17.8 C
Chania
Monday, December 23, 2024

Όταν τα αδέρφια μισούν

Ημερομηνία:

Της Ροδάνθης Κουμή

 * Η χρήση βίας μπορεί να φαίνεται καμιά φορά ότι κάνει καλό, το καλό αυτό όμως είναι προσωρινό, ενώ το κακό που προξενεί είναι μόνιμο.

Μαχάτμα Γκάντι, 1869-1948, Ινδός ηγέτης

Ήταν Είκοσι  Νοεμβρίου, όταν αντίκρισε το φως. Η Μαργαρώ, ήταν το τελευταίο από τα πέντε μεγαλύτερα αδέρφια της.  Η μητέρα της γέννησε την ώρα που ήταν στο στάβλο και ταΐζε τα λιγοστά πρόβατα που είχε η οικογένεια… Είχε δύσκολη γέννα ,μα ήταν δυνατή,  και τα κατάφερε μόνη της. Ο ομφάλιος λώρος της μαργαρώς, κόπηκε σαν ήρθε τυχαία ο Πατέρας, ,είδε την σύζυγο του αγκαλιά με το μωρό , και έφερε αμέσως τα απαραίτητα από το σπίτι: Πετσέτες ,καθαρό νερό και ένα ψαλίδι..

Τα αδέρφια της σαν την πρωτοαντίκρισαν ,μούδιασαν λίγο. Τα πρώτα που ήταν αγόρια  δεν της έδωσαν σημασία .Ζήλεψαν , γιατί έφευγε τώρα η αγάπη και η προσοχή της μάνας από εκείνα και πήγαινε στο μωρό. Τα πιο μικρά, τα κορίτσια  την είδαν σαν ένα παιχνίδι που δεν είχαν .

Η φτώχια θέριζε εκείνη την εποχή. Το σπίτι  ήταν όλο και όλο τρία μικρά δωμάτια . Από την οροφή έσταζαν τα νερά όταν έβρεχε, το πάτωμα ήταν από χώμα και τα ποντίκια είχαν την τιμητική τους θέση στα λιγοστά ντουλάπια που υπήρχαν στο φτωχόσπιτο . Οι γονείς δούλευαν στα χωράφια  ,έσκαβαν ,θέριζαν ,ότι μεροκάματο βρισκόταν εκείνη την εποχή το έκαναν. Για ένα  κομμάτι ψωμί.. Γιατί αυτή ήταν η πληρωμή τους: Tο ψωμί.!.

Γυρνούσαν αργά το βράδυ , ταΐζαν τα λιγοστά πρόβατα που είχαν για να έχουν γάλα τα παιδιά τους ,άναβαν ένα παλιό τζάκι, που πιο πολύ κάπνιζε παρά ζέσταινε,  και συγκεντρωνόταν όλοι μαζί. Αμίλητοι και σιωπηλοί για ώρα ,άπλωναν τα χεριά τους στην φωτιά και περίμεναν… Τι περίμεναν; Τα αγόρια περίμεναν να έρθει η ηλικία η κατάλληλη  ,για να ανοίξουν τα φτερά τους και να πάνε στην πόλη.. Άκουσαν- λέει-ότι  εκεί, ότι δίνουν καλό μεροκάματο ..Τα  κορίτσια περίμεναν τον πλούσιο γαμπρό που θα τις έβγαζε από την μιζέρια .Οι γονείς περίμεναν το Θεό και το Θαύμα .Όλα τα “όριζε” Εκείνος! :Ποτέ θα γεννούσαν τα πρόβατα,  ποτέ θα έβρεχε , ποτέ θα έκανε καλό καιρό ,ποτέ θα έβγαιναν τα καλύτερα χόρτα στη γη .

..Και περίμεναν ..περίμεναν .., και ποτέ δεν κατάλαβε η μαργαρω, τι περίμεναν..

Εκείνη είχε αλλά όνειρα ,δεν ήθελε ούτε παντρειές ,ούτε να περιμένει τα “αόρατα”  να έρθουν. Ήθελε χειροπιαστά  πράγματα. Τα όνειρα της είχαν προορισμούς . Ήθελε να φύγει μόλις τελειώσει το σχολείο, και να πετάξει μακριά από την φτώχια ,την πείνα και την κοινωνική αδικία..

Γιατί εκτός από την φτώχια υπήρχε και η πείνα. Πόσες φορές δεν κοιμήθηκε νηστική και πόσες φορές γυρνώντας από το σχολείο ,το μόνο που έβρισκε να φάει ήταν ένα ζουμί με λίγο ρεβυθάλευρο!

Και αν πεις για κοινωνική αδικία εκεί υπήρχε το “μεγαλείο”!  Απομονωμένοι όλη οι οικογένεια από τους περισσοτέρους χωριανούς.  Ήταν οι πιο φτωχή οικογένεια  και αυτό δεν μπορούσαν να τους το συγχωρήσουν. .Συγχωρείται η φτώχια;. Συγχωρείται, η πείνα;. Η αδικία;. Στα φτωχά “μυαλά”,όχι!

Μπάνιο αν έκαναν θα ήταν μια φόρα το μήνα ,όταν είχαν τα κέφια ο πατέρας και η μητέρα ,τύχαινε να ναι και λίγο ξεκούραστοι. Και τότε, τους έβαζαν  ένα- ένα (με τη σειρά του) σε ένα βαρέλι νερό, τους έτριβαν μέχρι να ματώσουν με σαπούνι και αυτό ήταν! Τον επόμενο μήνα ξανά, ίσως τον παραπάνω . .“Έχει ο Θεός”! “Ο Θεός έχει εμείς δεν έχουμε” –σκεφτόταν- η Μαργαρώ.  Από την άλλη, δεν  είχαν καν  τουαλέτα!  Όταν ήθελαν να κάνουν την ανάγκη τους, πήγαιναν από δω εκεί και από εκεί έξω στα χωράφια ,με φόβο μην τύχει και τους δει κανείς.

Μα το πιο βασανιστικό για εκείνην ήταν τα δυο αδέρφια της, τα αγόρια.  Λες και γεννηθήκαν με μίσος απέναντι στο γυναικείο φύλο! Κάθε μέρα χτυπούσαν εκείνην και  τις αδερφές της, χωρίς λόγο .Οι γονείς έλειπαν στο μεροκάματο και τα αγόρια  “αλωνίζανε” ανενόχλητα… Με μίσος τις κοιτάζανε και ψάχνανε την παραμικρή αφορμή για να τις “σπάσουνε στο ξύλο” . Η Μαργαρώ, δεν καταλάβαινε το γιατί συνέβαινε αυτό. Νόμιζε- στο αθώο παιδικό μυαλό της- ότι τα αγόρια δέρνουν τα κορίτσια ..Έτσι απλά.. Δεν της άρεσε όμως να βλέπει τις αδερφές της να κλαίνε και να  γεμίζουν οι ψυχές τους με φόβο και τρόμο. Εκείνη δεν τους φοβόταν ,περίμενε στωικά την μέρα που θα γίνει δεκαοκτώ και θα φύγει μακριά.

Μια μέρα ,ρώτησε τον μεγάλο της αδερφό: “γιατί μας χτυπάς;”. “Γιατί δεν μπορώ να σας βλέπω ,είστε γυναίκες ,φτηνά πράγματα ,πνίξατε την αγάπη της μάνας που είχε σε εμένα, που ήμουν το πρώτο της αγόρι..”

Τότε δεν το κατάλαβε η Mαργαρώ .Tώρα που είναι γριά με άσπρα μαλλιά το καταλαβαίνει. Έιναι αλήθεια, ότι η μάνα είχε μια μικρή αδυναμία στα αγόρια και τα δικαιολογούσε, μα ο πατέρας σαν γύρναγε σπίτι, βλέποντας τα κορίτσια δαρμένα και κλαμένα ,άφριζε από θυμό. Η πρώτη δουλειά ήταν να πιάσει ένα ραβδί από καρυδιά που είχε φτιαγμένο .Με αυτά τα κυνηγούσε, μα που να τους πιάσει!  Έτρεχαν στα γύρω χωράφια πιο γρήγορα από τα ζαρκάδια!

 Τα αγόρια δεν είχαν ίχνος αγάπης προς τις αδερφές και όσο μεγάλωναν ,θέριευαν ακόμα περισσότερο. Το μίσος τους θέριευε και εκείνο και θεωρούσαν ένα αβάστακτο βάρος της μάνας και του σπιτιού ,τα τέσσερα κορίτσια. Έπρεπε να τις ξεφορτωθούν το συντομότερο! Τις δυο, τις πάντρεψαν με το ζόρι μικρές,  δεκατεσσάρων χρόνων ,με άντρες του χωριού μεγαλύτερους κατά πολύ. Τρίβανε τα χεριά τους από ευχαρίστηση που επιτέλους άδειασε το σπίτι από εκείνα τα “μιαρά πλάσματα”. Η ζωή τους είχε άσχημη τροπή ,γιατί πήραν άντρες που δεν ήθελαν ,έκαναν ένα “σωρό” παιδιά μαζί τους και βούλιαξαν ξανά στην φτώχια! Και να ήταν μόνο αυτό!

Η μοίρα, τους είχε επιφυλάξει τις δικές της εκπλήξεις καθώς η μεγάλη εμφάνισε καρκίνο, η δεύτερη πάσχει από κατάθλιψη .

Κάποια στιγμή τα αγόρια έφυγαν, πήγαν στην πόλη για μεροκάματο ,ξεκίνησαν την δική τους ζωή.. Εμεινε πίσω η Μαργαρώ με τους γονείς της και περίμενε και εκείνη την ώρα της, να φύγει. .Ηταν αποφασισμένη ,δεν θα παντρευόταν κανένα, θα σπούδαζε! Ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγει από την μιζέρια και την φτώχια. Της φέρνανε κατά καιρούς προξενιά από την πόλη τα αγόρια ,την χτυπούσαν μέχρι θανάτου για να της αλλάξουν την απόφαση ,μα εκείνη, ήταν ανένδοτη. “.Δεν θα με παντρέψετε εσείς, θα παντρευτώ όταν θέλω, και όποιον θέλω” ήταν κάθε φορά η απάντηση της. Δεν τους φοβόταν , δεν τους υπολόγιζε πια..

Και έγινε δεκαοκτώ ,πέρασε στο πανεπιστήμιο που ήθελε και ξεκίνησε μαζί με ένα μικρό βαλιτσάκι και τον πατέρα της να βρει σπίτι να μείνει, όσο θα σπουδάζει. Πριν μπει στο λεωφορείο για την πόλη, πήρε μια πέτρα και την πέταξε πίσω της. «Τι κανείς εκεί παιδί μου;» την ρώτησε ο πατέρας  . «Για να μην ξαναγυρίσω μπαμπά σε αυτό το χωριό.. ποτέ!».Δεν της είπε τίποτε ,έμεινε σιωπηλός. .Ήξερε βαθιά μέσα του ,ότι η κόρη  του είχε δίκιο .Είχε βιώσει την τραγικότητα από παιδί στο πετσί της, άξιζε μια καλύτερη ζωή .Το μόνο που  είπε αφού μπήκαν στο λεωφορείο πιάνοντας της το χέρι ήταν :«Μαργαρώ μου να έχεις την ευχή μου ,είμαι σίγουρος ότι εσύ θα κανείς στην ζωή σου, ότι δεν μπόρεσα να κάνω εγώ».

..Πέρασαν χρόνια.. Η  Μαργαρώ σπούδασε, δούλεψε, παντρεύτηκε έκανε παιδιά μα τίποτε δεν άλλαξε μέσα της ..Κουβαλάει ακόμη ,εκείνα τα τραγικά χρόνια σε ένα τραγικό χωριό . Όσο και να θέλει να τα ξεχάσει ,εκείνα ξεπηδούν σαν ποτάμι από μέσα της . Οι αδερφές της ζουν ,μα είναι αργά πια για επικοινωνία.

 Τα αγόρια παντρεύτηκαν ,έκαναν κορίτσια, τα πάντρεψαν μικρά όπως τις αδερφές τους! Μα δεν τα χτύπησαν ποτέ ,γιατί είναι τα δικά τους παιδιά ! Μόνο οι αδερφές είχαν μερίδιο στην βία. «Τραγικά χρόνια  με δυο τραγικά αδέρφια ». Αυτά θα γράψει κάποτε η Μαργαρώ στο ημερολόγιο της, όταν πια τα άσπρα μαλλιά κυκλώσουν το κεφάλι της…

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Συλλογές Άρθρων
Επιλεγμένα άρθρα από όλο το Internet | Συλλέγουμε τα καλύτερα άρθρα, θέσεις και απόψεις από διάφορα sites και blogs. Τα αναδημοσιεύουμε στην ιστοσελίδα του "Α.τ.Κ." αναφέροντας πάντα την πηγή και τον συντάκτη. | Κάντε like τον "Α.τ.Κ." στην facebook σελίδα του και ακολουθήστε τον λογαριασμό του στο twitter | Περισσότερα άρθρα εδώ

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ