Ο μύθος της Αμερικανικής “Γης της επαγγελίας”, του καταφύγιου των αποδήμων όλου του κόσμου επηρέασε και την Ελλάδα ιδίως στις αρχές του 1900. Οι Έλληνες που μετανάστευαν στις υπερπόντιες χώρες, εκτός από τη σωματική ικανότητα, δε διέθεταν άλλο προσόν. Πολλοί έφταναν στον Πειραιά από την ύπαιθρο και αντίκριζαν για πρώτη φορά θάλασσα και βαπόρια. Ήταν αγράμματοι, λίγοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό και ονειρεύονταν μια καλύτερη ζωή για τους ίδιους και για να εξασφαλίσουν το μέλλον των δικών τους.
Μεγάλο ρόλο έπαιζαν οι πράκτορες των μεταναστευτικών γραφείων και των ατμοπλοϊκών εταιρειών που διαφήμιζαν τον πλούτο και τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η Αμερική, τάζοντας “γρήγορο χρήμα”. Ενδεικτικό του ότι οι Έλληνες πήγαιναν με πρόθεση να μείνουν προσωρινά στην Αμερική, είναι το γεγονός ότι έφευγαν μόνο άντρες σε αντίθεση με τους μετανάστες από άλλες χώρες.
Μέχρι το 1907 το ελληνικό μεταναστευτικό κύμα προς την Αμερική το διακινούσαν άλλωστε ξένες ατμοπλοϊκές εταιρίες ενώ στη συνέχεια “στο παιχνίδι” μπήκαν και ελληνικές. Οι συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ήταν φριχτές για τους μετανάστες. Πλοία 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες, ενώ οι επίδοξοι μετανάστες έπεφταν πολλές φορές θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης από τις εταιρείες που αναλάμβαναν το ταξίδι.
Η λειτουργία των πρακτόρων των γραφείων μετανάστευσης αλλά και τα ταξίδια της εποχής περιγράφονται με τον πιο γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του Θανάση Βαλτινού, “Το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη”.
Στο βιβλίο, ένας απλοϊκός και αγράμματος χωρικός από την Πελοπόννησο εξιστορούσε τις αγωνιώδεις προσπάθειες του να μεταναστεύσει στην Αμερική, και μετά, τις περιπέτειες του εκεί σαν παράνομος μετανάστης.
“Το 1903 αποφάσισα κ’ εγώ να ξενιτευτώ. Σηκώθηκα μιαν αυγή, στις δεκαπέντε Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή, πήρα οχτακόσιες δραχμές και αξημέρωτα πέρναγα το Νούδιμο του Ορχομενού”. Έπειτα από ανθρωποκυνηγητό σε πολλές αμερικανικές Πολιτείες, ο Αντρέας Κορδοπάτης από το χωριό Δάρα Μαντινείας απελάθηκε, αλλά δεν το έβαλε κάτω.
Απόσπασμα από τον “Κορδοπάτη”:
“Πλεύρισε το καράβι στο λιμάνι, το λιμάνι πατωμένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πως η Αυστροαμερικάνα έβγαλε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του μέρος κι οι άλλες εταιρείες παραπονέθηκαν… Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν. Όποιος ήταν καλός του ‘δινε μια κάρτα με μπλε μολύβι και έγραφε επάνω οράϊτ, αμερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός του΄δινε κάρτα με κόκκινο.
Μου ‘δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων μπλε. Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, μας ξανακοίταξαν, μας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις μέρες καινούργια επιτροπή ανώτερη. Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε άρρωστους, κλέφτες και εγκληματίες να πατήσουν αμερικανικό έδαφος. Τότε πήραμε απόφαση ότι μας γύριζαν πίσω. Μ΄ έκλεισαν στο μπουντρούμι με τους εξήντα άλλους από διάφορες φυλές. Στις 30 Νοεμβρίου (1907) έρχεται ο διερμηνέας του πλοίου, ένας Κώστας Πυλίας…
Μόλις μας έβγαλαν απάνω άρχισε ο νους μου να γυρίζει. Σκεπτόμουν να το σκάσω. Με τη σκούφια, τα παπούτσια λυτά, το πανωφόρι στον ώμο, είπα να μπω σε μια βάρκα να κρυφτώ τη νύχτα, στη σκιά του πλοίου να πέσω στο νερό. Φοβήθηκα μην πνιγώ δεν το ‘βρισκα καλό. Αποφάσισα να κάνω τον κόπο να κατέβω απ΄ τη σκάλα. Βάζω τα χέρια πίσω. Κατεβαίνω μπροστά στους κλητήρες. Μπαίνω τάχα για το νερό μου, βρίσκω μια πόρτα, άλλοι κλητήρες μέσα δεν δώσαν σημασία. Στρίβω δεξιά, τραβάω κάτι διαδρόμους, βλέπω γυαλί και απόξω κόσμο να περνάει. Βγαίνω και δεν το πίστευα”.
Στις αρχές του 20ου αιώνα περίπου ένας στους επτά μετανάστες παρέμενε στη Νέα Υόρκη, που είχε το 1910 πάνω από 12.000 Έλληνες. Οι υπόλοιποι συνέχιζαν την πορεία τους στην Αμερικανική ενδοχώρα.
Όπως γράφει ο Μπάμπης Μαλαφούρης στο βιβλίο του, “Οι Έλληνες της Αμερικής 1528-1948”: Καθώς πήγαιναν στην Αμερική με πρόθεση να μείνουν προσωρινά, πολλοί αρνιόντουσαν να μάθουν την αγγλική γλώσσα και καθώς ήσαν και ανειδίκευτοι, δεν τους απέμεινε παρά να δουλέψουν στα μεταλλεία ή στους σιδηροδρόμους ενώ πολλοί εκδηλώνοντας το “επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα”, έστηναν καροτσάκια πουλώντας λαχανικά ή φρούτα κ.λ.π. στους δρόμους. Σύμφωνα με μια έκθεση το 1901 υπήρχαν 1500 περίπου πλανόδιοι πωλητές στη Νέα Υόρκη.
To κειμενο συνοδεύουν φωτογραφίες – ιστορικά ντοκουμέντα Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ. Κάθε φωτογραφία και μία ιστορία ζωής. Οι φωτογραφίες διασώζονται σε αρχεία πολιτιστικών ιδρυμάτων και βιβλιοθηκών στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πολλές από τις συλλογές που παρουσιάζονται κατά καιρούς δείχνουν τους Έλληνες στις επιχειρήσεις που έστησαν στις αρχές του 1900 στις μεγάλες πόλεις όλης της χώρας, ενώ άλλες απαθανατίζουν τις άθλιες συνθήκες που αντιμετώπιζαν νεαροί άντρες που δούλευαν ως λούστροι
Πηγή Κειμένου: news247.gr
Ο καλλιτεχνικός χώρος Zoetrope και ο Σπύρος Ζερβουδάκης διοργανώνουν την παρουσίαση του φωτογραφικού βιβλίου Terra…
Η Google ανακοίνωσε το νέο μοντέλο δημιουργίας βίντεο με τεχνητή νοημοσύνη, το Veo 2. Η…
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της MRB, που διεξήχθη από τις 4 έως τις 13 Δεκεμβρίου, οι…
Μαθητές και καθηγητές του Ειδικού Επαγγελματικού Γυμνασίου και Λυκείου Χανίων δημιούργησαν με μεράκι και αγάπη…
Προϊόν τεχνητής νοημοσύνης με σκοπό την παραπληροφόρηση είναι πολλές από τις φωτογραφίες που είδαν το…
Την Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024, οι μαθητές και απόφοιτοι του 1ου Γενικού Λυκείου Χανίων και…
This website uses cookies.