Τα αυτοκίνητα μας βοηθούν να φτάνουμε στον προορισμό μας ταχύτερα, το πόσο όμως έχει και ένα όριο. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, το μέγιστο όριο ταχύτητας που έχει οριστεί στους αυτοκινητοδρόμους κυμαίνεται από τα 100 έως τα 140 χλμ./ώρα. Το τελευταίο απαντάται μόνο σε δύο χώρες, Βουλγαρία και Πολωνία, ενώ τα συνήθη όρια κυμαίνονται μεταξύ 120 και 130 χλμ./ώρα.
Μόνο μια χώρα στην Ευρώπη, η Γερμανία, δεν έχει όρια στους αυτοκινητοδρόμους της, ενώ προτείνει ως μέγιστη ταχύτητα τα 130 χλμ./ώρα. Στη χώρα μας, σε ορισμένα σημεία των αυτοκινητοδρόμων, το μέγιστο όριο είναι 130 χλμ./ώρα.
Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, το Υπουργείο Μεταφορών θα φέρει για ψήφιση στη βουλή νομοσχέδιο, στο οποίο μεταξύ άλλων μέτρων για την οδική ασφάλεια προβλέπεται και η αύξηση του ανώτατου ορίου ταχύτητας από τα 130 στα 150 χλμ./ώρα.
Με δεδομένους τους νέους δρόμους υψηλών ταχυτήτων που έχουν παραδοθεί, μια τέτοια αύξηση φαντάζει ίσως επόμενη και λογική. Αν ωστόσο εστιάσει κανείς λίγο περισσότερο στην σημερινή κατάσταση της κυκλοφορίας και του επιπέδου εκπαίδευσης των οδηγών, θα διαπιστώσει ότι μια αύξηση του ορίου ταχύτητας δεν έχει κανένα νόημα –ενώ μπορεί να αποβεί και εις βάρος της οδικής ασφάλειας. Οι πιο σημαντικοί λόγοι, είναι οι εξής:
1. Εκπαίδευση οδηγών
Όλη η διαδικασία της πρακτικής εκμάθησης των υποψήφιων οδηγών, πραγματοποιείται με ταχύτητες μικρότερες των 40-50 χλμ./ώρα, αποκλειστικά σχεδόν σε αστικές συνθήκες. Στις εξετάσεις, δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη για ασφαλές φρενάρισμα ή αποφυγή εμποδίου σε υψηλές ταχύτητες. Εσείς, θα εμπιστευόσαστε τον ίδιο σας τον εαυτό να οδηγήσει με 150 χλμ./ώρα, μετά από ένα τέτοιο πρόγραμμα εκπαίδευσης;
2. Ηλικία και κατάσταση οχημάτων
Λόγω της οικονομικής κρίσης, η μέση ηλικία των κυκλοφορούντων επιβατικών αυτοκινήτων στη χώρα μας έχει αυξηθεί στα 12,3 έτη (2016), όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι τα 7 έτη. Επιπρόσθετα, ο Έλληνας οδηγός δεν συντηρεί σωστά το γερασμένο του αυτοκίνητο λόγο των οικονομικής δυσχέρειας, με αποτέλεσμα ελαστικά και αναρτήσεις να είναι στο όριο της απόδοσής τους ή να το έχουν ξεπεράσει. Φανταστείτε ένα αυτοκίνητο 15 ετών, με πλημμελή συντήρηση και ανεκπαίδευτο οδηγό, να κινείται ακυβέρνητο με 150 χλμ./ώρα. Βόμβα.
3. Οικονομία
Λόγω της εκθετικής αύξησης της αεροδυναμικής αντίστασης με την άνοδο της ταχύτητας, η κατανάλωση ενός αυτοκινήτου αυξάνεται σημαντικά σε ταχύτητες άνω των 100 χλμ./ώρα. Εδώ υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάλογα με το αμάξωμα και τον κινητήρα του αυτοκινήτου. Ένας γενικός κανόνας όμως, είναι ότι η αύξηση της κατανάλωσης από τα 90 στα 120 χλμ./ώρα είναι περίπου 20%. Στα 150 χλμ./ώρα η αύξηση αυτή μπορεί να φτάσει έως και το 50%.
4. Οικολογία
Ακριβώς για τους παραπάνω λόγους, οι πολύ υψηλές ταχύτητες σημαίνουν πολύ μεγαλύτερη εκπομπή ρύπων. Η αύξηση του ορίου ταχύτητας στα 150 χλμ./ώρα θα σημάνει όμως και τη γενικότερη αύξηση της μέσης ταχύτητας, ακόμα και αυτών που κινούνται πιο συντηρητικά, στη μεσαία ή την δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Οι «γρήγοροι» θα πιέζουν τους πιο αργούς για να προσπεράσουν, οι αργοί θα επιταχύνουν πιο συχνά και πιο απότομα, με αποτέλεσμα εκατομμύρια λίτρα περισσότερων καυσίμων και χιλιάδες τόνοι επιπλέον ρύπων στην ατμόσφαιρα ανά έτος.
5. Κυκλοφοριακές και καιρικές συνθήκες
Λόγω της ελλιπούς εκπαίδευσης των οδηγών, κάποιοι μπορούν να θεωρήσουν ότι τα 150 χλμ./ώρα είναι μια ασφαλής ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο «βρέξει – χιονίσει». Έτσι μπορούν να γίνουν εριστικοί σε συνθήκες έντονης κυκλοφορίας, ανάβοντας φώτα και κορνάροντας σε όσους κινούνται πιο αργά και αριστερά. Ταυτόχρονα όμως, μπορούν να γίνουν και πολύ επικίνδυνοι, κινούμενοι με αμφίβολης κατάστασης ελαστικά σε καταρρακτώδη βροχή με 150 χλμ./ώρα. Με λίγα λόγια, «ο χάρος βγήκε παγανιά».