκώνω εγώ μια καταθλιπτική με κρίσεις πανικού.Ο Γολγοθάς είναι στα βήματα μου.Προχωρώ για την σταύρωση.Άλλον δρόμο δεν έχει φαίνεται.Ετσι μας λέει ο μεγάλος σοφός Καζαντζάκης.Ετσι λέω και εγώ πια.
Αυτή είναι η δική μου ιστορία.Είναι η δική μου ανάβαση μέσα από τα μάτια τα δικά μου.Έιναι η κατάθεση της ψυχής μου.Δεν θέλω κανένα δικαστήριο ειδικών να βγάλει το πόρισμα .Το πόρισμα έχει βγει καιρό τώρα και είναι ένα:
Ο άνθρωπος δεν θα πρέπει να παλεύει να εξαφανίσει τα σύνδρομά του, αλλά να συντονιστεί με αυτά, γιατί είναι αυτά που κατευθύνουν την επαφή του με τον κόσμο.
Η φράση αυτή του Φρόιντ με σημαδεύει και με οδηγεί…