( Η συγκλονιστική κατάθεση του Κ. Βάρναλη την οποία αφηγείται ο ίδιος ο Λουντέμης στο βιβλίο του ”Ο Κονταρομάχος” )
…Είπαμε ότι ανάμεσα στους υπερασπιστές μου ήταν κι ο Δάσκαλος. Αλλά, πως ήρθε! Δεν είχε την υπομονή να περιμένει να τον ειδοποιήσουν. Μόλις το πληροφορήθηκε απ΄ τις εφημερίδες ντύθηκε τα γιορτινά του κι ήρθε μόνος του. Δε λογάριασε ούτε γηρατειά, ούτε φόβο, ούτε κρύο. Διέσχισε τα πυκνά στίφη των πραιτωριανών (που χανε κυκλώσει ολόκληρο το τετράγωνο) και μπήκε στην αίθουσα.
-Κωνσταντίνος Βάρναλης… φώναξε ο κλητήρας.
Ο Δάσκαλος τον κοιτούσε με χλευαστική απάθεια.
-Δάσκαλε… Εσένα φωνάζουν… του ‘πε ο Νίκος Παππάς.
-Εμένα; Τότε τι «Κωνσταντίνος» λέει αυτός ο… άντε ας μην το πω.
-Περάστε κ. Βάρναλη… του είπε ο Εισαγγελέας Κατεβαίνης, που ‘κανε τον διανοούμενο.
Ο Δάσκαλος πλησίασε κάτω απ΄ την έδρα με το χέρι στ΄ αφτί. Ο Πρόεδρος ρωτά:
-Πιο δυνατά! φώναξε ο Βάρναλης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση): Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο.
Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;…
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε , έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ποιονών. Των χωροφυλάκων;
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Βεβαίως.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Κύριε Βάρναλη…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν΄ αποσυρθείτε.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (δυνατά): Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε «λόγω αμφιβολιών»! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ!
6 ποιήματα του Μενέλαου Λουντέμη
1. Πρόοδος
Τα δάκρυά μας πουλιούνται στη Λαχαναγορά
και κανείς δεν τ΄ αγοράζει.
Ξεχνούνε πως και τα λάχανα
με δάκρυα αγοράζονται κι εκείνα.
Άλλοτε είχε πέραση κι ο ιδρώτας.
Μα τώρα χύνεται στο δρόμο
και κανείς δεν τον μαζεύει.
Με κάτι τέτοιες «εκκρίσεις ντεμοντέ»
θ΄ ασχοληθούμε τώρα;
Εμείς ζούμε στον αιώνα της Δόξας!
Με ηλεκτρονικούς εγκεφάλους
με ηλεκτρονικούς Δασκάλους
ηλεκτρονικούς συζύγους
ηλεκτρονικούς εραστές.
Με τη φόρα που πήραμε – αύριο
θα ΄χουμε κι ηλεκτρονικές μητέρες!
Που θα γεννάνε… νούμερα.
Ψόφια, αλλά σοφά!
2. Να μάθεις να φεύγεις
Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.
Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.
Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.
Να φεύγεις !
Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.
Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.
Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.
Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.
Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.
Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.
Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου (όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας).
Αποδέξου το.
Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.
Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις.
Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.
Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.
Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι.
Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.
Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω -δεν τους το χρωστάς.
Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.
Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.
Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει.
Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς
-οι τρίτες για τους γελοίους.
Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία.
Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει
-σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.
Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα
– όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Και να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.
Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα.
Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά.
3. Ας μη μετρήσουμε
Ας μην καθίσουμε να μετρήσουμε
ποιανού δάκρυα ήταν πιο ζεστά.
Μπορεί πιο ζεστά να ΄ναι κείνα
που δε χύθηκαν ακόμη.
Ας μην καθίσουμε να ρωτήσουμε
ποιο αίμα ήταν πιο κόκκινο.
Μπορεί πιο κόκκινο να ΄ναι
κείνο που πρόκειται να χυθεί.
Ας μη ρωτήσουμε να μάθουμε
ποιανού ιδρώτας ήταν πιο καυτός.
Όλοι οι ιδρώτες έχουνε τη γέψη –
που ΄χουν τα δάκρυα.
Λοιπόν…
Ας μην πνιγόμαστε στους ορισμούς.
Στις χρονικές και κτητικές αντωνυμίες.
(«Σήμερα»… «Χτες»… «Αύριο»…)
Κλάψαμε χτες στην Αφρική
με τα βασανισμένα μάτια των Νέγρων.
Κι αύριο θα κλάψουμε στη Σαϊγκόν
με τα οργισμένα μάτια των Βιετναμέζων.
Αύριο μπορεί να πέσουμε στο Κονγκό
ή να ιδρώσουμε στην Κούβα.
Γιατί είμαστε από κείνους
που ιδρώνουνε, πεθαίνουνε και κλαίνε
σε κάθε κορμί που ιδρώνει και κλαίει.
Κρυώνουμε σήμερα στη ζούγκλα.
Ιδρώνουμε αύριο στον Αρκτικό.
Το κορμί μας είναι ένας πλανήτης.
Με όλα μαζί τα κλίματα.
Πόνεσε, κλάψε, πείνα.
Μόνο μην κάνεις τον άλλον
να πονέσει και να πεινά.
Κι εσύ φημισμένε, εσύ δοξασμένε
εσύ, δυνατέ… Ένα μόνο ξέρε:
Πως όσο ψηλά κι αν ανέβεις
ποτέ δε θα φτάσεις το μπόι των χαμηλών
που θυσιάστηκαν για ψηλά πράγματα!
4. Το παραμύθι ενός ραγισμένου έρωτα
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνα γραμμόφωνο.
Ἕνα ὁλομόναχο γραμμόφωνο.
Μὰ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἤτανε γραμμόφωνο
καὶ νά ῾ταν μόνο ἕνα τραγούδι,
ποὺ ζητοῦσε ἕνα γραμμόφωνο,
γιὰ νὰ πεῖ τὸ καημό του.
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
ἦταν ἕνας Ερωτας.
Ἕνας ὁλομόναχος Ἔρωτας
ποὺ γύριζε μὲ μία πλάκα στὴ μασχάλη,
γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα γραμμόφωνο
γιὰ νὰ πει τὸ καημό του.
«Ἔρωτα μὴ σὲ πλάνεψαν
ἄλλων ματιῶν μεθύσια
καὶ μέσ᾿ τὰ κυπαρίσια
περνᾷς μὲ μι᾿ ἄλλη νιά;
Ἔρωτ᾿ ἀδικοθάνατε,
Ἔρωτα χρυσομάλλη,
ἂν σ᾿ εἶδαν μὲ μιὰν ἄλλη,
ἦταν ἡ Λησμονιά».
Μιὰ φορὰ κι ἕνα καιρό,
δὲν ἦταν ἕνας ἔρωτας,
δὲν ἦταν ἕνας πόνος.
Ἦταν μισὸς ἔρωτας -μισὸς πόνος-
καὶ μιὰ μισὴ πλάκα,
πού ῾λεγε τὸ μισό της σκοπό:
«Ἔρωτα μὴ σὲ… Ἔρωτα μὴ σὲ…
ἔρωτα μισέ… ἔρωτα μισέ…»
Θέ μου!
Μὰ δὲ βρίσκεται ἕνα χέρι!
Ἕνα πονετικὸ χέρι,
γιὰ ν᾿ ἀνασηκώσει τὴ βελόνα
καὶ ν᾿ ἀκουστεῖ ξανά,
ὁλόκληρος ὁ Ἔρωτας,
ὁλόκληρο τὸ τραγούδι:
«Ἔρωτα μὴ σὲ σκότωσαν
τὰ μαγεμένα βέλη;
Ἔρωτα Μακιαβέλλι.
Τὰ μάτια ποὺ σὲ λάβωσαν,
μὲ δάκρυα πικραμένα,
καρφιά ῾ταν πυρωμένα
καὶ μπήχτηκαν βαθιά».
………………………………………………
Ποιός μου χτυπᾷ τὸ τζάμι;
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ κατοικεῖ ἡ Μοναξιὰ
μὲ μόνιμη νοικάρισα τὴ Πλήξη.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Μάταια χτυπᾶτε.
Ἐγὼ δὲ μπορῶ ν᾿ ἀνοίξω.
Δὲ μπορῶ νὰ συρτῶ
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μου,
οὔτ᾿ ὡς τὴ πόρτα τοῦ ἄλλου κόσμου.
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Δὲν εἶμαι ῾δῶ.
Ἐδῶ εἶν᾿ ἕνα ξερὸ ἔντομο
σ᾿ ἕνα κόσμο, -φέρετρο-
ὅπου ἀπαγορεύεται -μὲ κίνδυνο ἀνάστασης-
ἀκόμη κι ὁ θάνατός σου!
Μὴ μοῦ χτυπᾶτε λοιπὸν τὸ τζάμι.
Κάνετε λάθος.
Λάθος στὸ σπίτι.
Λάθος στὴ πόρτα.
Λάθος στὸν αἰῶνα.
Λάθος. Λάθος. Λάθος!
Γι᾿ αὐτὸ πάψτε.
Πάψτε -γιὰ τὸ Θεό- νὰ μοῦ χτυπᾶτε!
Σᾶς τὸ ξαναλέω- μή!
Ἐδῶ δὲ κατοικῶ ἐγώ.
Ἐδῶ κατοικεῖ μία αἱμοβόρα
κι ἀκροβάτισα ἀράχνη,
ποὺ πρὶν λίγο ἔφαγε μία πεταλούδα.
Μιὰ χρυσή, λεπτὴ πεταλούδα,
ποὺ -ἀλίμονο- εἶχε τ᾿ ὄνομά μου!
Ἄρα δὲν εἶχα ἀγαπηθεῖ, αὐτὸ ἦταν ὅλο
Ἴσως ἀνόητα ὑποδύθηκα τὸ ρόλο
Γελωτοποιοῦ πολὺ μετρίας κλάσης
Λησμονημένος σὲ μιὰν ἄχρηστη ἀποθήκη
Ἠλίθιος κοῦκλος μὲ σπασμένη μύτη.
5. Νέο σύμβολον πίστεως
Πίστευα ότι ο Θεός πέθανε
πριν από είκοσι αιώνες.
Και μου ήταν αδύνατο να πιστέψω
ότι θα τα κατάφερνε να ζει ως τα σήμερα
-ακόμα και νεκρός-
μες στις ψυχές των φοβισμένων.
Πίστευα ότι ο άνθρωπος ήταν
-και είναι και θα είναι-
ζώον δίποδον.
Δε θα πίστευα όμως ποτέ
ότι κάποτε θα μεταβάλλονταν
σε «φτερωτό» ερπετό!
Πίστευα ότι ο Χίτλερ πέθανε
το χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε
στην Καγκελαρία του Βερολίνου.
Δε θα το πίστευα όμως ποτέ
ότι τα σκουλήκια που τον έφαγαν
θα γίνονταν κάποτε στρατάρχες!
6. Ο σταχτύς θάνατος
Θαρροῦσα ὡς τώρα -φίλοι μου καλοί-
θαρροῦσα ὡς τώρα…
πῶς ὅλα τὰ πράματα
βαδίζουν στὴ γῆ
μὲ τὸ ἀληθινό τους χρῶμα.
Ἡ Χαρὰ ἄσπρη.
Ἡ Θλίψη χλωμή.
Ὁ Ἔρωτας ρόδινος
Ο Θάνατος μαῦρος.
Ἔτσι θαρροῦσα…
Καὶ περνοῦσα τὶς μέρες μου,
μὲ τὰ χρώματά μου τακτοποιημένα.
Με τα ὄνειρά μου συγυρισμένα.
Μὲ τὰ ποιήματά μου καθαρογραμμένα…
Γιατὶ ἔτσι τά ῾βλεπα.
Ἔτσι νόμιζα.
Αποφθέγματα
1. Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ… Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά.
2. Κείνος που στ’ αληθινά αγαπά το Λαό δε γίνεται ποτέ αρχηγός του, γίνεται υπηρέτης του.
3. Αν είσαι καλός πού ’ναι οι οχτροί σου;
4. Φτηνά τη Λευτεριά δεν την πουλούν πουθενά. Ούτε και τη χαρίζουνε. Όσοι την πήραν χάρισμα τη χαράμισαν.
5. Όλα τα λόγια του θεού είναι καλά. Μόνο, βάρντα, να μην τα πάρουνε στο στόμα τους οι παπάδες.
6. Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά!
Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;
7. Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;
(«Αγέλαστη Άνοιξη»)
8. Φοβού τον Θεόν αλλά τρέμε τους πιστούς του!
9. Η φιλία κρατάει μονάχα μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί.
10. Εάν βυθισθώμεν, ας βυθισθώμεν εις τον ωκεανόν! Ουχί εις την σκάφην!
11. Ένας άνθρωπος που δίνει στο διψασμένο νερό ποτές δεν είναι κακός.
12. Όλες οι συμφορές στον κόσμο απ’ τα παρακάλια έγιναν.
13. Τώρα που χρειάζονταν τα νιάτα, ήρθαν τα γηρατειά…
(“Θυμωμένα Στάχυα”)
14. Η λακωνικότερη ιστορία του κόσμου είναι η ιστορία των δειλών ανθρώπων.
15. Άιντε, ένα χεράκι ακόμη και τη βγάλαμε τη ζωή… Να πάρουν σειρά οι άλλοι.
16. Τι τσινιάρικη φοράδα είν’ αυτή η Ελλάδα και δεν μποράνε να την κάνουν ζάφτι;
17. Ο αέρας φύσαγε σαν γύφτος.
(η πρώτη φράση από το «Ένα Παιδί Μετράει τ’ Άστρα»)
18. Μ’ αρέσουν οι άνθρωποι που αποφασίζουν γλήγορα. Σπάζουν εύκολα το κεφάλι τους κι ησυχάζουν.
19. Όλοι είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι που ήρθαμε για να φάμε όχι μόνο το μέλι αλλά και το κεντρί.
20. Στον έρωτα μήπως όλες οι φορές που αγαπούμε δεν είναι πρώτες;
newbeast.gr, neolaia.gr, agonaskritis.gr