«Είμαστε μαζί σας, είτε μας θέλετε είτε όχι»Στυλιανός Παττακός, προς αξιωματούχο της αμερικανικής πρεσβείας (26/4/1967)
Oταν πριν από λίγο καιρό στην ιστοσελίδα της CIA αναρτήθηκαν 930.000 παλιότερα έγγραφα της υπηρεσίας, πολλοί πίστεψαν ότι έφτασε ίσως η στιγμή για τη διαλεύκανση κάποιων σκοτεινών σελίδων της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας – με πρώτη και καλύτερη την ανάμιξη των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967.Στην πραγματικότητα, το υλικό αυτό απαρτίζεται κυρίως από αναλύσεις γραφείου και όχι από επιχειρησιακά έγγραφα.
Αφορά, δηλαδή, την εικόνα που οι αναλυτές της υπηρεσίας φιλοτεχνούσαν για τις εξελίξεις προς ενημέρωση των προϊσταμένων τους και της ηγεσίας των ΗΠΑ, όχι όμως και τις παρεμβάσεις των πρακτόρων της CIA που αποσκοπούσαν στη διαμόρφωση αυτών των εξελίξεων.
Επιπλέον, αρκετά κρίσιμα αποσπάσματα των εν λόγω εγγράφων παραμένουν ακόμη απόρρητα.
Οσον αφορά την Ελλάδα, η πρόσφατη ανάρτηση δεν περιλαμβάνει επίσης έγγραφα όπως οι προδικτατορικές αναφορές της CIA για τη «δεξιά συνωμοτική ομάδα» του Παπαδόπουλου (7/3/1966 και 20/12/1966), τις οποίες γνωρίζουμε όχι μόνο από τη σχετική ιστοριογραφία αλλά ακόμη κι από την επίσημη έκδοση ντοκουμέντων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Πρόκειται, συνεπώς, για υλικό άχρηστο στον ερευνητή; Κάθε άλλο.
Για την περίοδο ιδίως της χούντας του 1967-1974, οι αναλύσεις της CIA όχι μόνο αποτυπώνουν εναργώς τη στάση της υπηρεσίας απέναντι στο καθεστώς, αλλά μας πληροφορούν και για τεκταινόμενα στην κορυφή της εγχώριας κρατικής ιεραρχίας τα οποία, ελέω στρατοκρατίας και ασφυκτικής λογοκρισίας, παρέμεναν άγνωστα στο ευρύ κοινό.
Οι πράκτορες της υπηρεσίας είχαν, γαρ, πολύ καλύτερη πρόσβαση στους τότε κυβερνώντες απ’ ό,τι τα εγχώρια ΜΜΕ, έστω κι αν οι αναλυτές του Λάνγκλεϊ τη θεωρούσαν συχνά ανεπαρκή.
Το πραξικόπημα
Γι’ αυτό καθαυτό το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 διαθέτουμε οκτώ συνοπτικές εκθέσεις του Λάνγκλεϊ, συνταγμένες μέσα στο πρώτο διήμερο σε συνεργασία με τις επιτόπιες «μυστικές υπηρεσίες» (Clandestine Services).
Η πρώτη έκθεση, στις 2 π.μ. (ώρα Ουάσινγκτον) της 21/4/1967, ενημερώνει τα κεντρικά πως «η κυβέρνηση Κανελλόπουλου ανατράπηκε από ένα ταχύτατο και καλοσχεδιασμένο στρατιωτικό πραξικόπημα, διευθυνόμενο απ’ ό,τι φαίνεται από την ανώτατη ηγεσία του ελληνικού στρατού».
Η ίδια πληροφορία, που παραπέμπει στο σχεδιαζόμενο κίνημα των στρατηγών (για το οποίο η CIA και η πρεσβεία είχαν επίσημα ενημερωθεί στις 6/3/1967) και όχι των συνταγματαρχών, επαναλαμβάνεται παρακάτω:
«Το πραξικόπημα φαίνεται ότι διεξήχθη από υψηλόβαθμη ομάδα του ελληνικού στρατού, η οποία είχε προηγουμένως καταρτίσει σχέδια έκτακτης ανάγκης για συλλήψεις ανεπιθυμήτων και κατάληψη της εξουσίας από το στρατό αν χρειαστεί ν’ αποτραπεί η επάνοδος των Παπανδρέου στην εξουσία».
Ακολουθούν τρεις λογοκριμένες σειρές και το έγγραφο κλείνει με την καθησυχαστική διαβεβαίωση ότι «το πραξικόπημα αναμένεται να διατηρήσει τις προηγούμενες σταθερές σχέσεις με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ».
Εννιάμισι ώρες αργότερα, η επόμενη έκθεση διορθώνει την αρχική εικόνα διευκρινίζοντας ότι «το πραξικόπημα υπήρξε έργο μιας ομάδας ανώτερων αξιωματικών του στρατού και της αεροπορίας που αυτοαποκαλούνταν νωρίτερα “Επαναστατικό Συμβούλιο”» και «ισχυρίζονται πως είχαν ασφαλείς πληροφορίες ότι οι κομμουνιστες ετοιμάζονταν “να ξεκινήσουν ταραχές, απεργίες και γενική αναταραχή στην Αθήνα” το Σάββατο» 22 Απριλίου.
Η συνέχεια του εγγράφου πιστοποιεί πως η CIA είχε σαφή εικόνα των συνωμοτών:
«Το “Επαναστατικό Συμβούλιο”, το οποίο υφίσταται από το 1963, απογοητεύθηκε σταδιακά από την επιδεινούμενη πολιτική κατάσταση και την ανικανότητα των πολιτικών να λύσουν τα προβλήματα της Ελλάδας. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν μετατεθεί από την Αθήνα στην επαρχία το 1964, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου έγινε πρωθυπουργός».
Από τα προαναφερθέντα έγγραφα του 1966 προκύπτει άλλωστε πως η υπηρεσία γνώριζε λεπτομερώς τη σύνθεση του «συμβουλίου».
Ακολουθούν ξανά καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις:
«Ο εκπρόσωπος της ομάδας, στρατηγός Παττακός, δήλωσε στον αεροπορικό ακόλουθο των ΗΠΑ ότι το πραξικόπημα σχεδιάστηκε “για να διασφαλιστεί η εσωτερική ηρεμία, η νομιμοφροσύνη προς τον βασιλέα και η αφοσίωση στο ΝΑΤΟ και τη Δύση, καθώς και η ενότητα του λαού” που δίχασαν οι πολιτικοί».
Ο συντάκτης της έκθεσης διαβεβαιώνει επίσης ότι, σε περίπτωση που «οι υποστηρικτές των Παπανδρέου ή η άκρα Αριστερά συνέλθουν από το αρχικό τους σοκ» κι «επιχειρήσουν να ξεκινήσουν φασαρίες», «οι δυνάμεις ασφαλείας είναι σε θέση να διατηρήσουν την τάξη».
Οι υπόλοιπες εκθέσεις ασχολούνται με τον σχηματισμό της πρώτης χουντικής κυβέρνησης, το εύρος της καταστολής και, πάνω απ’ όλα, με τις αντιδράσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Ο τελευταίος φέρεται να χαρακτηρίζει τους πραξικοπηματίες «ηλίθια ακροδεξιά τσογλάνια», να ζητά από τον Αμερικανό πρέσβη Τάλμποτ ν’ αποκαταστήσει τη νομιμότητα με απόβαση πεζοναυτών και, τελικά, να συμβιβάζεται με τη νέα κατάσταση μέσα σ’ ένα 48ωρο· οι «φήμες» που διέρρευσαν επ’ αυτού σε ξένα ΜΜΕ προκαλούν εκνευρισμό στην υπηρεσία, οι εκθέσεις της οποίας τονίζουν διαρκώς την «ηρεμία» που επικρατεί στην Αθήνα.
Ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας ανησυχεί πάντως γι’ αυτή τη διάσπαση της εγχώριας εθνικοφροσύνης κι ενημερώνει μέσω CIA την Ουάσινγκτον ότι «θεωρεί την πτώση της μοναρχίας, εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Ελλήνων στρατιωτικών και/ή την εγκαθίδρυση δικτατορίας νασερικού τύπου σαν υπαρκτές πιθανότητες».
Απόρρητα παραμένουν μεγάλα τμήματα των δυο τελευταίων εκθέσεων της 22/4/1967.
Μεταξύ άλλων, είναι εμφανές ότι λογοκρίθηκε ο συσχετισμός πραξικοπήματος και Κυπριακού.
Μια καλοπροαίρετη χούντα
Τις πρώτες εκτιμήσεις επισφραγίζει ένα οκτασέλιδο έγγραφο που συντάχθηκε ένα μήνα αργότερα, με τίτλο «Η ελληνική χούντα» (24/5/1967).
Η αρχική επίφαση ουδετερότητας παραχωρεί πλέον τη θέση της στην ανοιχτή συνηγορία.
Η έκθεση ξεκινά με την αισιόδοξη διαπίστωση πως «η κατάσταση είναι εξωτερικά ήρεμη και δεν υπάρχουν σημάδια οποιασδήποτε αποτελεσματικής εσωτερικής αντίστασης στο καθεστώς. Προς το παρόν, μολονότι το κοινό δεν έχει μέχρι στιγμής εκδηλώσει υποστήριξη προς το νέο καθεστώς, φαίνεται ανακουφισμένο από το γεγονός ότι το πραξικόπημα πραγματοποιήθηκε σχετικά ανώδυνα κι ότι υπάρχει προοπτική μιας προσωρινής τουλάχιστον ανάπαυλας από την πολιτική αναταραχή που μάστιζε την Ελλάδα μετά την πτώση της κυβέρνησης Καραμανλή το 1963».
Ακολουθούν τα σύντομα βιογραφικά των πρωταγωνιστών του εγχειρήματος.
Για τον Παττακό μαθαίνουμε ότι «πριν το πραξικόπημα θεωρούνταν φιλικά προσκείμενος στην ΕΡΕ, το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Εχει στενούς συγγενείς στις ΗΠΑ και δυο ανηψιούς που υπηρετούν ως αξιωματικοί στον αμερικανικό στρατό, ο ένας εκ των οποίων στο Βιετνάμ».Οι επόμενες τρεις σειρές παραμένουν απόρρητες.
Ο Παπαδόπουλος σκιαγραφείται ως «το ισχυρότερο μέλος της τριανδρίας» και μνημονεύεται η κατοχική δράση του «στις αντιστασιακές ομάδες του στρατηγού Γρίβα» (δηλαδή τη διαβόητη «Χ»).Οι επόμενες 4½ σειρές έχουν λογοκριθεί, σε αντίθεση με την ευμενή διαπίστωση ότι στις δημόσιες εμφανίσεις του «έχει δώσει ευθείες και λογικές απαντήσεις, ευκαιριακά όμως επέδειξε μια κάποια τραχύτητα».
Το βιογραφικό του Μακαρέζου ξεκινά με 3½ λογοκριμένες σειρές.Ακολουθεί η πληροφορία πως «έχει πανεπιστημιακές γνώσεις στην οικονομία, την πολιτική επιστήμη και τη διοίκηση επιχειρήσεων», καθώς και ότι «μιλά περιορισμένα αγγλικά αλλά άνετα γερμανικά, τα οποίαν πιθανόν έμαθε κατά τη θητεία του ως στρατιωτικός ακόλουθος της Ελλάδας στη Βόννη το 1963-1964».
Το απόσπασμα κλείνει η καθησυχαστική διαβεβαίωση ότι «κι αυτός επίσης φαίνεται εντελώς φιλονατοϊκός και φιλοαμερικανός».
Τα πορτρέτα των πραξικοπηματιών συνοδεύει η επισήμανση πως «υπάρχουν πληροφορίες, οι οποίες πηγάζουν κυρίως από εικασίες και κουτσομπολιά, για την ανάδυση ανταγωνισμών στο εσωτερικό της χούντας, ιδίως μεταξύ Παπαδόπουλου και Παττακού», μολονότι «αμφότεροι το αρνούνται».
Μια ολόκληρη παράγραφος έχει εδώ λογοκριθεί.
Υμνητική για τη χούντα είναι η περιγραφή της στοχοθεσίας της:
«Μολονότι δεν ξεκίνησαν την κατάληψη της εξουσίας μ’ ένα έτοιμο πενταετές σχέδιο για την Ελλάδα, οι ηγέτες του πραξικοπήματος πέτυχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα σε ορισμένα πράγματα που ξεκίνησαν να κάνουν. Αποκατέστησαν τη δημόσια τάξη και σχεδόν κανονικότητα στην ελληνική οικονομική ζωή, επιδίωξαν δε να συμφιλιώσουν την κοινή γνώμη της υπαίθρου με μέτρα για την αύξηση του αγροτικού εισοδήματος».
Ως στόχοι της χούντας, μεταξύ άλλων, «η επαναστελέχωση της δημόσιας διοίκησης με ακομμάτιστους υπαλλήλους που συνδυάζουν επαγγελματικές δεξιότητες κι εντιμότητα», η «ανατροπή της αριστερής-ουδετερόφιλης κατρακύλας στην ελληνική εξωτερική πολιτική, που χαρακτηρίζει τη μετακαραμανλική περίοδο», καθώς και «η έμφαση σε αναπτυξιακά προγράμματα σε φτωχές και καθυστερημένες περιοχές».
Ως θετικό παράδειγμα αυτής της τελευταίας μνημονεύεται η υπογραφή της σύμβασης με την καλιφορνέζικη Litton Industries, «η εφαρμογή της οποίας είχε παρεμποδιστεί από την αριστερή κοινοβουλευτική αντιπολίτευση»· στην πραγματικότητα επρόκειτο για σύμβαση λεόντεια, που εξελίχθηκε σ’ ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα απροκάλυπτης λεηλασίας του δημόσιου χρήματος.
Η έκθεση κλείνει με τη διαπίστωση ότι «τα μέλη της χούντας φαίνονται έξυπνοι, ικανοί και με ισχυρή θέληση».
«Νέα ράτσα», δημόσιο χρέος
Χάρη στην αμερικανική στήριξη, η χούντα παρέμεινε τελικά στην εξουσία μιαν ολόκληρη επταετία.
Οι αναλύσεις της CIA αποτυπώνουν αυτή την επιλογή, παραθέτοντας το σκεπτικό που την υπαγόρευσε κι αναπαράγοντας σε μεγάλο βαθμό την επιχειρηματολογία των ίδιων των δικτατόρων.
«Στα 140 χρόνια αφότου απελευθερώθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία, η Ελλάδα ουδέποτε κατόρθωσε ν’ αποκτήσει σταθερό δημοκρατικό σύστημα», διαβεβαιώνει χαρακτηριστικά η πρώτη παράγραφος μιας πολυσέλιδης έκθεσης με τίτλο «Η Ελλάδα, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ» (23/4/1970).
«Το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ήρθε σε μια στιγμή που το ελληνικό πολιτικό σύστημα βρισκόταν σε σοβαρή αποσύνθεση. […] Οι περισσότερες κυβερνήσεις ήταν βραχύβιες, αναποφάσιστες και διεφθαρμένες· μεγάλο μέρος του Τύπου ήταν αργυρώνητο και ανεύθυνο».
Μικρό το κακό της εκτροπής, μ’ άλλα λόγια.
Η χούντα περιγράφεται σαν «μια νέα ράτσα κυβερνητών» που «εμπνέεται από ασαφείς ιδέες κοινωνικής κι οικονομικής δικαιοσύνης» κι «επιδεικνύει ένα άκρως ηθικολογικό κι έντονα αντικομμουνιστικό προφίλ»(4/3/1968), ως φορέας «ενός είδους αυταρχικού λαϊκισμού» (23/4/1970), ακόμη και σαν εκσυγχρονιστικό εγχείρημα που «αποβλέπει στην πλήρη εκκαθάριση όλων των ελληνικών θεσμών από κάθε ίχνος των προηγούμενων αρχαϊκών, διεφθαρμένων κι “αναποτελεσματικών δυνάμεων του κατεστημένου”» (6/7/1967).
Οι μη στρατιωτικοί συνεργάτες της χαρακτηρίζονται, πάντως, «μηδενικά» (4/3/1968).
Οσον αφορά τη στάση του πληθυσμού, οι αναλυτές της CIA αρχικά διαπιστώνουν «γενικευμένη αποδοχή των εξηγήσεων της χούντας για την αναγκαιότητα του πραξικοπήματος» και «λαϊκή ανοχή ή ακόμη και ικανοποίηση από τη νέα κυβέρνηση» (6/7/1967), ενώ αργότερα τονίζουν κυρίως την απουσία ενεργητικής αντίστασης και την απουσία φερέγγυων (για τις ΗΠΑ) εναλλακτικών λύσεων:
«Η αποσύνθεση της ΕΡΕ είναι δύσκολο να ξεπεραστεί» (4/3/1968)· «λαϊκή εξέγερση δεν φαίνεται πιθανή», καθώς «η κυβέρνηση καταστέλλει αποφασιστικά κι αποτελεσματικά τους αντιφρονούντες, η οργανωμένη αντιπολίτευση είναι σχεδόν ανύπαρκτη» κι «όλοι οι ηγέτες του παλιού καθεστώτος έχουν εξοριστεί ή περιέλθει σε ανυποληψία» (23/4/1970).
Οι ορατές αντιδικτατορικές διαθέσεις σχετικοποιούνται, τέλος, με κοινωνιολογίζουσες προσεγγίσεις:
«Η παρούσα κυβέρνηση φαίνεται ότι στηρίζεται κυρίως στην ύπαιθρο μάλλον, παρά στις μεγάλες πόλεις. Είναι μισητή στους διανοούμενους και τους πιο πολιτικοποιημένους κύκλους» (23/4/1970).
Στα θετικά του καθεστώτος προσμετράται φυσικά η αποτελεσματική πάταξη του εσωτερικού εχθρού:
«Οι κομμουνιστές, βαθιά διασπασμένοι και αγρίως καταπιεσμένοι, είναι απίθανο να προβάλουν ως αξιόλογη δύναμη για αρκετά τουλάχιστον χρόνια» (23/4/1970).
Εξίσου σημαντική θεωρείται η συνεργασία χούντας – κεφαλαίου.
Η πρώτη «επαφίεται πολύ περισσότερο στις ιδιωτικές επιχειρήσεις ως κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της Ελλάδας» απ’ ό,τι οι προκάτοχοί της (4/3/1968) και «οι σχέσεις της με τους ιδιώτες επιχειρηματίες είναι εξαίρετες» (23/4/1970).
Τα εύσημα αυτά δεν σημαίνουν, πάντως, αποδοχή των ισχυρισμών του καθεστώτος περί οικονομικού θαύματος.
Οι αναλυτές της CIA επισημαίνουν, αντίθετα, τον πλασματικό χαρακτήρα μιας ευμάρειας βασισμένης κυρίως στην αύξηση του εξωτερικού χρέους:
«Κάτω από την παρούσα κυβέρνηση, το ισοζύγιο πληρωμών επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι πριν το πραξικόπημα», η δε χούντα «αντιμετώπισε μέχρι σήμερα την πρόκληση με μεσοπρόθεσμο και βραχυπρόθεσμο δανεισμό και ψηλά επιτόκια. Καθώς η Ελλάδα έχει μέχρι σήμερα σχετικά ελαφρύ φορτίο εξωτερικού χρέους, το καθεστώς μπορεί ενδεχομένως να συνεχίσει να κάνει το ίδιο για αρκετά χρόνια, φορτώνοντας όμως τη χώρα με όλο και πιο επαχθείς υποχρεώσεις αποπληρωμής του» (23/4/1970, σ. 7-8).
Βολικοί και χρήσιμοι
Εκεί που τα πλεονεκτήματα του δικτατορικού καθεστώτος υμνούνται απροκάλυπτα είναι, ωστόσο, σε σχέση με το μείζον «εθνικό θέμα» της εποχής: το Κυπριακό.
«Ο σφριγιλός πολιτικός έλεγχος που ασκεί η χούντα στο εσωτερικό τής επιτρέπει να είναι περισσότερο εποικοδομητική σε σχέση με την Κύπρο απ’ ό,τι τα προηγούμενα ελληνικά καθεστώτα», τονίζει η έκθεση της 4/3/1968.
«Ο Παπαδόπουλος έχει απ’ ό,τι φαίνεται πείσει τους συναδέλφους του πως η συνέχιση της διαμάχης είναι τόσο επιβλαβής στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ελλάδας ώστε πρέπει να επιδιωχθεί επίλυσή της, ακόμη και με τίμημα σημαντικές παραχωρήσεις στην Τουρκία».
Η ίδια εκτίμηση επαναλαμβάνεται σταθερά και στις επόμενες εκθέσεις.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι αναλυτές της CIA επιχειρηματολογούν υπέρ της άρσης των περιορισμών που είχαν επιβληθεί στη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ μετά το πραξικόπημα.
Η έκθεση της 6/7/1967 αποκαλεί «ανθελληνικές» τις διαμαρτυρίες για το πραξικόπημα και κλείνει με την εκτίμηση πως «η διάθεση της κυβέρνησης [Κόλλια] να διατηρήσει ενεργό ρόλο στο δυτικό αμυντικό σύστημα εξαρτάται ίσως σε μεγάλο βαθμό από το βαθμό αποδοχής της νομιμότητας του καθεστώτος εντός του ΝΑΤΟ».
Στις 4/3/1968 επαναλαμβάνεται δις η διατύπωση πως «η αποκατάσταση του προγράμματος στρατιωτικής βοήθειας θα δικαιώσει στα μάτια του Παπαδόπουλου τη θέση του κι ενδέχεται να τον βοηθήσει να στρέψει γρηγορότερα τη χούντα στην κατεύθυνση συνταγματικών μορφών».
Στις 23/4/1970 τονίζεται, τέλος, η αυξανόμενη σημασία των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα μετά το κλείσιμο του Wheelus Field στη Λιβύη και «το αυξανόμενο ρεύμα αντιαμερικανικών αισθημάτων στην Τουρκία, όπως μαρτυρούν οι ταραχές ενάντια στις επισκέψεις του 6ου Στόλου».Ταυτόχρονα υπενθυμίζεται πως «υπάρχουν όρια, πέρα από τα οποία οι αμερικανικές πιέσεις παύουν να είναι αποτελεσματικές» – και πως η χούντα μπορεί να αρνηθεί τη χρήση τους, «αν κατά τη γνώμη της η πολιτική των ΗΠΑ έναντί της είναι τιμωρητική και παράλογη».
Πίσω από τη βιτρίνα
Μόνιμη επωδό στις αναλύσεις της CIA, από ένα σημείο και μετά, συνιστά η αντιδιαστολή μεταξύ «μετριοπαθούς» Παπαδόπουλου και «σκληροπυρηνικών» συντρόφων του.
Μεταξύ άλλων, η επίκλησή της δικαιολογούσε και την αποφυγή οποιουδήποτε εκδημοκρατισμού.
«Η μόνη σημαντική απειλή για την τωρινή ηγεσία προέρχεται από την ίδια τη χούντα», εκτιμά η έκθεση της 4/3/1968.
«Μια νεότερη σκληροπυρηνική φράξια, ανυπόμονη για τα εμπόδια που συναντά η εξουσία της χούντας, έχει αρχίσει ν’ αναδύεται» και «σε ορισμένα ζητήματα κατάφερε να κινητοποιήσει σημαντικό τμήμα της χούντας και να αλλάξει ή ακόμη και ν’ ανατρέψει κάποιες από τις επιλογές που υποστήριξε ο Παπαδόπουλος».
Παρά τις ενδιάμεσες αλλαγές, και την εμφανή ισχυροποίηση του δικτάτορα, η ίδια εικόνα αναπαράγεται και στις 23/4/1970: ο Παπαδόπουλος, διαβάζουμε, «κάθε άλλο παρά απόλυτος ηγεμόνας είναι και δεν μπορεί να επιβάλει στους στρατιωτικούς συναδέλφους του ν’ αποδεχθούν πολιτικές στις οποίες είναι σφόδρα αντίθετοι, όπως κάθε ευρεία φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος ή πρώιμη αποκατάσταση δημοκρατικών θεσμών».
Πιο ενδιαφέρουσες αποδεικνύονται οι πληροφορίες για τις εσωτερικές τριβές της χούντας που καταγράφονται σε δυο εκθέσεις του 1972.
«Στα τέλη του 1970», διαβάζουμε στην πρώτη (25/9/1972), «μια μείζων αντιπαράθεση αναπτύχθηκε ανάμεσα στον πρωθυπουργό και κάμποσους συναδέλφους του στο Επαναστατικό Συμβούλιο, που απαίτησαν από τον Παπαδόπουλο είτε να υποταχθεί στη συλλογική βούληση είτε να παραιτηθεί. Οι διοικητές των στρατιωτικών μονάδων γύρω από την Αθήνα συμπαρατάχθηκαν ωστόσο με τον Παπαδόπουλο και τα δυσαρεστημένα μέλη του Επαναστατικού Συμβουλίου, ανίκανα να συμφωνήσουν για διάδοχο, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ηταν μια καθαρή νίκη του Παπαδόπουλου, άφησε όμως ένα υπόγειο ρεύμα δυσφορίας που παραμένει σε κάποιους τομείς μεταξύ των στρατιωτικών».
Η επόμενη παράγραφος –15 σειρές– παραμένει απόρρητη.
Η δεύτερη έκθεση (9/11/1972) μας πληροφορεί, πάλι, ότι «το περασμένο καλοκαίρι σχεδιάστηκε πραξικόπημα, το οποίο ο Παπαδόπουλος πληροφορήθηκε και απέφυγε».
Αξιοσημείωτη είναι η πρόβλεψη των αναλυτών για τους συσχετισμούς που διαμορφώνονταν στο παρασκήνιο:
«Ενα πραξικόπημα υπό την ηγεσία του απόστρατου συνταγματάρχη Σταματελόπουλου (που στρατολόγησε πολλούς από τους πραξικοπηματίες αξιωματικούς του 1967), σε συνεργασία με τον επικεφαλής της στρατονομίας Ιωαννίδη, θα κινούνταν πιθανόν αργά προς μια συνταγματική κυβέρνηση και μεγαλύτερη συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα του 1968.
Ενα πραξικόπημα όπου θα κυριαρχούσαν οι νεότεροι αξιωματικοί της χούντας θα εγκαθίδρυε ίσως ένα σφιχτότερο, πιο δικτατορικό καθεστώς.
Κατά τα λοιπά, κανένα τους δε θα ήταν πολύ διαφορετικό από το παρόν καθεστώς· δηλαδή φιλονατοϊκό, κραυγαλέα αντικομμουνιστικό, πουριτανικό» (9/11/1972).
Τελικά, ο Παπαδόπουλος ανατράπηκε από τη συμμαχία «Ιωαννίδη-νέων», που έθεσε τέρμα στην ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση του 1973.
Οι αναλυτές της CIA είχαν προλάβει, πάντως, να επιδείξουν κάποια κατανόηση για τη δυσφορία και αυτών των πραξικοπηματιών:
«Γνωρίζουμε πως ένας αρκετά μεγάλος αριθμός νεότερων μελών της χούντας είναι δυσαρεστημένα με την κυβέρνηση. Απεχθάνονται τη συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του Παπαδόπουλου. Μιλάνε όλο και πιο ανοιχτά για την αύξηση της διαφθοράς από ανώτερους αξιωματούχους και υπουργούς» (9/11/1972).
Πολυτεχνείο και Ιωαννίδης
Το μόνο έγγραφο που αφορά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η ημερήσια ενημέρωση του προέδρου Νίξον από τη CIA στις 19/11/1973, αποτυπώνει αμήχανα τα όρια της υπηρεσιακής πληροφόρησης:
«Δεν είναι ακόμη σαφές ποιος διηύθυνε την αντικαθεστωτική δραστηριότητα μέσα στο Πολυτεχνείο, επίκεντρο των διαδηλώσεων μέχρι την εκκαθάρισή του το πρωί του Σαββάτου. Οπαδοί του εξόριστου αριστερού Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ωστόσο πολύ ορατοί, ως ταραξίες και συμμετέχοντες».
Η συγκυρία θεωρείται «ατυχής για τις προσπάθειες της κυβέρνησης να “πολιτικοποιήσει” το καθεστώς», μέρος δε της ευθύνης επιρρίπτεται «στους πολιτικούς» που «ενθάρρυναν τους φοιτητές».
Διαυγέστατη είναι, αντίθετα, η ανάλυση του πραξικοπήματος Ιωαννίδη:
«Ο Παπαδόπουλος κατέστρεψε την πελατειακή του βάση στο στρατό δίχως να οικοδομήσει καινούρια.
Οι προσπάθειές του να σχηματίσει κυβέρνηση πολιτικών υπό το Σπύρο Μαρκεζίνη και να προσεταιριστεί τους οπαδούς των παλιών πολιτικών κομμάτων δεν διέλυσαν τους φόβους πως οι εκλογές θα ήταν φάρσα. […]
Την ώρα της ανατροπής του, ο Παπαδόπουλος διέθετε έτσι ελάχιστους υποστηρικτές στις ελληνικές δομές εξουσίας» (7/12/1973).
Οσον αφορά το νέο καθεστώς, η ίδια έκθεση εξηγεί πως «ο Ιωαννίδης πιστεύει ότι οι Ελληνες δεν είναι ακόμη έτοιμοι για δημοκρατία» κι ότι «τα οικονομικά προβλήματα έχουν προτεραιότητα»:
«Πριν από μερικούς μήνες δήλωσε πως η χούντα του Παπαδόπουλου έμεινε υπερβολικά λίγο στην εξουσία για να κάνει πειράματα με τη δημοκρατία.
Χρειάζεται, είπε, “20 χρόνια ή τουλάχιστον 10” για να ολοκληρώσει το πρόγραμμά της να καθαρίσει την ελληνική πολιτική σκηνή από τα σημάδια του παλιού κοινοβουλευτικού συστήματος.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το πραξικόπημα [της 25/11] μετέβαλε δομικά το χρονοδιάγραμμά του για επάνοδο στους δημοκρατικούς θεσμούς».
Καθώς ο αόρατος δικτάτορας δεν συνήθιζε καθόλου τις δημόσιες διακηρύξεις, είναι προφανές πως αυτές οι δηλώσεις έγιναν στο πλαίσιο σχετικής βολιδοσκόπησης της CIA.
Για τον νέο «πρωθυπουργό», Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, επισημαίνεται, τέλος, πως «η υπόληψή του πάσχει από φήμες για ανάμιξη σε διαφθορά κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής υπηρεσίας του» ως υπουργού Οικονομικών (1967-71) και Εσωτερικών (1971-73) του Παπαδόπουλου.
Το «θαύμα» καταρρέει
Το στοιχείο που καθορίζει τις εξελίξεις την τελευταία χρονιά της δικτατορίας είναι ωστόσο η παταγώδης κατάρρευση του «οικονομικού θαύματός» της μόλις ξέσπασε η παγκόσμια οικονομική κρίση.
«Μέσα στο 1973, και ιδίως από τον Σεπτέμβριο, το ισοζύγιο πληρωμών επιδεινώθηκε ταχύτατα. Οι αυξήσεις των τιμών έχουν πετσοκόψει αγρίως τα πραγματικά μεροκάματα των εργατών», επισημαίνει η έκθεση της 7/12/1973, ενώ αυτή της 18/4/1974 επικεντρώνεται στις πολιτικές επιπτώσεις της κρίσης:
«Οι νέοι και οι εργάτες έχουν τη δυνατότητα ν’ απειλήσουν το καθεστώς – παραμένει όμως απλώς δυνατότητα.
Η δημόσια κινητοποίησή τους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανατροπή του Παπαδόπουλου. […] Η οικονομική δυσπραγία δουλεύει υπέρ των αντιφρονούντων, όπως και τον Νοέμβριο.
Οι φοιτητές και οι εργάτες θ’ απολάμβαναν τη λαϊκή συμπάθεια, αν όχι ανοιχτή υποστήριξη, έτσι κι αψηφούσαν ξανά ανοιχτά την κυβέρνηση».
Ο εθνικισμός θα προβάλει έτσι ως η μοναδική διέξοδος ενός απονομιμοποιημένου καθεστώτος:
«Οι αξιωματικοί που ελέγχουν την κυβέρνηση είναι σθεναρά αφοσιωμένοι στη Δύση κι έντονα αντικομμουνιστές στη νοοτροπία», εξηγεί η τελευταία έκθεση.
«Ταυτόχρονα, είναι ακόμη πιο εθνικιστές κι επαρχιώτες στις αντιλήψεις από τους προκατόχους τους. Είναι πιο τυχοδιώκτες από τον Παπαδόπουλο στην προσέγγιση του Κυπριακού κι ανησυχούν για μια στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία. Το μίγμα αυτών των στοιχείων θέτει ακόμη περισσότερα προβλήματα για τις ΗΠΑ απ’ όσα έθετε το καθεστώς Παπαδόπουλου».
Εξ ου και η έγκαιρη αναζήτηση του επόμενου Μεσσία, που θα μπορούσε να δρομολογήσει μια κοινά αποδεκτή μεταπολίτευση:
«Ο τέως πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής εξακολουθεί να προτιμάται από πολλούς στην Ελλάδα ως εναλλακτική λύση στο στρατιωτικό καθεστώς.
Επειδή όμως ενδεχομένως αισθάνεται πως οι στρατιωτικοί κυβερνήτες ίσως στραφούν προς αυτόν για βοήθεια, δεν έχει ακόμη επιτεθεί δημόσια στο καθεστώς [Ιωαννίδη] από την αυτοεξορία του στο Παρίσι».
Το «ΟΚ» για το πραξικόπημα
Δεν περιμένει φυσικά κανείς από μια μυστική υπηρεσία να αποκαλύψει η ίδια την ανάμιξή της σε μια κακόφημη επιχείρηση, όπως το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.Από τις 15 τουλάχιστον προδικτατορικές εκθέσεις της CIA για την ομάδα Παπαδόπουλου έχουν έτσι δημοσιευθεί μέχρι σήμερα μόνο δύο.
Εξίσου εύγλωττο είναι το γεγονός πως η πληροφόρηση της υπηρεσίας για τις κινήσεις της εν λόγω ομάδας φέρεται να σταματά στις 23/1/1967, ενέργεια που θυμίζει περισσότερο «σιγή ασυρμάτου» από πλευράς των πρακτόρων παρά ξαφνική απώλεια επαφής με τους συνωμότες.
Για τις επαφές των δυο πλευρών εκείνες τις μέρες διαθέτουμε, ωστόσο, μια πρώτης τάξης πηγή: τη λεπτομερή έκθεση που ο τότε διευθυντής Α2 του ΓΕΣ, ταξίαρχος Πανουργιάς, έστειλε τον Οκτώβριο του 1967 στον αυτοεξόριστο Καραμανλή εξιστορώντας την προετοιμασία του πραξικοπήματος, τόσο από την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία (που δεν πρόλαβε να δράσει) όσο κι από τους υφισταμένους της συνταγματάρχες (που είχαν επιφορτιστεί με τη διεκπεραίωσή του, αλλά τελικά άδραξαν την ευκαιρία για δικό τους λογαριασμό).
Στέλεχος του πρώτου μηχανισμού, ο Πανουργιάς αναφέρεται και στη βολιδοσκόπηση του αθηναϊκού κλιμακίου της CIA από τους μελλοντικούς πραξικοπηματίες τον Μάρτιο του 1967:
«Μίαν ημέραν είχομεν συνάντησιν μεθ’ ενός Ελληνικής καταγωγής αξιωματικού της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, εις την οικίαν του Βουλευτού [Λάρισας της ΕΡΕ, Χρήστου] Κιτσίδη. Κατ’ αυτήν συνεζητήθη ποία η ενδεχομένη αντίδρασις των ΗΠΑ εις περίπτωσιν δικτατορίας. Ο εν λόγω Αμερικανός ενίσχυσεν κατά κάποιον τρόπον την άποψιν Παττακού [υπέρ του πραξικοπήματος, έστω και δίχως εντολή της ανώτατης ηγεσίας], ειπών ότι αι ΗΠΑ εφ’ όσον τηρούσαμε την αυτήν εξωτερικήν πολιτικήν, παραμέναμε εις το ΝΑΤΟ και δεν δημιουργούσαμε θέματα με Τουρκίαν θα μας εβοήθουν. Ο Παττακός ενεντυπωσιάσθη» (Αρχείο Κ. Καραμανλή, Φ.38Α, φ.8/513).
Το παραπάνω απόσπασμα πρωτοδημοσιεύθηκε αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση («Ακρόπολις» 18/8/1974), απαλείφθηκε όμως –όπως και το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης Πανουργιά– κατά τη δημοσίευση του «Αρχείου Καραμανλή» από το ομώνυμο Ιδρυμα το 1997 (τ. 7ος, σ. 18-19).
Αντί γι’ αυτό, οι επιμελητές της έκδοσης προτίμησαν ένα βολικό απόσπασμα από έκθεση κάποιου άσχετου στρατηγού, που διαψεύδει κατηγορηματικά κάθε αμερικανική ανάμιξη στο πραξικόπημα (όπ.π., σ. 26).
Ο «συντονιστής» του επίμαχου τόμου, καθηγητής Ευάνθης Χατζηβασιλείου, διατύπωσε πρόσφατα το πρωτότυπο επιχείρημα πως η CIA δεν ήταν δυνατόν να εμπλακεί στο πραξικόπημα, αφού ο Παπαδόπουλος και οι λοιποί συστασιώτες δεν μιλούσαν αγγλικά (βλ. «Ιός», 25/7/2015).
Ισχυρισμός που συνάδει απόλυτα, τόσο με την υπερατλαντική αποποίηση ευθυνών για την 21η Απριλίου όσο και με τις προσπάθειες των θιασωτών της χούντας να ντύσουν το αγαπημένο τους καθεστώς μ’ ένα επίχρισμα ανεξαρτησίας (για ένα πρόσφατο, τυπικό δείγμα: Μάνος Ν. Χατζηδάκης, «Φάκελλος 21η Απριλίου», Αθήνα 2016).
Η έκθεση Πανουργιά, που ο κ. Χατζηβασιλείου γνωρίζει προφανώς πολύ καλά, αποδεικνύεται έτσι πολλαπλά διαφωτιστική.
Διάψευση ενός μύθου
Ενας διαδεδομένος μύθος, που δεν αναπαράγεται μόνο από νοσταλγούς της δικτατορίας, θέλει την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη ως αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας των ΗΠΑ, επειδή η κυβέρνηση Μαρκεζίνη αρνήθηκε να συνδράμει την αμερικανική βοήθεια προς το Ισραήλ κατά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, τον Οκτώβριο του 1973.
Το ανυπόστατο αυτών των ισχυρισμών έχει τεκμηριωθεί πλήρως σε σχετικό άρθρο του ιστορικού Λεωνίδα Καλλιβρετάκη («Το ελληνικό δικτατορικό καθεστώς στη συγκυρία του Μεσανατολικού πολέμου του 1973», περ. «Μνήμων», 33 [2013-14], σ. 207-31).
Εξίσου αποκαλυπτική είναι όμως επ’ αυτού και η πολυσέλιδη έκθεση «Η Ελλάδα υπό τον Ιωαννίδη: επιπτώσεις για τις σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας», που συντάχθηκε από τη CIA με τη συνδρομή και άλλων αμερικανικών υπηρεσιών (18/4/1974).
Αναφερόμενη ειδικά στη στάση της χούντας κατά την πρόσφατη αραβοϊσραηλινή σύρραξη, η έκθεση ξεκαθαρίζει ότι ο Παπαδόπουλος υπήρξε πολύ πιο συνεργάσιμος απ’ ό,τι η Ουάσινγκτον θα μπορούσε να προσδοκά από τον διάδοχό του:
«Κατά τη διάρκεια του πολέμου του Οκτωβρίου το καθεστώς Παπαδόπουλου, ενώ υιοθέτησε μια πολιτική που δημοσίως απέκλινε από εκείνη των ΗΠΑ, υπήρξε ωστόσο μυστικά υποβοηθητικό με ποικίλους τρόπους. Για παράδειγμα, παρείχε χρήσιμα στοιχεία για τις σοβιετικές πτήσεις ανεφοδιασμού κι επέτρεψε πολύ πιο εκτεταμένη χρήση των βάσεων των ΗΠΑ στην Ελλάδα απ’ ό,τι προβλέπουν οι διμερείς συμφωνίες. Στο μέλλον δε θα μπορούμε να αναμένουμε αυτού του είδους τη συνεργασία από το καθεστώς Ιωαννίδη, εκτός αν οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να είναι περισσότερο εξυπηρετικές σε μια γκάμα στρατιωτικών ζητημάτων» (σ. 10).