Του Γιάννη Αγγελάκη
Ο 25χρονος δεν είναι ο πρώτος που έχει πεθάνει από ηλεκτροπληξία. Όμως ήταν ένας από τους πολλούς που έχουν πεθάνει από όπλα στα χωριά της Κρήτης.
Κάποιοι λένε ότι το ατύχημα δε θα είχε συμβεί αν τα καλώδια της ΔΕΗ είχαν υπογειοποιηθεί, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν αφορά μόνο τις απομονωμένες επαρχίες αλλά όλη τη χώρα. Αυτό που αφορά ειδικά την Κρήτη και ιδιαίτερα τις πιο “παραδοσιακές” περιοχές της είναι η οπλοκατοχή. Τα όπλα πυροβόλησαν το καλώδιο που έπεσε στη γη, που ο 25χρονος στην προσπάθειά του να σβήσει τη φωτιά που προκάλεσαν έπαθε ηλεκτροπληξία και πέθανε.
Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί ότι ενθουσιαζόμουν με τους πυροβολισμούς. Ακόμη και σε περιοχές “πεδινές”, όπως το Βαμβακόπουλο σε κάποιες γιορτές θα έβγαιναν γειτόνοι με τις καραμπίνες – πολλές από αυτές χειροποίητες – και θα βαρούσαν στον ουρανό.
Κι αν κάποιο παιδί το άφηναν να βαρέσει με το όπλο, αυτό θεωρούταν μεγάλη τιμή και μέρος μίας διαδικασίας ενηλικίωσης όπου πλέον κι αυτός αναγνωριζόταν περισσότερο ως άνδρας. Θυμάμαι επίσης φίλο που έδειχνε με σχετική περηφάνεια σε Άγγλους συμφοιτητές του βίντεο από τα Χανιά με πυροβολισμούς κατά την αλλαγή του χρόνου. Το δέος που ένιωθαν και ο φόβος που εξέφραζαν έδινε αξία – έτσι θεωρούσε – στο ότι αυτός καταγόταν από την Κρήτη, επειδή εκεί που οι άλλοι αισθανόταν φόβο αυτός ένιωθε χαρά.
Το έθιμο των όπλων ξεθύμανε τα τελευταία χρόνια στα πεδινά όμως παρέμεινε εξίσου ισχυρό στα πιο ορεινά. Εκεί με έναν παρόμοιο τρόπο η οπλοφορία ταυτίζεται όχι μόνο με τον ανδρισμό αλλά με την ίδια την ταυτότητα του Κρητικού.
Ενδιαφέρουσες επισημάνσεις για το ζήτημα γίνονται στο βιβλίο του Κωστή Καλαντζή “Η παράδοση στο κάδρο”.
Ο συγγραφέας περιγράφει την εντύπωση και τον φόβο που προκαλούσαν σε επισκέπτες οι ιστορίες με οπλα που εξιστορουσε ένας ιδιοκτήτης εστιατορίου. Όταν μαλιστα εισήλθε στο κατάστημα ένας ντόπιος ντυμμένος με τα παραδοσιακά ρούχα, όλοι εκφράσανε τον ενθουσιασμό τους για την “ανακάλυψη ενός αυθεντικού Σφακιανού” και εξέφρασαν την επιθυμία να βγάλουν φωτογραφία μαζί του.
Όταν ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου επισήμανε οτι ένας νεαρός που δε φορούσε μπλούζα δε θα μπορούσε να φωτογραφηθεί με τον Κρητικό με τα παραδοσιακά ρούχα, ο επισκέπτης αναγνώρισε τον εαυτό του ως ανάξιο σε σχέση με τους Σφακιανούς, λόγω και του ότι κυκλοφορούσε δίχως μπλούζα. Μάλιστα, αν και κάτοικος Αθήνας τόνισε την καταγωγή της οικογένειάς του από την Ήπειρο.
Είναι συνήθες κάτοικοι των πόλεων να υποβαθμίζουν την αρνητικότητα που συνδέεται με το αστικό τοπίο με το να δημιουργούν σημεια επαφής και ταύτισης με τους ντοπιους με το να αναφέρουν την καταγωγή προγονων τους από την επαρχία.
Και σε άλλο σημείο του βιβλίου περιφράφεται η εντυπωση συγγραφέα άρθρου σε περιοδικο οταν “τόλμησε να αρνηθεί” να πιει ρακί με τους ντόπιους. Σημείωσε στο σχετικό κείμενο οτι “κι όμως, είμαι ακόμα ζωντανός” για να πει την ιστορία.
Η επαφή με αυτο που αναγνωρίζεται ως “επικίνδυνος ιθαγενισμός” δεν δημιουργεί μόνο μία ιδιαίτερη συγκίνηση, αλλά προσφέρει στους επισκέπτες και το πολιτισμικό κεφάλαιο του να έχουν επιβιώσει αυτής της επαφής, λαμβάνοντας έτσι κι αυτοί μια αντίστοιχη αξία.
Ο κίνδυνος ταυτίζεται με το αυθεντικό που είναι η παράδοση που παραμένει άγρια όπως το κρητικό τοπίο είναι άγριο και δύσβατο.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του συγγραφέα και στο ζήτημα της “βαρβαρότητας” αφού αν και αποτελεί μια κατηγορια εις βάρος των κατοίκων των ορεινών, εμπεριέχει ταυτόχρονα για πολλούς αστούς, ενθουσιασμο για ένα αφήγημα ενός ιθαγενισμού που παραμένει οπισθοδρομικός και γι’ αυτό αντιστέκεται στο σήμερα, επιβεβαιώνοντας έτσι τη δυνατότητα της παράδοσης και αυτών που την εκπροσωπούν να επιβιώνει και να αντιστέκεται παρά τους μοντέρνους καιρούς μας.
Η κατηγορια της βαρβαροτητας αποτελεί μία αναγνώριση αυτής της αυθεντικότητας που συνυπάρχει με την επιθυμία και των ντόπιων να προκαλούν δέος στους ξένους με τις συμπεριφορές τους, όπως με τη χρήση των όπλων ή με την υπερκατανάλωση αλκοολ και τους διαγωνισμούς αντοχής γύρω από την κατανάλωσή του μεταξύ τους αλλά και με τους επισκέπτες (ως μέθοδο διαχωρισμού των μαλθακων πεδινών από τους σκληρους βουνισιους).
Όπως είπε και ένας νεαρός κάτοικος της περιοχής στον συγγραφέα “ειναι καλύτερα να σε φοβούνται παρά να είσαι σα το Τυμπάκι”, μία περιοχη του νησιού που οι Σφακιανοί θεωρούν ότι έχει αλλοιωθεί απο τον μοντερνισμό και τον τουρισμό.
Με όλα αυτά δε θέλουμε να αιτιολογήσουμε αυτές τις συμπεριφορές αλλά να τις κατανοήσουμε και να αντιληφθούμε και τον δικό μας ρόλο στην αναπαραγωγή τους. Άλλωστε, και τα χωριά της επαρχίας δεν είναι μονοδιάστατοι τόποι. Ο διάλογος διεξάγεται μεταξύ των κατοίκων. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν παρακμιακό το φαινόμενο της οπλοφορίας και το συνδέουν με τον μοντερνισμό.
Υποστηρίζουν ότι τα όπλα πλέον υπάρχουν παντού και ότι όσοι τα χρησιμοποιούν δείχνουν στην πραγματικότητα πλήρη ασέβεια στην ετικέτα του παρελθόντος όπου επιτρεπόταν η χρήση τους μόνο σε πολύ ειδικές περιστάσεις και σε γιορτές μόνο πολύ κοντινού μέλους της οικογένειας.
Τα μαύρα ρούχα υπερχρησιμοποιουνται σε μια παράνομη προσπάθεια να παρουσιάζονται αυτοί που τα φορουν ως σεβάσμιοι και παραδοσιακοί.
Οι γιορτές και τα πανηγύρια έχουν μετατραπεί σε μια ευκαιρία για υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ εν είδει διαγωνισμού αντοχής, οδηγώντας στη μέθη και την εξαφάνιση του τραγουδιού.
Οι γάμοι έχουν μετατραπει σε εμπόριο, πραγματοποιούνται σε τεράστια κλαμπ, αντικαθιστώντας την κοινοτική γιορτή στα χωριά που είχε διάρκεια ημερών.
Οι κανονες για το ριζίτικο καθως και την αργή κατανάλωση κρασιού, καθώς και οι συναντήσεις ανθρώπων από διαφορετικές γωνιές της Κρήτης, που αποτελούσαν χαρακτηριστικά γιορτών του παρελθόντος, έχουν εξαφανισθεί… ακόμα και τα σώματα των μοντέρνων κατοίκων των χωριων έχουν διεφθαρεί αφού έχουν γίνει παχύσαρκα σε σύγκριση με τα λεπτά, δυνατά κορμιά των βοσκών του παρελθόντος.
Ο διάλογος λοιπόν είναι ζωντανός στα χωριά μας. Διεξάγεται. Όμως οι νοοτροπίες είναι δύσκολο να αλλάξουν γιατί έχουν συνδεθεί με την ταυτότητα του Κρητικού. Όταν τα όπλα και ο φόβος που παράγουν έχει ταυτισθεί με το αυθεντικό και την παράδοση και πάνω στον διαχωρισμό του σκληρού βουνίσιου με του μαλθακού πεδινού δημιουργούνται “αυθεντικές εμπειρίες” τις οποίες καταναλώνουν οι επισκέπτες αυτών των τόπων, τότε όλοι μας έχουμε μία ευθύνη για αυτό που συμβαίνει.
Οι Κρητικοί των επαρχιών αισθάνονται την ευθύνη της διαφύλαξης της παράδοσης. Αισθάνονται το βάρος της απαίτησης για να παραμείνουν παραδοσιακοί απο εξωγενείς παράγοντες, από Έλληνες και ξένους. Αναγνωριζουν το πολιτισμικό κεφάλαιο που παράγεται και την αξία που έχει η παράδοση.
Και είναι γεγονός ότι όταν κάποιος μαθαίνει ότι συνομιλεί με έναν Κρητικό, η εικόνα που έρχεται στο μυαλό του δεν είναι ενός ανθρώπου της πόλης, αλλά η εικόνα των κατοίκων χωριών στα βουνά της Κρήτης.
Το κεφάλαιο που παράγουν και διαφυλασσουν αντανακλά σε όλη την Κρήτη και τους Κρητικούς. Στις εταιρείες που χρησιμοποιούν εικόνες της παράδοσης για να δωσουν αξία στα προϊόντα τους, στην ιδια τη βιομηχανία του τουρισμού που εμπλουτίζει το προϊόν στη βάση της πολιτισμικής διαφοροποίησης και της αυθεντικότητας της εμπειρίας που προσφερουν που προσφέρουν τόποι όπως τα Σφακιά. Ως εκ τούτου, ο αγώνας των Κρητικών σε περιοχές με έντονο συμβολικό βάρος και το άγχος για να παραμείνουν πιστοί σε παραδοσιακές αξίες αντικατοπτριζει σε ολη την Κρήτη και την Ελλάδα.
Το βάρος της ευθύνης δεν είναι μόνο προς το παρόν αλλά και προς το παρελθόν της περιοχής, στο οποίο έχουν στραμμένο το βλεμμα τους. Το παρελθόν αναγνωρίζεται ως ο τόπος της αυθεντικότητας σε αντίθεση με το παρόν όπου ο μοντερνισμός της εποχής ταυτίζεται με τη θηλυκοποιηση και την πολιτισμική ισοπέδωση.
Μπορεί η παράδοση να μην έχει πεθάνει όμως οι προσπάθειες διατήρησής της υποννοούν ότι είναι εύθραυστη. Και ίσως είναι καιρός το βλέμμα να στραφεί και προς το μέλλον. Γιατί, αν η παράδοση είναι η αναγνώριση της αξίας της διατήρησης στοιχείων από ένα ιδιαίτερο στιγμιότυπο της ιστορίας ενός τόπου, η προσμονή για την επιστροφή σε ένα “σπίτι”, αυτή η επιστροφή ποτέ δε μπορεί να επιτευχθεί.
Η ιστορία δε σταματά. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αξία από το να προσπερνάς τους πρόγονούς σου γράφοντας τη δική σου ξεχωριστή ιστορία στη βάση των συνθηκών της εποχής που ζεις, ώστε να αποτελέσει παράδειγμα για αυτούς που θα ακολουθήσουν.
Τα μισοκτισμένα σπίτια και η έλλειψη προοπτικής που εξωθεί κυρίως γυναίκες αλλά και άντρες να επιλέγουν να αφήσουν την επαρχία αποδεικνύει ότι για να έχει μέλλον ο τόπος δεν αρκεί από μονη της η διαφύλαξη των παραδόσεων, όσο σημαντική κι αν είναι.
Καθώς φεύγουν οι νεοι, ακολουθεί και η πώληση σπιτιών σε ξένους που αναγνωρίζεται από τους ντόπιους ως προδοσία προς την ιστορία. Όμως, η ερήμωση του τόπου και η έλλειψη προοπτικής πάντα προηγείται.
Εν τέλει, πολλές περιοχές στην Κρήτη μετατρέπονται σε άνδρα παρανομίας. Η οπλοκατοχή γίνεται οπλοχρησία. Και η παρανομία ενίοτε γίνεται οργανωμένο έγκλημα με πλάτες πολιτικών που χαρίζουν κάλυψη.
Έτσι, ο κύκλος ολοκληρώνεται οδηγώντας στην ολική παρακμή.
Χρειάζεται όραμα, όπως το βλέμμα του ανθρώπου που ξανοίγει πάνω στις κορφές των άγριων βουνων της Κρήτης. Χρειάζεται να κάνουμε μια νέα “αρχή” για να βλέπουν αυτοί που θα έρθουν στο μέλλον.
Οι ρίζες είναι σημαντικές, αλλά τα κλαδιά του δέντρου πρέπει να κοιτάζουν προς το φως του ήλιου στον ουρανό.
Τους τρόπους με τους οποίους η Ελλάδα «καρτελοποιήθηκε» και έχει μετατραπεί σε «Κολομβία της Ευρώπης»,…
Με αφορμή την είδηση ότι τα πρωτεία των θανατηφόρων τροχαίων στην Ελλάδα έχει η Κρήτη…
Με την καθημερινότητα και κυρίως με τα ζητήματα που άπτονται του κόστους ζωής και της οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών επιχειρεί το ΠΑΣΟΚ να…
Για τη χρονιά που πέρασε, τον Στέφανο Κασσελάκη, τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη σχέση τους…
Μια όμορφη έκπληξη περίμενε τη γνωστή τραγουδίστρια Άννα Βίσση, ανήμερα των γενεθλίων της στο κέντρο…
Μια πρόσφατη έρευνα του Bloomberg Businessweek έριξε φως στο αναπτυσσόμενο παγκόσμιο εμπόριο ανθρώπινων ωαρίων, αποκαλύπτοντας…
This website uses cookies.