Η ανάλυση, με επικεφαλής τον Ρίτσαρντ Χηντ του Climate Accountability Institute στις ΗΠΑ, αποτίμησε τα ορυκτά καύσιμα που έχουν εξορύξει αυτές οι παγκόσμιες εταιρείες από το έδαφος, και τις επακόλουθες εκπομπές αερίων που αυτά τα καύσιμα προκάλεσαν από το 1965 – το σημείο στο οποίο οι ειδικοί λένε ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των ορυκτών καυσίμων ήταν γνωστές στην ηγεσία της βιομηχανίας και τους πολιτικούς.
Οι κορυφαίες 20 εταιρείες της λίστας έχουν συνεισφέρει το 35% του συνόλου των σχετιζόμενων με την παραγωγή ενέργειας εκπομπών διοξειδίου και μεθανίου παγκοσμίως, 480 δισ. τόνους ισοδύναμου διοξειδίου του άνθρακα (GtCO2e) από το 1965.
Στη λίστα συμπεριλαμβάνονται εταιρείες που κατέχονται από επενδυτές – όπως οι Chevron, Exxon, BP και Shell – και εταιρείες κρατικών συμφερόντων, όπως η Saudi Aramco και η Gazprom.
Στην κορυφή της λίστας των οκτώ κατεχόμενων από επενδυτές εταιρειών είναι η Chevron, ακολουθούμενη σε κοντινή απόσταση από τις Exxon, BP και Shell. Μαζί οι τέσσερις αυτές παγκόσμιες επιχειρήσεις βρίσκονται πίσω από περισσότερο από το 10% των παγκόσμιων εκπομπών από το 1965.
Δώδεκα από τις 20 κορυφαίες εταιρείες είναι κρατικές και μαζί οι εκπομπές τους αγγίζουν το 20% του συνόλου στην ίδια περίοδο. Επικεφαλής είναι η Saudi Aramco, που μόνη της έχει παραγάγει το 4,38% του παγκοσμίου συνόλου.
Η ανάλυση κάνει χρήση στοιχείων των ίδιων των εταιρειών για την ετήσια παραγωγή πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, κι έπειτα υπολογίζει πόσο διοξείδιο και μεθάνιο εκλύεται στην ατμόσφαιρα από τα παραγόμενα καύσιμα, από την εξόρυξή τους μέχρι την τελική τους χρήση.
Βρήκε ότι το 90% των εκπομπών που καταλογίζονται στις 20 αυτές εταιρείες προέρχεται από τη χρήση των προϊόντων τους, όπως το πετρέλαιο, τα καύσιμα αεροσκαφών, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας ατμοπαραγωγής. Το ένα δέκατο προήλθε από την εξόρυξη, τη διύλιση και την παράδοση των έτοιμων καυσίμων.