Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη που έδωσε στο CNN είπε και κάτι το οποίο μέσα στο γενικότερο πλαίσιο συζήτησης για την επιδημία του κορωνοϊού δεν έλαβε το βάρος που θα έπρεπε.
Είπε το εξής:
«Είμαι στο γραφείο μου με μία πολύ μικρή ομάδα με τους στενούς μου συνεργάτες, δουλεύουμε μαζί από τα γραφεία μας ο καθένας και διοικούμε τη χώρα μέσω τηλεδιασκέψεων και χρησιμοποιούμε την τεχνολογία».
Επεσήμανε μάλιστα ότι του έκανε εντύπωση «ότι πολύ γρήγορα το ελληνικό κράτος μετακινήθηκε προς το ψηφιακό του μέλλον. Έχουμε εφαρμόσει νέες πλατφόρμες, νέες εφαρμογές, οι πολίτες έχουν κινηθεί περισσότερο διαδικτυακά με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό».
Όπως είπε:
«αυτή η κρίση αποτέλεσε τρόπον τινά και μία ευκαιρία για το ελληνικό κράτος έτσι ώστε να μπορέσει να αγκαλιάσει την ψηφιακή εποχή πολύ πιο γρήγορα».
Η επιδημία του κορωνοϊου, οταν περάσει (και θα περάσει κάποια στιγμή), θα έχει αφήσει πίσω της έναν διαφορετικό κόσμο.
Τεχνολογίες που υπήρχαν εδώ και χρόνια και οι κυβερνήσεις αλλά και οι επιχειρήσεις δεν επιθυμούσαν να εφαρμόσουν, εξ ανάγκης εφαρμόστηκαν και μάλιστα χωρίς κάποια ιδιαίτερη συζήτηση.
Πανεπιστήμια πλέον εισήγαγαν την εκπαίδευση μέσω απόστασης όπως και σε σχολεία πλέον υπάρχει αυτή η δυνατότητα.
Το κράτος προχώρησε μέσα σε λίγες βδομάδες όσο δεν είχε προχωρήσει ολόκληρα χρόνια στο ζήτημα της ψηφιακής διακυβέρνησης και της ψηφιακής συνδιαλλαγής με τους πολίτες.
Ακόμα και στα νοσοκομεία θα εφαρμοστούν συστήματα τηλε-ιατρικής.
Την ίδια στιγμή, ο Έλληνας πολίτης, πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, συνηθίζει να αγοράζει προϊόντα μέσω ψηφιακών πλατφόρμων.
Όλες αυτές είναι πολύ σημαντικές αλλαγές που θα μείνουν και μετά την επιδημία και θα επηρεάσουν βαθύτατα το πώς λειτουργεί η ελληνική κοινωνία. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, η μεγαλύτερη άνεση που έχει πλέον ο έλληνας καταναλωτής στο να ψωνίζει διαδικτυακά, οπωσδήποτε θα έχει επιρροή και στον τρόπο που θα καταναλώνει και μετά την επιδημία.
Επιχειρήσεις που δεν θα έχουν επενδύσει σε αυτό τον τομέα θα βρεθούν γρήγορα σε πολύ δυσκολότερη θέση από άλλες που έχουν καλές βάσεις και δίνουν αυτή τη δυνατότητα στους πελάτες τους.
Η ιστορία επιταχύνεται.
Και το θέμα βεβαίως είναι και σε τι κατεύθυνση θα επιταχυνθεί. Γιατί πέρα των αλλαγών που μπορούν να έχουν σημαντικό θετικό αντίκτυπο (αλλά και αρνητικό εφόσον δεν υπάρξει ρύθμιση και δημιουργία κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου, και γι’ αυτό θα πρέπει να διεξαχθεί ένα διάλογος), υπάρχουν και άλλες αλλαγές των οποίων οι συνέπειες είναι κυρίως αρνητικές, ακόμη και για το ίδιο το πολίτευμα της Δημοκρατίας.
Αναφερόμαστε σε αποφάσεις που λαμβάνονται υπό το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που έχει δημιουργήσει η επιδημία του κορωνοϊού που έχουν δώσει υπερ-εξουσίες παρακολούθησης και επιτήρησης των πολιτών σε κυβερνήσεις. Είναι αποφάσεις που θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο έως απίθανο να εφαρμοστούν σε δυτικές δημοκρατίες που όμως, στα πλαίσια της αντιμετώπισης της επιδημίας, πλέον εφαρμόζονται ή συζητείται η εφαρμογή τους.
Εφόσον ξεκινήσει μία τέτοια συζήτηση για την αναστολή εφαρμογής τέτοιων μέτρων από κυβερνήσεις, καλό θα είναι να αρχίσει ταυτόχρονα μία συζήτηση και για τη χρήση των δεδομένων από τις εταιρείες. Γιατί η παρακολούθηση και επιτήρηση που εφαρμόζεται σε πολλές χώρες από τις κυβερνήσεις στα πλαίσια του ελέγχου της επιδημίας του κορωνοϊού εφαρμόζεται εδώ και χρόνια από εταιρείες, για εμπορικούς σκοπούς. Πρέπει να μπει ένας φραγμός.
Το μέλλον δεν είναι προκαθορισμένο. Καλό θα είναι να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι οι επιδημίες δεν κρατάνε για πάντα. Και ίσως μεγαλύτερη σημασία από το τώρα, έχει τι θα αφήσει το τώρα στο μετά που θα κληθούμε να ζήσουμε.