Του Γιώργου Καραγιάννη
Με δέκα από τις δεκατέσσερις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες αρχίζει η Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος στο Κολυμπάρι των Χανίων. Απουσιάζουν από αυτή τέσσερις μεγάλες Εκκλησίες, της Μόσχας , της Αντιόχειας , τη Βουλγαρίας και της Γεωργίας ενώ μία ,η Εκκλησία της Σερβίας δηλώνει πως αν δεν γίνουν δεκτές οι ενστάσεις της θα αποχωρήσει.
Ας το πούμε καθαρά από την αρχή. Πίσω από τις εκκλησιαστικές και δογματικές διαφορές που χωρίζουν αυτούς που συμμετέχουν από τους απέχοντες και τα διάφορα «ταλμουδικά» ( δυσνόητα εβραϊκά θρησκευτικά κείμενα που τα καταλάβαιναν μόνο λίγοι του ιερατείου) που διαβάζουμε, σ αυτή την εκκλησιαστική διαμάχη κρύβεται η πολιτική. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η διαμάχη έχει και άμεση σχέση με την ένταση που επικρατεί στην περιοχή γύρω μας.
Ας ξεκινήσουμε από την απουσία του Πατριαρχείου της Μόσχας. Είναι γνωστή η πολύχρονη διαφορά της ρωσικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο που ξεκινά από το 19ο αιώνα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αντικείμενο; Η πρωτοκαθεδρία στο χώρο των ορθοδόξων Εκκλησιών. Το Φανάρι επικαλείται το «πρωτείο τιμής». Η Μόσχα το γεγονός ότι είναι η Εκκλησία με το μεγαλύτερο αριθμό ορθοδόξων πιστών. Τα επεισόδια στην αντιπαράθεση αυτή είναι συνεχή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα μόνο από τα τελευταία χρόνια: Η περίπτωση της Εσθονίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε την συγκρότηση Αυτοκέφαλης Εκκλησίας μετά την δημιουργία του Εσθονικού κράτους προκαλώντας την οργή της Μόσχας στην οποία υπάγονταν μέχρι τότε εκκλησιαστικά η Εσθονία. Υπάρχει ακόμη η δυσαρέσκεια της Μόσχας για την διατήρηση διαύλων επικοινωνίας του Φαναρίου με το Πατριαρχείο που ιδρύθηκε στην Ουκρανία με την πολιτική στήριξη των δεξιών και ακροδεξιών δυνάμεων που κυβερνούν τη χώρα. Τυπικά το Φανάρι δεν αναγνωρίζει αυτή την Εκκλησία αλλά υπάρχουν επαφές που έχουν γίνει γνωστές και εξόργισαν τη Μόσχα. Πολύ περισσότερο που οι Ουκρανοί κληρικοί που μένουν πιστοί στο Πατριαρχείο της Μόσχας υφίστανται διωγμούς από τις φιλοναζιστικές συμμορίες που δρουν στην Ουκρανία με την ενθάρρυνση και της κυβέρνησης του Κιέβου.
Με δυο λόγια: Το Πατριαρχείο της Μόσχας ακολουθεί πιστά την πολιτική του Πούτιν και διεκδικεί κι αυτό ένα ευρύτερο ρόλο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πατριάρχης Κύριλλος απέρριψε την πρόταση του Φαναρίου να γίνει η Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη αρνούμενος να ταξιδέψει στην Τουρκία σε μια στιγμή κρίσης στις σχέσεις της Μόσχας με την Άγκυρα. Από την άλλη πλευρά το Οικουμενικό Πατριαρχείο στηριζόμενο στους πλούσιους της ελληνικής ομογένειας στην Αμερική και έχοντας την έδρα του σε τουρκικό έδαφος ακολουθεί μια πολιτική φιλική προς τις ΗΠΑ. Όσο για τις Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Γεωργίας από τη στιγμή που απέχει η Μόσχα , δεν θα μπορούσαν να συμμετέχουν αφού έχουν στενούς δεσμούς με τη ρωσική Εκκλησία
Πολιτικοί είναι στο βάθος και οι λόγοι της αποχής του Πατριαρχείου Αντιοχείας που εδρεύει στη Δαμασκό και στηρίζει το καθεστώς του Άσαντ. Η Αντιόχεια βρίσκεται εδώ και χρόνια σε αντιπαράθεση με το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων με μήλον της έριδος την εκκλησιαστική δικαιοδοσία στο μουσουλμανικό Κατάρ. Εκεί η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι σουνίτες και υπάρχουν λίγες χιλιάδες χριστιανοί κυρίως ξένοι εργαζόμενοι. Η φιλοαμερικανική κυβέρνηση του Κατάρ έδωσε πριν από λίγα χρόνια την άδεια για να λειτουργήσουν έξι χριστιανικές εκκλησίες ( από μία ορθόδοξη, ρωμαιοκαθολική, κοπτική, συροινδική του Μαλαμπάρ, αγγλικανική και προτεσταντική). Για την ορθόδοξη εκκλησία απευθύνθηκαν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Οι φιλοαμερικανοί κυβερνώντες το Κατάρ φοβούμενοι τον αραβικό εθνικισμό απευθύνθηκαν στους Έλληνες του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Αντίθετα η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Αντιοχείας θεωρείται ότι τροφοδοτεί τον αραβόφωνο «εθνοφυλετισμό» όχι μόνο στη Συρία και το Λίβανο όπου ζουν οι περισσότεροι πιστοί της αλλά και στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. Έτσι ξεκίνησε μια αντιπαράθεση που κορυφώθηκε όταν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ίδρυσε επισκοπή στο Κατάρ. Το Πατριαρχείο Αντιοχείας που δοκιμάζεται από τις διώξεις των τζιχαντιστών αντέδρασε έντονα έχοντας και την υποστήριξη του Πατριαρχείου της Μόσχας με το οποίο έχει πολύ στενή σχέση και παραδοσιακά ακολουθούσε και ακολουθεί φιλορωσική πολιτική.
Πρόβλημα υπάρχει και με το Πατριαρχείο της Σερβίας. Η Ιεραρχία του έχει δηλώσει πως θα συμμετάσχει έστω και με επιφυλάξεις, όμως ξεκαθάρισε πως αν δεν γίνουν δεκτές οι ενστάσεις της θα αποχωρήσει. Το Πατριαρχείο της Σερβίας έχει παραδοσιακά καλές σχέσεις με την Μόσχα. Το ίδιο όμως με την Εκκλησία της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τόσο η Αθήνα όσο και το Φανάρι και η Μόσχα το στηρίζουν στο εκκλησιαστικό πρόβλημα που υπάρχει στα Σκόπια. Εκεί από το 1967 υπήρχε μια ανεξάρτητη Εκκλησία στο χώρο της πρώην Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας που λειτουργούσε με την ενθάρρυνση και της κυβέρνησης του Βελιγραδίου ( μην ξεχνάμε πως το μακεδονικό ζήτημα είναι μια διαφορά με πολύχρονη ιστορία ακόμη και στην εποχή του πολιτικού «ειδυλλίου» της Αθήνας με το Βελιγράδι του Τίτο ) χωρίς όμως να αναγνωρίζεται από τις άλλες Εκκλησίες και το πατριαρχείο της Σερβίας. Με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ίδρυση της ΠΓΔΜ οι ιεράρχες που αποσχίσθηκαν από το Πατριαρχείο της Σερβίας ανασυγκρότησαν την Αυτοκέφαλη Εκκλησία που όμως εξακολουθεί να μην αναγνωρίζεται από καμία άλλη Εκκλησία. Αντίθετα οι άλλες Εκκλησίες αναγνωρίζουν ένα αρχιεπίσκοπο Αχρίδος που υπάγεται στο Πατριαρχείο της Σερβίας και ο οποίος έχει περάσει κάποια χρόνια στις φυλακές όπου τον έκλεισε η φιλοαμερικανική κυβέρνηση των Σκοπίων. Έτσι αυτή τη στιγμή οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Σερβίας προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο Φανάρι και την Μόσχα.
Και για να κλείνουμε το θέμα: Τίποτα στον εκκλησιαστικό χώρο δεν είναι άσχετο με τα πολιτικά ζητήματα. Και αυτή η επισήμανση έχει ιδιαίτερη σημασία στην εποχή που ζούμε.
Ακολουθεί ένα συνοπτικό ιστορικό όπου καταγράφονται οι λόγοι της αντιπαράθεσης Φαναρίου και Μόσχας για την πρωτοκαθεδρία στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμπλοκή των ΗΠΑ στην υπόθεση, μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, για τη μετατροπή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως σε «οχυρό» κατά του Κομμουνισμού και του πανσλαβισμού.
Ο Ψυχρός Πόλεμος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Προπύργιο στη μάχη κατά του «κομμουνισμού και του πανσλαβισμού»
Η αντιπαράθεση του Πατριαρχείου της Μόσχας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο που εκδηλώθηκε με αφορμή την Πανορθόδοξη Σύνοδο στην Κρήτη αποτελεί ένα ακόμη κύκλο των αντιπαραθέσεων των δύο Εκκλησιών που ξεκινούν ήδη από τον 19Ο αιώνα. Και τότε η ρωσική Εκκλησία ήρθε σε σφοδρή αντιπαράθεση με το Φανάρι πίσω από την οποία , όπως και σήμερα κρυβόταν η πολιτική. Το 1872 η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέδωσε εγκύκλιο κατά του «εθνοφυλετισμού» αντιδρώντας στην ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της βουλγαρικής Εκκλησίας και των Εκκλησιών που κερδίζοντας την ανεξαρτησία τους από τον Οθωμανικό ζυγό ζητούσαν και την ανεξαρτησία τους από ένα Πατριαρχείο που ή έδρα του βρισκόταν στην πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους με ότι αυτό σήμαινε για την πολιτική που ακολουθούσε. Μην ξεχνάμε άλλωστε τη γνωστή εγκύκλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ που καταδίκαζε την κήρυξη της Επανάστασης του 1821. Αντίθετα η ρωσική Εκκλησία ακολουθώντας την πολιτική των τσαρικών κυβερνήσεων στις αντιπαραθέσεις της με την Τουρκία στήριξε τις προσπάθειες για ανεξαρτησία των Εκκλησιών των χωρών που απελευθερώνονταν από τον τουρκικό ζυγό.
Η αντιπαράθεση των δύο Εκκλησιών κλιμακώθηκε στην περίοδο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’40 το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενεπλάκη σε μια σκληρή διαμάχη με το Πατριαρχείο της Μόσχας για την πρωτοκαθεδρία στον Ορθόδοξο κόσμο. Ήταν μια αντιπαράθεση , καθαρά πολιτική, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και των άλλων Δυτικών Δυνάμεων από τη μια μεριά, και της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της από την άλλη.
Οι ανάγκες της αντίστασης των σοβιετικών κατά της ναζιστικής εισβολής οδήγησαν την κυβέρνηση της Μόσχας στην αναθεώρηση της στάσης της απέναντι στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Έτσι το 1943 με την εκλογή του πατριάρχη Σέργιου , πληρώνεται ο πατριαρχικός θρόνος της Μόσχας, που παρέμενε κενός από το 1924. Δύο χρόνια αργότερα τον Σέργιο διαδέχεται ένας ικανότατος κληρικός ο Αλέξιος, που αναδιοργανώνει εκ βάθρων την ρωσική Εκκλησία. Σύμφωνα με το «Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό Ημερολόγιο του 1946» που εξέδωσε το Πατριαρχείο της Μόσχας, η Εκκλησία της Ρωσίας περιελάμβανε την περίοδο εκείνη 25.000 ενορίες έναντι 4.025 το 1941. Παράλληλα η ρωσική Εκκλησία κινείται δραστήρια στον εξωτερικό και κυρίως στον χώρο των Εκκλησιών της Ανατολής. Η Μόσχα παίζει αποφασιστικό ρόλο στην άρση του βουλγαρικού σχίσματος και την αναγνώριση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο του Αυτοκέφαλου της βουλγαρικής Εκκλησίας , το 1945 . Την ίδια χρονιά , η σοβιετική κυβέρνηση προσκαλεί επίσημα στην Μόσχα τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας. Και το 1947 ο Αλέξιος προσπαθεί να οργανώσει στη Μόσχα Διορθόδοξη Διάσκεψη , στην οποία αρνείται να πάρει μέρος το Οικουμενικό Πατριαρχείο .
Στις Εκκλησίες των χωρών του Ανατολικού Συνασπισμού πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν να αποκτήσει η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως ένα περισσότερο Οικουμενικό και διεθνικό χαρακτήρα και να παύσει να αποτελεί ένα ίδρυμα με αποκλειστικά ελληνικό χαρακτήρα. Ιδιαίτερα έντονες είναι οι διαθέσεις αυτές σε χώρες που έζησαν χρόνια κάτω από τον τουρκικό ζυγό και οι πολίτες τους έβλεπαν στο Φανάρι τον κύριο συνεργάτη της οθωμανικής κυριαρχίας. Είναι χαρακτηριστικό το άρθρο του επίσημου οργάνου της Ένωσης Βουλγάρων κληρικών « Ναρόντεν Παστίρ» της 10ης Οκτωβρίου 1946 , στο οποίο αναφέρεται ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ένα κέντρο των σοβινιστικών ελληνικών συμφερόντων και επιδιώξεων» και «οι εκάστοτε Πατριάρχες, Έλληνες επίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως και ποτέ ανώτεροι ιεράρχες, άξιοι του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχη». Προτείνεται ακόμη η μεταρρύθμιση του συστήματος διοίκησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η συγκρότηση Συνόδου από επισκόπους προερχομένους από τις διάφορες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες .
Οι δύο κίνδυνοι: Παπισμός και σλαβισμός
Καμία από τις δύο πλευρές δεν κρύβει τον έντονο πολιτικό χαρακτήρα της αντιπαράθεσης. Το Φανάρι και η Εκκλησία της Ελλάδος ταυτίζονται με την πολιτική του Δυτικού Στρατοπέδου. Η Μόσχα και οι άλλες Εκκλησίες των Ανατολικών χωρών συμφωνούν με την πολιτική των κυβερνήσεών τους. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μάξιμος φθάνοντας στην Ελλάδα τον Μάιο του 1947 δεν παραλείπει να εκφράσει την υποστήριξή του στην κυβέρνηση των Αθηνών και να καλέσει τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας να καταθέσουν τα όπλα. Τρεις μήνες μετά, ο εκ των ισχυρών προσώπων της Ελληνικής Ιεραρχίας μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος σε «άρθρο γραμμής» για τους κεντρικούς στόχους των Ελλήνων ορθοδόξων αναφέρει και τα εξής: « Αλλά η Ορθόδοξος Ελληνική Εκκλησία ήτις αποτελείται εκ των ορθοδόξων ελληνικών Πατριαρχείων και των εκασταχού υπαρχουσών ανεξαρτήτων Ορθοδόξων ελληνικών Εκκλησιών , δεν έχει μόνον τον Παπισμόν και την Δυτικήν Εκκλησίαν πολεμίους, αλλά και τον Ισλαμισμό και τας υπό το σημερινόν κομμουνιστικόν καθεστώς διατελούσας σλαβικάς Ορθοδόξους Εκκλησίας, υπό την αιγίδα του Ρωσικού Πατριαρχείου , κινουμένας ίνα αμαυρώσωσι την αίγλην του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αναδείξωσιν εις την περίοπτον θέσιν , ήν από αιώνων τούτο κέκτηται κατόπιν αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων , τον Πατριάρχην της Ρωσίας Αλέξιον» .
Ενδεικτική του κλίματος της εποχής είναι και η είδηση που δημοσιεύθηκε στα εκκλησιαστικά έντυπα της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης το Νοέμβριο του 1946 : « Η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης δια τηλεγραφήματος του προς τον Αρχιεπίσκοπον Αμερικής κ. Αθηναγόραν , παρακαλεί όπως ενεργήση παρά τη Αμερικανική Κυβερνήσει να μη επιτραπή η εις τας Ηνωμένας Πολιτείας μετάβασις του Εαμίτου Μητροπολίτου Ιωακείμ – τέως Κοζάνης – λόγω της σκανδαλώδους πολιτείας του» .
Αντικομμουνιστικό προπύργιο
Οι κυβερνήσεις στην Ουάσινγκτον , το Λονδίνο και την Αθήνα εκτιμούν πως πίσω από την αντιπαράθεση Φαναρίου- Μόσχας και την προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας «άλλος ισχυρός πόλος» στον Ορθόδοξο κόσμο , κρύβεται η επιδίωξη της σοβιετικής κυβέρνησης να αυξήσει την επιρροή της , διεισδύοντας στον χώρο της Μέσης και Εγγύς Ανατολής. Μάλιστα στελέχη των τριών κυβερνήσεων θύμιζαν και το προηγούμενο των προνομίων που απέκτησε η τσαρική Ρωσία με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774 .
Ανήσυχη για τις κινήσεις της Μόσχας στο εκκλησιαστικό πεδίο εμφανίζεται και η κυβέρνηση της Άγκυρας. Ιδιαίτερα μετά την επιδείνωση των τουρκοσοβιετικών σχέσεων και την βελτίωση των σχέσεων με την Αθήνα στο πλαίσιο της οικοδόμησης του Δυτικού Στρατοπέδου , οι ιθύνοντες κύκλοι στην Άγκυρα εκφράζουν την επιθυμία για μια ενίσχυση του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Έτσι , από τις αρχές του 1946 άρχισε ένας ελληνοτουρκικός διάλογος για τα ζητήματα του Πατριαρχείου ο οποίος σύντομα οδήγησε σε θετικά αποτελέσματα. Οι εκπρόσωποι του Πατριαρχείου επισκέπτονται την Άγκυρα, συναντούν τον πρωθυπουργό Σαράτσογλου και παίρνουν την υπόσχεση ότι θα επιλυθούν τα σημαντικά ζητήματα του Οικουμενικού θρόνου και της μειονότητας. Σε έκθεση της επιτροπής ιεραρχών που συναντήθηκε με τους Τούρκους ιθύνοντες , αναφέρονται και τα εξής: « Η Επιτροπή, τυχούσα ευμενούς υποδοχής, έλαβε την υπόσχεσιν ότι θα χορηγηθώσιν άδειαι προς διενέργειαν κοινοτικών εκλογών, θα απαλλαγώσι της φορολογίας τα φιλανθρωπικά καταστήματα της ελληνορθοδόξου Κοινότητος, η Θεολογική Σχολή Χάλκης θα μεταγραφή και πάλιν επ’ ονοματι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, θα αποδοθή εις αυτό ο προ πολλού κατεχόμενος υπό του διαβοήτου παπα- Ευθύμ ναός του Γαλατά και θα ανεξετασθή το ζήτημα του ναού της Καφατιανής, εβεβαίωσε δε την Επιτροπήν ο πρωθυπουργός ότι θα αυξηθή η εις τας σχολάς της ελληνικής μειονότητος παρεχομένη κρατική επιχορήγησις».
Ενδεικτική της θεαματικής βελτίωσης της κατάστασης του Πατριαρχείου είναι και η επίσκεψη του Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας Ισμέτ Ινονού στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης , όπου του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή από το διευθυντή μητροπολίτη Νεοκαισαρείας και τους μαθητές.
Το εμπόδιο του Πατριάρχη Μαξίμου
Στις συζητήσεις για την μετατροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου σ’ ένα εκκλησιαστικό προπύργιο για την αντιμετώπιση του «σοβιετικού κινδύνου» εκφράστηκαν ισχυρές επιφυλάξεις για την ικανότητα του πατριάρχη Μαξίμου Ε’ να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτού του δύσκολου έργου. Η αρρώστια του , οξεία νευρασθένεια, που εκδηλώθηκε ανοιχτά αμέσως μετά την εκλογή του αλλά και οι κατηγορίες για «ρωσοφιλία» και «αριστερισμό», οι οποίες διατυπώθηκαν εναντίον του μέσα στο κλίμα αντισοβιετικής υστερίας της εποχής , οδήγησαν τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις να θέσουν θέμα απομάκρυνσής του.
Ο Μάξιμος ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Φεβρουάριο του 1946 σε ηλικία 50 ετών. Ισχυρός μητροπολίτης Χαλκηδόνος στα χρόνια του προκατόχου του Βενιαμίν είχε εκτοπιστεί στην Προύσα , από τις τουρκικές αρχές για «λόγους ασφαλείας». Η εκλογή του συνοδεύτηκε από ελπίδες ότι ο νέος πατριάρχης θα έδινε καινούργια ζωή σ ένα γερασμένο θεσμό , που αντιμετώπιζε προβλήματα ύπαρξης μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο που επέβαλε στη λειτουργία του η συνθήκη της Λωζάνης. Όμως πριν περάσουν λίγοι μήνες το υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα πληροφορείται επισήμως από τον Έλληνα πρεσβευτή στην Άγκυρα Περικλή Σκέφερη ότι ο Πατριάρχης πάσχει από σοβαρή νευρασθένεια και θέλει να παραιτηθεί. Η πρώτη αντίδραση της Αθήνας στην ενημέρωση για την ασθένεια του Πατριάρχη είναι επιφυλακτική: ας περιμένουμε την εξέλιξη της υγείας του και βλέπουμε… Όμως η κατάσταση του Μαξίμου επιδεινώνεται . Δύο ταξίδια για θεραπεία και ανάπαυση στην Ελβετία τον Μάιο και τον Αύγουστο του 1947 δεν αποδίδουν . Αντίθετα σημειώνονται συνεχείς υποτροπές. Ο τότε Έλληνας υποπρόξενος στην Κωνσταντινούπολη Άγγελος Σ. Βλάχος σημειώνει: « Ενώ με το στενό του περιβάλλον δεν συγκρατούσε τον εαυτό του και συχνά δεν ήθελε να φορέσει ούτε ράσα , αλλά περιφερόταν με μακριά μάλλινα σώβρακα είτε στο Πατριαρχείο είτε στους μακρείς διαδρόμους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, όταν δεχόταν τον Μελά είτε τον Σκέφερη προσπαθούσε να συγκρατεί τον εαυτό του , αλλά μάταια, γιατί και το πρόσωπό του έδειχνε βαθειά κατάθλιψη και ο ειρμός των όσων έλεγε ήταν ακατάστατος…» .
Χαρακτηριστικές για την εικόνα του Μαξίμου είναι και οι εντυπώσεις του Γιώργου Σεφέρη από την πρώτη συνάντηση μαζί στις 19 Ιουλίου 1947 σε δεξίωση που έδωσε ο αντιβασιλιάς αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός στο σπίτι του στο Ψυχικό: «… Θα μπορούσες να την αγγίξεις την πλήξη που βγαίνει από αυτόν τον άνθρωπο, σαν αχνός. Μέσα σ αυτό το βλέμμα είναι άπειρες σκοτεινιασμένες κάμαρες, στενόχωρα σοκάκια, συμπιεσμένες και μωλωπισμένες ψυχές».
Αναζητείται «ισχυρά προσωπικότης»
Η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του Πατριάρχη δίνει την ευκαιρία σ’ όλους αυτούς που υποστηρίζουν την ανάγκη ανάδειξης στον οικουμενικό θρόνο μιας ισχυρής προσωπικότητας με σαφή «αντιρωσικό» προσανατολισμό να ζητήσουν την επίσπευση της παραίτησής του . Η ασθένεια αποτελεί το προκάλυμμα , όμως πίσω απ αυτήν κρύβονται πολιτικοί λόγοι. Ο Αλέκος Παπαδόπουλος , ένας άνθρωπος που γνώριζε καλά τα πράγματα στο Φανάρι, αφού επί είκοσι χρόνια ήταν διευθυντής σύνταξης στην εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης «Εμπρός» είναι αποκαλυπτικός για τις διαθέσεις των δυτικών απέναντι στον Μάξιμο: « Έχω την εντύπωση ότι οι λόγοι παραιτήσεως και διαδοχής του Μαξίμου του Ε’ ήταν καθαρώς πολιτικοί. Ο Μάξιμος είχε αρχίσει να καλλιεργεί σχέσεις στενές με το Ρώσο Πρόξενο στην Κωνσταντινούπολη και κατ’ επέκταση με τη Μόσχα. Ο Σοβιετικός Πρόξενος επί Πατριαρχείας του και για πρώτη φορά από δεκαετίες επεσκέπτετο τότε συχνά το Πατριαρχείο, δεχόμενος και προφανώς μεταφέρων εκατέρωθεν μηνύματα. Η επικρατούσα γνώμη και φυσικά η λογική, απέκλειε το ενδεχόμενο , οι σχέσεις να είχαν κίνητρα θρησκευτικά. Η εμφάνιση εξάλλου του Πατριάρχου Μαξίμου αγκαζέ με το Ρώσο διπλωμάτη στον κήπο του Πατριαρχικού Μεγάρου, απετέλεσε τη χαριστική βολή και κατά πάσα πιθανότητα προκάλεσε την αναζωπύρωση του Αμερικανικού και του Δυτικού ενδιαφέροντος για τον παραμερισμό του από τον Οικουμενικό θρόνο» .
Στις συνεννοήσεις που γίνονται σε επίπεδο κυβερνήσεων η Άγκυρα εμφανίζεται έτοιμη να αποδεχθεί ακόμη και την εκλογή κληρικού που δεν θα προέρχεται από τον στενό κύκλο των συνοδικών μητροπολιτών του Πατριαρχείου. Η Αθήνα ρίχνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το όνομα του πρώην αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου. Όμως η Άγκυρα απορρίπτει την πρόταση . Ο Χρύσανθος θεωρείται από τους Τούρκους ανεπιθύμητο πρόσωπο, λόγω της δράσης του ως μητροπολίτη Τραπεζούντος στα χρόνια 1916-1922.
Η υποψηφιότητα Αθηναγόρα
Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν την υποψηφιότητα του αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα. Με έντονη δράση στον μακεδονικό αγώνα στις αρχές του 20ου αιών, γραμματέας το 1922 της «Κληρικής Ενώσεως», μιας κίνησης αγάμων κληρικών φίλα προσκείμενων στην βενιζελική παράταξη , μητροπολίτης Κερκύρας έως το 1930, ο Αθηναγόρας πέτυχε στη διάρκεια της θητείας του στις ΗΠΑ να καλλιεργήσει στενές σχέσεις με τις κορυφαίες προσωπικότητες της χώρας.
Ήταν φίλος του προεδρικού ζεύγους Φράνκλιν και Ελεονόρας Ρούζβελτ , όμως ιδιαίτερα στενές ήταν οι σχέσεις του με τον διάδοχο του Ρούζβελτ, τον Χάρι Τρούμαν. Οι περισσότεροι μελετητές του έργου του Αθηναγόρα στην Αμερική συμφωνούν πώς έπαιξε ρόλο στη διατύπωση του Δόγματος Τρούμαν και στη συνέχεια στη διοχέτευση της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η αμερικανική κυβέρνηση έπεισε τους Τούρκους ιθύνοντες να δεχθούν την προώθηση στον πατριαρχικό θρόνο ενός κληρικού με δεδομένη την πίστη του στις αρχές του δυτικού συνασπισμού. Και έτσι , τόσο η κυβέρνηση της Άγκυρας όσο και ο Τύπος στήριξαν αποφασιστικά την πρόταση για τον Αθηναγόρα χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα «πιστό φίλο της Τουρκίας» .
Στην Αθήνα , αντίθετα με την Ουάσινγκτον και την Άγκυρα εκφράζονται αρχικά επιφυλάξεις για το πρόσωπο του Αθηναγόρα. Ωστόσο οι αντιρρήσεις στο υπουργείο Εξωτερικών ξεπεράστηκαν γρήγορα , στο όνομα της μάχης κατά του Κομμουνισμού και ο πρεσβευτής στην Άγκυρα Σκέφερης λαμβάνει εντολή να χειριστεί εν λευκώ την υπόθεση της εκλογής του νέου Πατριάρχη. Απρόσμενη είναι και η αντίδραση του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού παλιού συνεργάτη του Αθηναγόρα από τον ίδιο κύκλο των «βενιζελογενών» κληρικών. Η άρνηση του Δαμασκηνού οφείλεται κυρίως σε καθαρά εκκλησιαστικούς λόγους. Ο αρχιεπίσκοπος φοβάται πως ο Αθηναγόρας θα προχωρήσει σε «νεωτερισμούς» που θα προκαλούσαν κλυδωνισμούς σε ένα κατ’ εξοχήν παραδοσιακό φορέα όπως είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με παρέμβαση του υπουργείου Εξωτερικών ο Δαμασκηνός ,χωρίς να αλλάξει την άποψή του, πείθεται να μην αντιδράσει ανοικτά.
Αντιδράσεις στο Φανάρι
Οι σοβαρότερες και περισσότερο έντονες αντιδράσεις στην υποψηφιότητα Αθηναγόρα προέρχονται από τους κόλπους των συνοδικών του Πατριαρχείου. Ο ίδιος ο Μάξιμος , ενώ εμφανιζόταν έτοιμος να παραιτηθεί και να εφησυχάσει , όταν του γινόταν νύξεις για υλοποίηση αυτής της επιθυμίας απέφευγε να απαντήσει. Πίσω του κρυβόταν μια ισχυρή ομάδα συνοδικών ιεραρχών που δεν ήθελε την εκλογή ενός κληρικού που προέρχονταν «απ’ έξω». Μάλιστα όταν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης των Αθηνών τους επεσήμαναν την σοβαρότητα της ασθένειάς του απαντούσαν πως το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην μεγάλη πορεία του είχε ζήσει και άλλες ανάλογες δύσκολες καταστάσεις και κατάφερε να τις ξεπεράσει. Έφθασαν και στο σημείο να μεταφέρουν τον Μάξιμο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκεί τον απομόνωσαν ώστε να μην είναι εύκολη η επαφή του με τους εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης.
Επικεφαλής των αντιδρώντων στην υποψηφιότητα του Αθηναγορα ήταν οι μητροπολίτες Δέρκων Ιωακείμ, διεκδικητής κι αυτός του πατριαρχικού θρόνου , Λαοδικείας Μάξιμος, Νεοκαισαρείας Χρυσόστομος, Περγάμου Αδαμάντιος , Σάρδεων Μάξιμος και Χαλδαίας Κύριλλος.
Οι ηλικιωμένοι μητροπολίτες είχαν τον φόβο ότι ο κληρικός που έρχεται από το Νέο Κόσμο θα φέρει μαζί του και «νεωτερισμούς». Οι νεώτεροι ιεράρχες φοβούνταν πως ένας ισχυρός και δραστήριος προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως θα τους έβγαζε από μια «κοσμική ζωή» , η οποία μικρή σχέση είχε με την εκκλησιαστική παράδοση και αποτελούσε αντικείμενο σχολίων σε διάφορα λαθρόβια έντυπα της Πόλης. Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει σε υπόμνημά του στο υπουργείο Εξωτερικών ο Άγγελος Σ. Βλάχος για τους τελευταίους μήνες της πατριαρχεία του Μαξίμου:
«Σήμερον ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι η «σκιά της σκιάς» , ουδεμίαν έχων εξουσίαν επί τεσσάρων μητροπόλεων ( Σβέρκων-Χαλκηδόνος-Πριγκηπονήσων -Ίμβρου και Τενέδου0. Η κατάστασις του κλήρου , ιδίως δε των μητροπολιτών , είναι κατωτέρα πάσης περιγραφής. Η Ιερά Σύνοδος , αποτελουμένη κατά το πλείστον εξ επωνύμων μητροπολιτών , είναι συγκέντρωσις φαυλοβίων και χρηματιζομένων ανθρώπων , πολλοί των οποίων έχουν φθάση εις σημείον πωρώσεως (…) Η Τουρκική κυβέρνησις είναι βέβαιον ότι θα έχει εις την διάθεσίν της αρχείον ολόκληρον της κακής διαγωγής πλείστων εκ των Αρχιερέων (…) Οι εν Κωνσταντινουπόλει ιεράρχαι, περιφερόμενοι άνευ ράσου, αναμιγνειόμενοι εις τα κοσμικά, χάνουν σχεδόν εντελώς την εκκλησιαστικήν συνείδησιν, διάγουν βίον κακόν προκαλούντες και επεισόδια καταλήγοντα εις το αστυνομικόν τμήμα» .
Ο αμερικανικός «δάκτυλος»
Οι κυβερνήσεις των Αθηνών και της Άγκυρας κινούνται συντονισμένα για να κάμψουν τις αντιδράσεις. Ο πρεσβευτής Π. Σκέφερης και ο πρόξενος στην Πόλη Π. Μελάς υπόσχονται άφθονη οικονομική βοήθεια από την ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ. Παράλληλα προειδοποιούν τους συνοδικούς μητροπολίτες για αποκαλύψεις των όσων βάρυναν μερικούς από αυτούς. Όμως το μεγάλο όπλο τους ήταν η επισήμανση ότι οι κυβερνήσεις Ελλάδος, ΗΠΑ και Τουρκίας είναι αποφασισμένες να επιβάλουν την εκλογή του Αθηναγόρα.
Στις 18 Οκτωβρίου 1948 οι Σκέφερης και Μελάς πηγαίνουν στη Χάλκη και παραλαμβάνουν το έγγραφο της παραίτησης του Μαξίμου στον οποίο προηγουμένως είχαν υποσχεθεί μια άνετη ζωή. Υπόσχεση που δεν τηρήθηκε αφού ο,Μάξιμος πέθανε πάμπτωχος.
Ο δρόμος για την εκλογή του Αθηναγόρα επιτυγχάνεται και με την ανατροπή των συσχετισμών στους κόλπους της Ιεραρχίας του Οικουμενικού θρόνου. Ο μητροπολίτης Ειρηνουπόλεως Κωνσταντίνος υποχωρεί στις πιέσεις των Αθηνών και ο αρνητικός συσχετισμός ανατρέπεται .
H Ενδημούσα Σύνοδος από 17 αρχιερείς συγκαλείται την 1η Νοεμβρίου 1948 . Το τριπρόσωπο ψηφοδέλτιο καταρτίζεται από τρεις αρχιερείς οι επαρχίες των οποίων βρίσκονταν εκτός των τουρκικών ορίων : του αρχιεπισκόπου Αμερικής Αθηναγόρα, του μητροπολίτη Μηθύμνης Διονυσίου και του μητροπολίτη Κώου Εμμανουήλ. Και οι τρεις έλαβαν από 11 ψήφους ενώ βρέθηκαν και έξι λευκά ψηφοδέλτια. Ο Αθηναγόρας εξελέγη στη δεύτερη ψηφοφορία. Έλαβε 11 ψήφους . Ένδεκα ψηφοδέλτια υποστηρικτών του κυριότερου αντιπάλου του μητροπολίτη Δέρκων Ιωακείμ ήταν λευκά.
Η υποστήριξη της Τουρκικής κυβέρνησης στο πρόσωπο του Αθηναγόρα φάνηκε και από το γεγονός ότι επέτρεψε τη συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία κατά παρέκκλιση του Διατάγματος 1092 του 1923 , σύμφωνα με το οποίο στην πατριαρχική εκλογή μπορούν να συμμετάσχουν μόνο Τούρκοι υπήκοοι. Αντίθετα απέκλεισε από τη διαδικασία της εκλογής τον μητροπολίτη Δέρκων . Τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου για τον Αθηναγόρα ήταν ιδιαίτερα θετικά. Μάλιστα οι εγκυρότερες εφημερίδες της Άγκυρας θεωρούσαν βέβαιη την εκλογή του αναφέροντας και τις ψήφους που θα ελάμβανε .
Ο νέος πατριάρχης έλαβε την τουρκική ιθαγένεια μετά την εκλογή του με το αιτιολογικό ότι είχε γεννηθεί επί τουρκικού εδάφους. Η πατρίδα του τα Τσαραπλανά απελευθερώθηκε μόλις στον πόλεμο του 1912.
Η «Ιερότερη μάχη»
Πριν αναχωρήσει για την Κωνσταντινούπολη ο Αθηναγόρας έκανε μια μεγάλη περιοδεία στις ορθόδοξες κοινότητες της Αμερικής. Σ αυτές έδωσε το στίγμα της πολιτικής που επρόκειτο να ακολουθήσει καλώντας σε μια αντικομμουνιστική σταυροφορία, την «ιερότερη μάχη» που έδωσε ο χριστιανικός κόσμος , όπως είπε.
Στα τέλη Νοεμβρίου του 1948 μιλώντας σε κληρικολαική συγκέντρωση στη Βοστώνη είπε: «Καταιγίδες αντιξοοτήτων ξεσπούν γύρω μας και το ολέθριο πνεύμα της καταστροφής απειλεί να πνίξει την ελευθερία της συνειδήσεως μας, τα ανθρωπιστικά ιδανικά μας και τα ιερά του χριστιανικού πολιτισμού θεμέλια (…). Η Ελλάς από το εν μέρος διεξάγει σκληρόν αγώνα δια να διατηρήσει την ελευθερίαν και την εδαφικήν της ακεραιότητα. Η Τουρκία αφ ετέρου ευρίσκεται εις συνεχή επιφυλακτικήν στάσιν εν’ όψει της ίδιας απειλής. Το δόγμα Τρούμαν απεδείχθη εν τη πράξει ως εις εκ των αποτελεσματικοτέρων παραγόντων εις τον αγώνα προς απόκρουσιν της επιθέσεως αυτής. Καλώ όλους τους αμερικανούς όπως ενισχύσουν τας προσπαθείας του προέδρου Τρούμαν (…) Το να λησμονήση τις το ιερόν τούτο χρέος κατά τας παρούσας κρισίμους ώρας θα ισοδυνάμει προς το να λιποτακτήση και να εγκαταλείψη την θέσιν του εις την ιερωτέραν μάχην εξ όσων εδόθησαν ποτέ δια την υπεράσπισιν των ιδανικών της χριστιανοσύνης…».
Φίλος του Τρούμαν
Ιδιαίτερα θερμή αλλά και αποκαλυπτική του ρόλου που εκαλείτο να παίξει ο νέος πατριάρχης στην αντιπαράθεση με τον κομμουνισμό ήταν η αποχαιρετιστήρια συνάντηση του Αθηναγόρα με τον πρόεδρο Τρούμαν στον Λευκό Οίκο. Ο ανταποκριτής της «Βραδυνής» στην Ουάσινγκτον Κωστής Μπαστιάς κατέγραψε τον διάλογο του ορθόδοξου πατριάρχη με τον βαπτιστή αμερικανό πρόεδρο:
« Ο Πρόεδρος Τρούμαν ετόνισεν εις τον Πατριάρχην ότι η αναχώρησις του εξ Αμερικής πληροί την καρδίαν αναμίκτου αισθήματος χαράς και λύπης. Χαράς μεν διότι το πηδάλιον της Ανατολικής Εκκλησίας περιέρχεται εις τόσον στιβαράς χείρας εις μίαν κρίσιμον περίοδον του κόσμου , λύπης δε διότι απομακρύνεται εξ Αμερικής ιεράρχης τοσαύτας προσενεγκών υπηρεσίας εις την υπόθεσιν του Χριστιανισμού και γενικότερον της ειρήνης.
-Όσον μακράν και αν πηγαίνετε, ετόνισεν ο Αμερικανός πρόεδρος είμαι βέβαιος ότι εις την καρδίαν σας αποκομίζετε την Αμερικήν. Εγώ προσωπικώς δεν θα παύσω να παρακολουθώ με το στοργικότερον ενδιαφέρον το έργον Σας δια την στερέωσιν του Χριστιανισμού και της ειρήνης.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δακρύων εκ συγκινήσεως απήντησεν εις τον πρόεδρον ότι κι εκείνος κατέχεται υπό αναλόγων αναμίκτων αισθημάτων.
-Ορθώς διεγνώσατε , Εξοχότατε, συνέχισε ο Πατριάρχης, ότι αποχωρών εντεύθεν συναποκομίζω εις την ψυχήν μου την Αμερικήν. Μαζί με τον ασπασμόν του αποχωρισμού , ήλθα να σας ευχαριστήσω , δι όσα πράττετε δια την ανακούφισιν των λαών από τας πληγάς του πολέμου και δια την βοήθειαν την οποίαν τόσον χριστιανικώς παρέχετε εις αυτούς όπως επουλώσουν τας πληγάς αυτών.
Εντελώς όμως ιδιαιτέρως , εξηκολούθησεν ο Πατριάρχης, θέλω να σας ευχαριστήσω δια την βοήθειαν την οποίαν προσφέρετε εις την Ελλάδα και την Τουρκίαν και να σας τονίσω την ανάγκην της αποτελεσματικής συνεχίσεώς της μέχρι της πλήρους ολοκληρώσεως.
Εις το σημείον αυτό ο Πρόεδρος Τρούμαν ηγέρθη και με έκδηλον συγκίνησιν , έσφιξε το χέρι του Πατριάρχου και ετόνισε:
-Μη έχετε ουδεμίαν αμφιβολίαν ότι την βοήθειαν αυτήν θα τη συνεχίσωμεν μέχρι τέλους, δηλαδή μέχρις ότου ολοκληρώσωμεν το έργον, το οποίον έχομεν αναλάβει. Σήμερον μάλιστα είμαι ιδιαιτέρως ικανοποιημένος , διότι εκ της λεπτομερούς εκθέσεως , την οποίαν μόλις προ ολίγης ώρας μου έκαμεν ο κ. Γκραίηντυ (σ.σ. : ο τότε Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα ) διαπίστωσα ότι δικαιολογείται κάθε αισιοδοξία δια το μέλλον της Ελλάδος και ότι εντός χρονικού διαστήματος μικροτέρου του ενός έτους, θα έχωμεν μόνιμα και ευχάριστα αποτελέσματα , τόσον εις τον τομέα αποκαταστάσεως της τάξεως όσον και εις το πεδίον της οικονομικής ανασυγκροτήσεως (….).
Ακολούθως ο Αμερικανός πρόεδρος ωδήγησεν τον Πατριάρχην προ του μεγάλου χάρτου των δύο ημισφαιρίων , ο οποίος ευρίσκεται πάντοτε αναρτημένος εις το γραφείον του από της εποχής του προέδρου Ρούζβελτ και υποδεικνύων εν προς εν τα νευραλγικά σημεία του κόσμου, όπου παρατηρείται αστάθεια και ανωμαλία ετόνισε:
– Πιστεύω ότι όλαι αυταί αι πληγαί θα επουλωθούν συντόμως και ο πόθος της ειρηνικής διαβιώσεως των λαών θα γίνει πραγματικότης , ώστε να μη χρειάζονται πλέον σιδηρά παραπετάσματα. Πιστεύω ότι η ορθοφροσύνη και η καλή θέλησις θα επικρατήσουν πανταχόθεν και θα εξασφαλίσουν την ειρήνην .
– -Αμήν, προσέθεσεν ο Πατριάρχης και ενηγκαλίσθη και κατησπάσθη του προέδρου… .
Ο «μήνας του μέλιτος»
Στις 26 Ιανουαρίου 1949 ο Αθηναγόρας φθάνει στην Κωνσταντινούπολη με το προσωπικό αεροσκάφος του Τρούμαν και συνοδεύεται από τον ιδιαίτερο υπασπιστή του συνταγματάρχη Τσαρλς Μάρα. Η άφιξη του νέου πατριάρχη σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου στις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και κυβέρνησης της Άγκυρας αλλά και στις διαδικασίες προσέγγισης και συνεργασίας Ελλάδας και Τουρκίας κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ , η επίσημη ίδρυση του οποίου αναγγέλθηκε δυο μήνες μετά, τον Μάρτιο του 1949.
Ο Αθηναγόρας φθάνοντας στο αεροδρόμιο της Πόλης εντυπωσιάζει αυτούς που τον ανέμεναν μιλώντας στα τουρκικά για να εκφράσει την εκτίμησή του στον πρόεδρο της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού. Μετά το αεροδρόμιο κατευθύνεται στην κεντρική πλατεία της Πόλης και καταθέτει στο μνημείο του Κεμάλ Ατατούρκ στεφάνι με λουλούδια από τους κήπους του Λευκού Οίκου .
Τον Φεβρουάριο ο πατριάρχης επισκέπτεται την Άγκυρα και επιδίδει στον Ινονού προσωπικό μήνυμα του Τρούμαν. Μέσα σε θερμό κλίμα γίνονται και οι συναντήσεις με τον πρωθυπουργό Σεσμετίν Γκιουναλτάι και τον υπουργό Εξωτερικών Ερισγκίλ. Το κλίμα αλλάζει ραγδαία. Το Πατριαρχείο «αναπνέει». Οι αλλαγές καθρεφτίζονται και στα ομογενειακά ιδρύματα και τις κοινοτικές εκκλησίες που θα μπορούν πλέον να αυτοδιοικούνται. Παράλληλα καταργείται η βαριά φορολογία που είχε επιβληθεί το 1936. Επιτρέπονται τα ταξίδια των κληρικών του πατριαρχείου στο εξωτερικό και κυκλοφορούν νέα εκκλησιαστικά όργανα του πατριαρχείου όπως ο «Απόστολος Ανδρέας».
Ο Αθηναγόρας δεν χάνει ευκαιρία να κερδίσει την τουρκική κοινή γνώμη. Διατάσσει την ανάρτηση των φωτογραφιών του Κεμάλ Ατατούρκ και του Ισμέτ Ινονού στα πατριαρχικά γραφεία και την ύψωση της τουρκικής σημαίας στην είσοδο τους. Συνεχώς μιλά για την «φιλτάτη ημών πατρίδα, την Τουρκία» και τον «γενναίο τουρκικό λαό , εν μέσω του οποίου γεννήθηκε και έζησα ημέρας ευτυχείς» (21). Για την Ελλάδα φροντίζει να χρησιμοποιεί προσεκτικές διατυπώσεις μιλώντας για τη «γείτονα κι φίλην χώραν» .
Οι θέσεις αυτές του Αθηναγόρα ξενίζουν πολλούς Έλληνες . Όμως αυτός απαντά θυμίζοντας τη δράση του στο μακεδονικό χώρο στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα όταν υπηρετούσε ως αρχιδιάκονος της μητρόπολης Πελαγονίας στο Μοναστήρι.. Έτσι απάντησε και στον Άγγελο Σ. Βλάχο σε μια συνάντησή τους στο Φανάρι το 1949: «Καθώς μου μιλούσε, θυμάται ο Βλάχος, έλεγε πού και πού: « εσείς οι Έλληνες». Ενοχλήθηκα και του το έδειξα με όσο σεβασμό μπορούσα. Εκείνος κατάλαβε και μου είπε έντονα: ‘ Άκουσε παιδί μου … Εγώ άρχισα παπάς στο Μοναστήρι , τον καιρό των κομιτατζήδων και λειτουργούσα κρατώντας με το ένα χέρι την αγιαστούρα και με το άλλο το πιστόλι κρυμμένο στην τσέπη!’».
«Απόρθητο Φρούριο»
Βιογράφοι του Αθηναγόρα υποστηρίζουν ότι τόσο ως αρχιεπίσκοπος Αμερικής όσο και ως Οικουμενικός Πατριάρχης ουδέποτε έλαβε επίσημη θέση απέναντι στον Μαρξισμό , υπολογίζοντας στα προβλήματα που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στις ορθόδοξες Εκκλησίες στη Σοβιετική Ένωση και τις σύμμαχες χώρες της. Πράγματι, επίσημος συνοδικός αφορισμός των κομμουνιστών , ανάλογος προς τις πολλές παπικές εγκυκλίους και αποφάσεις των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του ’40 δεν υπάρχει.
Όμως είναι γεγονός ότι η καθημερινή πολιτική πρακτική του ήταν ξεκάθαρα ενταγμένη στους στόχους του Δυτικού Στρατοπέδου κι εκφράστηκε με την ανοικτή υποστήριξη της μιας πλευράς στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο αλλά και στον τονισμό του ρόλου της Τουρκίας ως αντικομουνιστικού προπυργίου. Στο «Βήμα» της 7ης Δεκεμβρίου 1949 διαβάζουμε σε ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη: « Αι τουρκικαί εφημερίδες δημοσιεύουν εκτενή περίληψιν της ομιλίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα εις τον ιερόν ναόν του Βεβεκίου προαστείου του Βοσπόρου. Ο πατριάρχης είπε μεταξύ άλλων τα εξής:΄’ Ο τουρκικός στρατός αποτελεί φρούριον απόρθητων εναντίον της κομμουνιστικής εισβολής. Εάν το φρούριον τούτο δεν υπήρχε, αι αραβικαί χώραι και ολόκληρος η Βαλκανική χερσόνησος θα κατεκλύζοντο από τα κομμουνιστικά κύματα. Δεν είναι τυχαίον το γεγονός ότι η Διάσκεψις των Αμερικανών πρεσβευτών συνήλθεν ενταύθα , αλλ’ είναι τουναντίον ένδειξις εμπιστοσύνης προς το τουρκικόν Έθνος και τον τουρκικόν στρατόν. Αυτήν ακριβώς την εντύπωσιν απεκόμισα από τας συνομιλίας μου με αμερικανικάς προσωπικότητας». Ο Πατριάρχης επεκαλέσθη κατόπιν κατόπιν την βοήθειαν του Θεού υπέρ της δεινοπαθούσης Ελλάδος».
Το πατριαρχείο έφθασε κοντά και στον επίσημο αφορισμό με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την περίπτωση των Κωνσταντινουπολιτών που είχαν υπηρετήσει στο Αλβανικό Μέτωπο και στον ελληνικό στρατό στη Μέση Ανατολή, επηρεάστηκαν από τις ιδέες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ και όταν επέστρεψαν στην Πόλη ανέπτυξαν πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του παράνομου ΚΚ Τουρκίας. Στις 17 Ιουλίου 1949 η Σύνοδος του Πατριαρχείου με ανακοίνωσή της προειδοποιούσε ότι θα αφορίζονται οι ομογενείς που υποστηρίζουν κομμουνιστικές ιδέες και κηρύγματα.
Το πατριαρχείο δεν προχώρησε στην υλοποίηση της απειλής λόγω της σφοδρής αντίδρασης του πατριαρχείου της Μόσχας που εκφράστηκε και επισήμως. Στο «Περιοδικό του Πατριαρχείου Μόσχας» (1949, τ.4) δημοσιεύθηκε με την υπογραφή του πατριάρχη Αλέξιου το κείμενο συνέντευξης του με τον ανταποκριτή του πρακτορείου Ρώυτερ Ντόναλντ Ντάλας. Ο δημοσιογράφος ρώτησε τον πατριάρχη Αλέξιο: «Ελάβετε γνώσιν της αποφάσεως ταυτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου όπως εκδώση τοιαύτην διαταγήν;». Και ο Αλέξιος απάντησε: «Περί αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου όπως εκδώση διαταγήν περί αφορισμού από της Ορθοδόξου Εκκλησίας, πάντων των υποστηριζόντων τον κομμουνισμόν , ουδέν ούτε εγώ ούτε η Σύνοδος της ρωσικής ορθοδόξου Εκκλησίας γνωρίζομεν. Επί πλέον , ημείς και η Σύνοδος δεν επιτρέπομεν την σκέψιν, ότι εκ μέρους ορθοδόξου Πατριάρχου ήτο δυνατόν να προέλθη τοιαύτη απόφασις, ήτις ριζικώς θα αντίκειται προς τς θεμελιώδεις αρχάς της ορθοδόξου χριστιανικής πίστεως .
Η ανάδειξη στην πρωθυπουργία του Αντνάν Μεντερές έδωσε σημαντική ώθηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και βεβαίως και στις σχέσεις του πατριαρχείου με τις τουρκικές αρχές. Τον Ιούνιο του 1950 συναντώνται στο Παρίσι ο Έλληνας πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Φουάτ Κιοπρουλού. Λίγο αργότερα ο αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης Σοφοκλής Βενιζέλος αποκαλύπτει ότι η Αθήνα τη σύναψη νέου ελληνοτουρκικού συμφώνου , μια ιδέα που είχε ήδη εγκριθεί από τους Άγγλους και τους αμερικανούς. Οι επισκέψεις επισήμων στις πρωτεύουσες των δύο χωρών πυκνώνουν. Στις 26 Απριλίου του 1952 φθάνουν στην Αθήνα ο Μεντερές και ο Κιοπρουλού. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς επισκέπτεται την Τουρκία το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδος. Είναι η πρώτη φορά που Έλληνας βασιλιάς πατάει το πόδι του στην Κωνσταντινούπολη από την εποχή της Άλωσης της Πόλης. Ακολουθεί η ανταποδοτική επίσκεψη του Τούρκου προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ
Το Κυπριακό και τα Σεπτεμβριανά
Όμως ο «μήνας του μέλιτος» δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Το Κυπριακό επιδείνωσε τις σχέσεις Ελλάδας -Τουρκίας και αυτό είχε άμεσες συνέπειες και στην κατάσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τα Σεπτεμβριανά του 55 με το πογκρόμ των Ελλήνων της στην Πόλης δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μήνες πριν οι ηγετικοί κύκλοι του Φαναρίου ελάμβαναν τα μηνύματα της όξυνσης της κατάστασης λόγω των εξελίξεων στο Κυπριακό ζήτημα και κυρίως την προσπάθεια των τουρκικών εφημερίδων να εμπλέξουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην ελληνοτουρκική διαμάχη για τη Μεγαλόνησο.
Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με την έξαρση φαινομένων θρησκευτικού φανατισμού σε πολλές πόλεις της Τουρκίας. Η εκστρατεία που άρχισε την Άνοιξη κορυφώθηκε στις αρχές του καλοκαιριού . Στις 2 Ιουλίου 1955 η εφημερίδα «Tercuman» στο κύριο άρθρο της ζητά τελεσιγραφικά από τον Αθηναγόρα να ανακαλέσει στην τάξη και να «καταγγείλει δημόσια» τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο ο οποίος, κατά τον αρθρογράφο,ήταν «ιεραρχικά υφιστάμενός του».Ο πατριάρχης ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στο θέμα της Κύπρου. Όχι μόνο δεν είχε εκκλησιαστική δικαιοδοσία για να «συνετίσει» τον Μακάριο, αλλά και σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης δεν μπορούσε να κάνει πολιτικές δηλώσεις. Έτσι παρά τις πιέσεις και τις κατηγορίες των τουρκικών εφημερίδων που τον εμφάνιζαν ως ενισχυτή της ΕΟΚΑ δεν μίλησε. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι συμφωνούσε με την πολιτική του Μακαρίου. «Δεν μπορώ να καταλάβω» έλεγε σε συνομιλητές που τον επισκέπτονταν στο Φανάρι και τον ρωτούσαν για τον Μακάριο, «αρχιεπίσκοπο που φοράει κουμπούρια και γίνεται αφορμή αφαιρέσεως του πολυτιμοτέρου αγαθού, της ζωής των ανθρώπων». Την ίδια στάση τήρησε ο Πατριάρχης και τα κατοπινά χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Μακάριος εξελέγη πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κι επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, ο Αθηναγόρας δεν τον δέχθηκε στο Φανάρι . Στη συνέχεια είχαμε τις μαζικές απελάσεις Ελλήνων τη δεκαετία του 60΄ , το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971 για να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση με την τουρκική ηγεσία να υποβάλει σε ένα συνεχές «σκωτσέζικο ντους» το Πατριαρχείο. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στα μείζονα διεθνή ζητήματα ουσιαστικά το Φανάρι στηρίζει την αμερικανική πολιτική και από την πλευρά τους οι εκάστοτε Αμερικανοί πρόεδροι υποστηρίζουν τουλάχιστον στα λόγια και για λόγους κυρίως ψηφοθηρικούς ( ελληνική ομογένεια στις ΗΠΑ) αιτήματά του όπως το άνοιγμα της Σχολής της Χάλκης.
Την Κυριακή διεξάγονται οι εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη νέου προέδρου, σε μια…
Πέρασαν μόλις δύο χρόνια, από τη μοιραία εκείνη νύχτα όπου ένας ασυνείδητος οδηγός που έτρεχε…
Ο συνδυασμός του Αντώνη Ροκάκη σημείωσε σαρωτική νίκη στις εκλογές του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου…
Πληθαίνουν τα δημοσιεύματα καθημερινά για το σχεδιασμό του Υπουργείου Μετανάστευσης να δημιουργηθούν στην Κρήτη, δομές…
Απαντήσεις για το κύμα γαστρεντερίτιδας στα Χανιά τον περασμένο Οκτώβριο αναζητά ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας, ζητώντας…
Συνεχίζονται οι δράσεις του Δήμου Χανίων και της ΔΕΔΙΣΑ Α.Ε. (ΟΤΑ) στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής…
This website uses cookies.