22 Νοέμβρη 1897: Όταν μπήκαν οι βάσεις για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα (μέρος Α’) | Φωτός

[Διαβάστε το μέρος β’ πατώντας εδώ] | Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 ή, διαφορετικά, ο πόλεμος των τριάντα ημερών ή και Μαύρο ’97 ή Ατυχής πόλεμος, ήταν ο πόλεμος που κήρυξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά του Βασιλείου της Ελλάδας το 1897, ως απόρροια της τότε έκβασης του Κρητικού προβλήματος, αρνούμενη η πρώτη το δίκαιο αίτημα της διενέργειας δημοψηφίσματος στην Κρήτη προκειμένου ο ίδιος ο κρητικός λαός να δώσει λύση στο πρόβλήμα.

Ο πόλεμος αυτός, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, με δεδομένο ότι δεν δόθηκε ποτέ διαταγή επίθεσης στο στρατόπεδο των Ελλήνων, “ακήρυχτος” όπως τον χαρακτήρισε η τότε ελληνική κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, στην ουσία “οθωμανική εισβολή” κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας και στην υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο ύστερα από απαίτηση της Γερμανίας .

Εντούτοις η σημασία του υπήρξε τεράστια, όχι μόνο ως προς την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος που τελικά η Ελλάδα ήταν αυτή που δικαιώθηκε.

Στάθηκε η αιτία να παραμείνει η ελληνική κυβέρνηση σθεναρά ανυποχώρητη στην απόφασή της για ενίσχυση του στρατού μη φειδόμενη των όποιων οικονομικών συνεπειών, με δεδομένη την από τετραετίας (19 Δεκεμβρίου 1893), κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη, καθώς ακόμα και των απειλών των Μεγάλων Δυνάμεων περί επιβολής ναυτικών αποκλεισμών. Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η άμεση προετοιμασία και ανταπόκρισή της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους που κατέληξαν τουλάχιστον για την ίδια νικηφόροι.

Παρά τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι όποιος και αν θά είναι ο νικητής της επαπειλούμενης σύρραξης δεν θα του αναγνωριζόταν “κανένα εδαφικό όφελος” τελικά ο πόλεμος άρχισε στις 6 Απριλίου / 18 Απριλίου (ν.ημερολ) 1897 και έληξε με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, στις 7 Μαΐου / 19 Μαΐου (ν.ημερολ) “ανακωχή”, αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία. Η ειρήνη υπογράφηκε στις 6 Σεπτεμβρίου / 18 Σεπτεμβρίου (ν. ημερολ.), σε προσωρινή συνθήκη μετά από πεντάμηνες διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με το Οθωμανικό κράτος (την Υψηλή Πύλη).

Η τελική συνθήκη υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου / 4 Δεκεμβρίου (ν.ημερολ) 1897 όπου και ακολούθησε η εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και δέκα μήνες μετά η αυτονόμηση της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον Πρίγκιπα Γεώργιο (Ελλάδας και Δανίας).

Ο πόλεμος του 1897 απετέλεσε την πρώτη πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας 67 χρόνια μετά από την απόκτηση της ανεξαρτησίας της, κατά την οποία και δοκιμάσθηκε σε εκστρατεία τόσο ο τότε πολεμικός μηχανισμός της όσο και το πολεμικό δυναμικό της, με ό,τι ατέλειες και αδυναμίες παρουσίαζε,[3]

Αίτια και αφορμές

1897 – Έλληνες στρατιώτες αποχωρούν από την Κρήτη

Η οθωμανική κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό κανονισμό του 1868, με τις προσδιοριζόμενες μεταρρυθμίσεις (κατά τη Σύμβαση της Χαλέπας). Οι διορισθέντες όμως υπό του Σουλτάνου γενικοί διοικητές της Κρήτης παραβίαζαν την συμφωνία εκείνη, είτε αυτοβούλως, είτε υπό την πίεση του οθωμανικού πληθυσμού της νήσου με αποτέλεσμα να προκύψει μια σειρά από επαναστάσεις όπως η Κρητική επανάσταση του 1885, ηεπανάσταση του 1888 καθώς και εκείνη του 1889.

Το 1894 διοικητής Κρήτης, (Βαλής), διορίσθηκε ο τέως Ηγεμόνας της Σάμου, ο Καραθεοδωρής πασάς, που πράγματι επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την εφαρμογή των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (Χαλέπας) αλλά δυστυχώς όμως συνάντησε την έντονη αντίδραση των Οθωμανών της νήσου. Των αντιδράσεων εκείνων ακολούθησαν ταραχές που κατέληξαν σε σοβαρή ρήξη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με αποτέλεσμα, ένα μόλις χρόνο μετά, να ξεσπάσει η νέα Κρητική Επανάσταση (1895-1898) και ο Καραθεοδώρης να παραιτηθεί (Δεκέμβριος 1895).

Παράλληλα τον Ιούλιο του ίδιου έτους οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους κατόχους ομολόγων του ελληνικού κράτους είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ειδικότερα στις 28 Ιουλίου του 1894 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση ότι η μη ικανοποίηση των κατόχων ομολόγων ίσως να οδηγούσε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της δύο χωρών. Το θέμα αυτό εξηγεί και την έντονη στη συνέχεια ανθελληνική στάση εκ μέρους του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στην έκβαση του πολέμου.

Από τον Δεκέμβριο του 1895 τουρκικές ενισχύσεις άρχισαν να φθάνουν και να αποβιβάζονται στη Κρήτη ενώ παράλληλα ανεξάρτητες ελληνικές ομάδες εθελοντών από την Ελλάδα άρχισαν να καταφθάνουν προς ενίσχυση των Κρητών επαναστατών, ειδικότερα μετά την πολιορκία του Βάμου και των σφαγών των Χριστιανών των Χανίων που ακολούθησαν ως αντίποινα (Μάιος 1896). Τον ίδιο καιρό άρχισαν και να καταπλέουν στα ύδατα της Κρήτης πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα μέρα με τη μέρα η ένταση να εντείνεται. Με την επέμβαση όμως αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων τελικά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ παραχώρησε τις ζητούμενες εγγυήσεις για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων και προσωρινά φάνηκε να έχει αποκατασταθεί η ηρεμία.

Όμως οι Τούρκοι της νήσου δεν φαίνονταν και τόσο ικανοποιημένοι βλέποντας ότι με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί ουσιαστικά η διοίκηση της Κρήτης παραδινόταν στους Έλληνες. Έτσι από τον Ιανουάριο του 1897 ο ερεθισμός αυτός μεταξύ των δύο εντοπίων λαών έφθασε σε μεγάλη ένταση. Δολοφονίες, εμπρησμοί χωριών, φονικές συμπλοκές ξέσπασαν διαδοχικά στις πόλεις και τα χωριά προκαλούμενες από τους Τούρκους, αποδεδειγμένα συμπράττοντας σ΄ αυτά και ο εκεί υφιστάμενος οθωμανικός στρατός.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1897 ο πρόξενος της Γαλλίας στα Χανιά τηλεγραφούσε στην Κυβέρνησή του:

Χθές η πάλη διήρκεσεν όλην την ημέραν και ως λέγεται τα θύματα είναι πολυάριθμα. Οι Χριστιανοί προσδραμόντες αθρόως εκ του εσωτερικού απέκλεισαν τα Χανιά. Κατέχω αποδείξεις ότι η σύγχρονος αυτή εξέγερσις των Μωαμεθανών εν Ηρακλείω, Ρεθύμνω και Χανίοις είναι αποτέλεσμα οδηγιών εκ Κωνσταντινουπόλεως προς πρόκλησιν ταραχών, όπως παρακωλυθή η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Είναι άξιο προσοχής το ότι στο τηλεγράφημα οι Κρήτες διακρίνονται σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και όχι με εθνικά ονόματα λαών.

Πράγματι οι ταραχές εκείνες έλαβαν μεγάλη έκταση. Οι Τούρκοι έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων, ενώ μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πόλης κατέφυγε στα πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων. Τότε ακριβώς οι Έλληνες της Κρήτης κήρυξαν νέα επανάσταση ζητώντας πλέον την ένωση με την Ελλάδα καθόσον αγήματα πεζοναυτών από τα ξένα πολεμικά πλοία αποβιβάστηκαν στα Χανιά.

Υφιστάμενη κατάσταση

Τούρκοι αξιωματούχοι στα Χανιά το 1897

Την εποχή εκείνη στα πολιτικά πράγματα της χώρας ήταν η Κυβέρνηση Θεοδώρου Δηλιγιάννη που είχε διαδεχθεί την Κυβέρνηση του Νικόλαου Δεληγιάννη στις 31 Μαΐου του 1895. Ο Πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννηςκαθώς και οι υπουργοί του Αλέξανδρος Σκουζές (υπουργός εξωτερικών) και Νικόλαος Γ. Μεταξάς (υπουργός Στρατιωτικών)δέχονταν τους μύδρους της παράφορης δημαγωγικής ρητορείας του αρχηγού της τότε αντιπολίτευσης Δημητρίου Ράλλη, ειδικά επί του κρητικού ζητήματος που είχε λάβει πλέον διάσταση επανάστασης, ότι ο Πρωθυπουργός ήτσν ανίκανος να χειριστεί «εθνικά ζητήματα». Έφθασε μάλιστα, ο Δ. Ράλλης, στο σημείο ν΄απειλεί επανάσταση, ακόμη και με κίνδυνο εμφυλίου, δηλώνοντας κατά την συνεδρίαση της Βουλής στις 21 Ιανουαρίου 1897:

Εάν η μοίρα κατεδίκασε την Ελλάδα να υποστή εκ νέου την πολιτική της κυβερνήσως του Θ. Δηλιγιάννη, οίαν υπέστη κατά το παρελθόν, ήθελον τεθή επικεφαλής όπως υψώσω την σημαίαν της επαναστάσεως κατά του καθεστώτος το οποίον εις ουδέν έτερο συντελεί ή να ζημιοί τα εθνικά συμφέροντα.

Συνέπεια των λόγων αυτών ήταν οι επαναλαμβανόμενες οχλαγωγικές συγκεντρώσεις στους δρόμους της Αθήνας που επακολούθησαν. Οι κατηγορίες δε που διαδίδονταν κατά της Κυβέρνησης και του Βασιλιά δεν είχαν προηγούμενο. Ανεύθυνοι εθνοσωτήρες άρχισαν να διαδίδουν και να ενσπείρουν σύγχυση και υποψίες ότι Κυβέρνηση και Βασιλιάς ακολουθούσαν πολιτική υποτέλειας στην Αγγλία, αφού η Ελλάδα δεν επιθυμούσε στη πράξη ν΄ αναλάβει καμία άμεση αλλά και αποτελεσματική ενέργεια υπέρ του Κρητικού αγώνα.

Ένα επίσης περίεργο τότε σωματείο που είχε δημιουργηθεί και σε πολύ σύντομο διάστημα είχε καταστεί πανίσχυρ,ο η διαβόητη Εθνική Εταιρεία, με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες άρχισε να επηρεάζει τα δρώμενα. Είχε δε αυτή αποκτήσει τόση δύναμη ώστε να επηρεάζει ακόμα και τον στρατό και μάλιστα με την αξίωση να ρυθμίζει αυτή την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας με απώτερο σκοπό τον πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία.

Εμπρός στην αναγκαιότητα της συσπείρωσης του λαού εκείνες τις ώρες, ούτε ο Βασιλιάς αλλά ούτε και η Κυβέρνηση ήλθαν σε σύγκρουση με τις τόσο αντιδραστικές εκείνες δυνάμεις, ικανές να διεγείρουν ακόμη και τον όλεθρο του εμφυλίου και των οποίων ο βαθμός διείσδυσης στον κρατικό μηχανισμό ήταν άγνωστος, . Όμως τρεις ημέρες μετά την εκρηκτική δήλωση του Δ. Ράλλη και μέσα σε κλίμα λαϊκής έξαψης, μόλις έφθασαν οι πρώτες ειδήσεις περί σφαγών και εμπρησμών στη Κρήτη, (Σφαγή των Χανίων (1897)) αμέσως συνήλθε συμβούλιο και αποφασίσθηκε στο όνομα του δικαίου της άμυνας και της οφειλόμενης προστασίας, η αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στη Κρήτη υπό την αρχηγία του δευτερότοκου Πρίγκιπα Γεωργίου με την εντολή της παρεμπόδισης κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων στη μεγαλόνησο.

Στις 25 Ιανουαρίου (νέο ημερολόγιο) απέπλευσαν τα πρώτα τορπιλλοβόλα, στις 27 Ιανουαρίου το σχεδόν νεότευκτο θωρηκτόΎδρα με διοικητή της θωρηκτής μοίρας τον ναύαρχο Αρ. Ράινεκ, ακολουθούμενο από τα Μύκαλη καιΠηνειός ενώ στις 29 Ιανουαρίου ακολούθησν το τορπιλοβόλο Ιωνία με γενικό Διοικητή της τορπιλοβόλου μοίρας τον Πρίγκιπα Γεώργιο μαζί με άλλα μεταγωγικά. Με αυτή την ενέργεια η Ελλάδα προσπαθούσε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για την επίτευξη της ένωσης. Οι σκοποί αυτοί της Ελλάδας έγιναν φανεροί με τη διακοίνωση που επέδωσε στους διπλωματικούς εκπροσώπους της στο εξωτερικό, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι πρεσβευτές των Μεγάλων δυνάμεων στην Αθήνα.[5]

Όμως και η απόφαση αυτή δεν στάθηκε ικανή τουλάχιστον να περιορίσει τους ρήτορες των οχλαγωγικών εκδηλώσεων αλλά και ούτε να ικανοποιήσει την αντιπολίτευση που κατηγορούσε τώρα την Κυβέρνηση πως δεν είχε διατάξει τον στόλο να βομβαρδίσει τις παράλιες τουρκικές συνοικίες της Κρήτης. Έτσι η πίεση για αποστολή στρατού άρχισε να φουντώνει. O Πρωθυπουργός Δηλιγιάννης υπέκυψε και ζήτησε επίσημα από τον Βασιλέα Γεώργιο την αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο ότι αυτό ισοδυναμούσε με πρόκληση πολέμου. Ο Βασιλεύς Γεώργιος αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό χαρακτηρίζοντας μια τέτοια επιχείρηση στρατού άνευ διεθνούς κάλυψης ως “ληστοπραξία“.

Ο συνταγματάρχης Τ. Βάσσος με το γιο του στο ελληνικό αρχηγείο στην Κρήτη

Ο Δηλιγιάννης όμως, φοβούμενος λαϊκή εξέγερση σε περίπτωση ματαίωσης της αποστολής, επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να προβεί σε κατοχή του νησιού, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο γεγονός για την ένωση με την Ελλάδα, για να προλάβει τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση της Κρήτης.[6]

Στις 7 Φεβρουαρίου άρχισε την επίθεσή κατά του πύργου των Βουκολιών και την επόμενη κατάφερε περίλαμπρη νίκη

Ενέργειες Μεγάλων Δυνάμεων

Το μικτό ελληνικο απόσπασμα στάλθηκε στις 1 Φεβρουαρίου με το Αλφειός και το επίτακτο Ιωνία. Την ίδια όμως μέρα που απέπλεε το τορπιλλοβόλο με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και η δύναμη του μικτού αποβατικού σώματος από 1.200 αξιωματικούς και οπλίτες υπό τον Βάσσο μέσα σε φρενήρεις και ενθουσιώδεις επευφημίες του λαού που είχε συρρεύσει στον Πειραιά, οι στόλοι της Γαλλίας (υπό τον ναύαρχο Ποτιέ), Αγγλίας (υπό τον ναύαρχο Χάρρις), Ρωσίας (υπό τον ναύαρχο Άντριεφ), Αυστρίας (υπό τον ναύαρχο Μπραχ), και Ιταλίας (υπό τον ναύαρχο Κανεβάρο), είχαν καταπλεύσει στη Κρήτη. Αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, 50 – 100 ανδρών ανά εθνικότητα, υπό Ιταλό Πλοίαρχο διοικητή αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας έτσι την Κρήτη, και με την συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους και απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση. Αμέσως μετά οι σημαίες των παραπάνω Μ. Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της Τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι όταν έφθασε το ελληνικό μικτό απόσπασμα του Βάσσου, υπό τις συνθήκες αυτές αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων ν΄ αποβιβασθεί στη θέση Κολυμπάρι (24 χλμ. δυτικά των Χανίων).

Την επομένη (2 Φεβρουαρίου) ο συνταγματάρχης Βάσσος από την Μονή Γωνιές (Β. του Κολυμπάριου) εξέδωσε, εν ονόματι του Βασιλιά των Ελλήνων, προκήρυξη προς τον Κρητικό λαό με την οποία και ανήγγειλε την κατάληψη της Κρήτης. Και ενώ ο Βάσσος αποφάσισε την επομένη, σε συνεργασία και με τον ναύαρχο Ράινεκ την κατάληψη των Χανίων ακολουθώντας παραλιακή οδό, τον συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς χωροφυλακής και του επέδωσε μήνυμα – εντολή του τοποτηρητή ότι αφενός η Κρήτη έχει τεθεί υπό την προστασία των 5 Μεγάλων Δυνάμεων, αφετέρου ο ελληνικός στόλος που έχει καταπλεύσει έπρεπε να απέχει από κάθε πολεμική επιχείρηση, το δε μικτό απόσπασμα να παρέμενε εκεί που βρισκόταν χωρίς καμία περαιτέρω ενέργεια.

Παρά την παραπάνω όμως διακοίνωση, ακολούθησε στις 7 Φεβρουαρίου η μάχη των Βουκολιών και την επόμενη μάχη των Λειβαδιών όπου το ελληνικό στράτευμα πέτυχε σημαντική νίκη σε βάρος 4.000 Τουρκοκρητών και τακτικού οθωμανικού στρατού. Ενοχλημένοι όμως οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων απαγόρευσαν κάθε παραπέρα κίνηση και πολεμική ενέργεια του ελληνικού μικτού σώματος.Το μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ανακλήθηκε το Μάρτιο και ενσωματώθηκε στη δύναμη της Θεσσαλίας.

Διακοίνωση Δυνάμεων

Στις 18 Φεβρουαρίου / 2 Μαρτίου 1897, οι παραπάνω Μ. Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στη Κρήτη καθεστώς αυτονομίας υπό την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου, αφού απέκλεισαν την ένωσή της με την Ελλάδα. Για να τεθούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας (της οποίας οι λεπτομέρειες δεν είχαν συμφωνηθεί ακόμη), έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα ν΄ ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα από την Κρήτη, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν και θα περιορίζονταν στα φρούρια.

Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε προς την λύση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε. Στη φάση αυτή η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της εκτεταμένης δράσης της Εθνικής Εταιρείας που υποκινούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας αλληλοκατηγορούμενοι οι πάντες για «εσχάτη προδοσία», αν η Κρήτη αυτονομούνταν, αντέκρουσε τη διακοίνωση ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος των Κρητών, προκειμένου οι ίδιοι ν΄ αποφασίσουν. Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν συναινούσαν στον τρόπο που εννοούσε η Ελλάδα την αυτονομία. Η Αγγλία και η Ιταλία ήταν πιο δεκτικές σε αυτονομία υπό τον πρίγκηπα Γεώργιο της Ελλάδας αλλά η Γερμανία, που επιθυμούσε την ανατροπή του βασιλιά της Ελλάδας ως αγγλόφιλου και την αντικατάστασή του με τον γερμανόφιλο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν βασικός ενάντιος κάθε συμβιβασμού. Μαζί της συμπαρατάσσονταν η Ρωσία και η Αυστρία.

Μετά την άρνηση της Ελλάδας να συμμορφωθεί στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων περί αυτονομίας της Κρήτης , ήταν ολοφάνερο πως, απομονωμένη από κάθε διεθνή υποστήριξη και με τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη της επιτρέπουν να έρθει σε συνεννόηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προχωρούσε προς τον πόλεμο. Το ίδιο συνέβαινε και στην αντίπαλη πλευρά, όπου ο Σουλτάνος ήταν δέσμιος των πολεμοχαρών υπουργών και στρατιωτικών του. Τελικά, η Οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, αφού όμως της δόθηκε αφορμή με την εισβολή των ατάκτων στη Μακεδονία.

Κατάσταση των εμπολέμων δυνάμεων

Η μάχη των Φαρσάλων – 1897

Ο ελληνικός στρατός την εποχή εκείνη δεν ήταν σε επαρκή κατάσταση ετοιμότητας. Η σχετική φράση του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, στη Βουλή πριν λίγα χρόνια, ανταποκρινόταν όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό στην αλήθεια, αλλά και σε μια περίτρανη και ταυτόχρονα κυνική ομολογία ότι τίποτε δεν είχε πράξει και εκείνος ως πολιτικός υπεύθυνος περί αυτού στις δύο προηγούμενες περιόδους της πρωθυπουργίας του. Οι αξιωματικοί του πεζικού, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν εντελώς αμαθείς και ανίκανοι, όπως και αυτοί του ιππικού. Σε κάπως καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι αξιωματικοί του πυροβολικού και του μηχανικού, έχοντας τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση αλλά με σημαντικό πρόβλημα στην πρακτική εκπαίδευση (πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει, πριν τον πόλεμο, ούτε μια βολή). Ακόμη και ο οπλισμός του στρατού υστερούσε, έχοντας ως βασικό όπλο τον γκρα (αργό οπισθογεμές τουφέκι), με φυσίγγια του 1886 ή και παλιότερων εποχών.
Βέβαια το γεγονός αυτό το γνώριζε πολύ καλύτερα και ο ίδιος ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄ όταν επιστρέφοντας το προηγούμενο Καλοκαίρι, (του 1896), από την Ευρώπη δημοσίευσε σε ΦΕΚ μια επιστολή – εντολή προς τον πρωθυπουργό Θ. Δηληγιάννη, (22 Νοεμβρίου 1896), για πρόσκληση εφεδρειών στο στρατό προκειμένου η αξιόμαχη δύναμη αυτού να συμπληρώνει τους 10 έως 12.000 άνδρες, την δημιουργία μεγάλου στρατοπέδου μεταγωγών καθώς και εκτελέσεις γυμνασίων των κυριοτέρων σχηματισμών. Η ιστορική αυτή αδιαβάθμητη και επίσημα δημοσιευθείσα επιστολή που καλούσε σε επείγουσα στρατιωτική ανασύνταξη, ουσιαστικά αποτελούσε αφενός μεν ευθεία βολή κατά της επιδειχθείσης σχετικής αναλγησίας των τελευταίων κυβερνήσεων και αφετέρου εξυπηρετούσε κάποιους διπλωματικούς εξωτερικούς στόχους, με συνέπεια να προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση.

Αντίθετα οι Οθωμανοί ήταν εξοπλισμένοι με επαναληπτικά τουφέκια τύπου μάουζερ, ενώ το βεληνεκές των πυροβόλων τους ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτό των ελληνικών. Μόνο στο ναυτικό ήταν αδιαμφισβήτητη η ελληνική υπεροχή, εξ ου και δεν εμφανίσθηκε πουθενά ο οθωμανικός στόλος παρότι διέθετε και θωρηκτά πλοία. Ο οθωμανικός στρατός ήταν σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. Διέθετε όχι μόνο αριθμητική υπεροχή και καλύτερο οπλισμό αλλά και καλύτερη εκπαίδευση στελεχών από Γερμανούς αξιωματικούς. Είναι χαρακτηριστικό πως αν η οθωμανική στρατιωτική διοίκηση δεν έκανε σειρά τακτικών σφαλμάτων, ειδικά κατά τη μάχη των Φαρσάλων, θα είχε επιτύχει την εκμηδένιση του ελληνικού στρατού.

Τα γεγονότα του πολέμου

Στις 18 Φεβρουαρίου, τη μέρα της απόρριψης από την Ελλάδα της διακοίνωσης των Συμμάχων για την αυτονομία της Κρήτης, κηρύχθηκε επίσημα γενική επιστράτευση (που όμως είχε ξεκινήσει αθόρυβα τρεις μέρες πριν), με πολλές ατέλειες, κατά την οποία κλήθηκαν τελικά 10 κλάσεις εφέδρων. Η τουρκική επιστράτευση είχε ξεκινήσει και εκείνη νωρίτερα, ακανόνιστα όμως και πολύ πιο πρόχειρα, ενώ η έλλειψη οικονομικών μέσων επαύξανε την αταξία επιστράτευσης των Τούρκων. Την εποχή εκείνη Μέγας Βεζίρηςήταν ο Χαλίλ Ριφάτ Πασάς και Υπουργός Πολέμου ο Μεχμέτ Ριζά Πασάς.

Μεθόριος

Το 1897 η ελληνοοθωμανική μεθόριος στη Θεσσαλία βρισκόταν στις ΝΑ προσβάσεις του Ολύμπου και στις νότιες προσβάσεις των Χασίων σχηματίζοντας ένα Υ με τη βάση του μεταξύ των χωριών Γκρίζανος και Ζάρκος, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί από την Επιτροπή Καθορισμού Ελληνοοθωμανικών Συνόρων (Θεσσαλίας – Ηπείρου), επί σχεδίων που είχε εκπονήσει ο Άγγλος ταγματάρχης Τζον Άρνταγκ, που υπογράφηκε στις 20 Ιουνίου του 1882 και ολοκληρώθηκε περί το τέλος του ίδιου έτους, στις 5 Νοεμβρίου του 1882.
Ο ποταμός Πηνειός αποτελούσε για τον Τούρκο Διοικητή προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων. Η ελληνική διοίκηση πιστή μέχρι τότε στα γαλλικά πρότυπα πολεμικής τακτικής είχε εμπιστευθεί στον Γάλλο στρατηγό Βοσσέρ της γαλλικής αποστολής την οργάνωση της άμυνας στα υπερκείμενα του Πηνειού περάσματα Μελούνας (Β. του Τυρνάβου) και Ρεβένι (Ν. του Τυρνάβου), αμφότερα δυτικά της Λάρισας.

Ανάπτυξη μονάδων

Ελληνικές δυνάμεις

Οθωμανικό πεζικό επιτίθεται κατά τη Μάχη του Δομοκού. Πίνακας του Φάουστο Ζονάρο, ανάκτορο του Ντολμάμπαχτσε

Ο ελληνικός στρατός εκστρατείας που συγκροτήθηκε απετέλεσε τρεις μεραρχίες. Την 1η (Ι Μεραρχία) με Διοικητή τον υποστράτηγο Νικόλαο Μακρή, με στρατηγείο τη Λάρισα και 2η (ΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Γεώργιο Μαυρομιχάλη με στρατηγείο τα Τρίκαλα, που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία και η 3η (ΙΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Μάνο, στη περιοχή της Άρτας. Αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας ορίσθηκε, με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12/25 Μαρτίου ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που έφθασε στο στρατηγείο του και ανέλαβε στις 17/29 Μαρτίου από τον υποστράτηγο Μακρή και με αρχηγό του επιτελείου τον συνταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη και υπασπιστή τον λοχαγό Χατζηπέτρο. Τότε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ήταν ο μοναδικός Έλληνας αξιωματικός με βαθμό στρατηγού. Η σύνθεση της τότε ελληνικής μεραρχίας περιελάμβανε:

2 ταξιαρχίες, συγκροτούμενη έκαστη από 2 συντάγματα πεζικού.

4 ανεξάρτητα τάγματα ευζώνων.

1 σύνταγμα πυροβολικού.

1 σύνταγμα ιππικού και

2 λόχους μηχανικού.

Έτσι η δύναμη της Ηπείρου ήταν όπως η προαναφερόμενη της Μεραρχίας ενώ της Θεσσαλίας ήταν διπλάσια (2 Μεραρχίες). Η δε δύναμη του στρατού Θεσσαλίας ανέρχονταν σε 38.000, 500 ιππείς και 96 πυροβόλα, ενώ της Άρτας σε 16.000 άνδρες και 40 πυροβόλα.

Τουρκικές δυνάμεις

Ο τακτικός σουλτανικός στρατός (ο επιλεγόμενος επίσημα “Ασκερί Νιζαμιγιέ Σαχανέ”) εκστρατείας που συγκροτήθηκε αντίστοιχα αποτελούνταν από 8 μεραρχίες πεζικού και μία μεραρχία ιππικού (3πλάσιες δυνάμεις των ελληνικών). Εξ αυτών 2 μεραρχίες πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο ενώ η κύρια δύναμη των 6 μεραρχιών πεζικού και της μεραρχίας ιππικού διατέθηκε στα Θεσσαλικά σύνορα. Η σύνθεση της τότε τουρκικής μεραρχίας ήταν:

15-18 τάγματα πεζικού, δηλαδή από 5-6 συντάγματα περίπου

3-6 πεδινές πυροβολαρχίες,

1 ίλη ιππικού

Η τουρκική μεραρχία ιππικού περιελάμβανε 16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες. Εκτός όμως της τακτικής αυτής δύναμης ο τουρκικός στρατός Θεσσαλίας διέθετε και γενική εφεδρεία αποτελούμενη από 10 τάγματα πεζικού, 9 πεδινές πυροβολαρχίες και 3 λόχους μηχανικού. Έτσι η συνολική τουρκική δύναμη εις μεν τα Θεσσαλικά σύνορα έφθανε τους 92.500 άνδρες πεζικού, 1300 ιππείς, με 186 πυροβόλα εις δε της Ηπείρου 29.000 άνδρες με 24 πυροβόλα. Επίσης παρά τον τουρκικό στρατό υπήρχε γερμανική εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή υπό τον Γερμανό στρατηγό φον ντερ Γκολτς.

Αρχηγός του τουρκικού εκστρατευτικού στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς που είχε ως σύμβουλό του τον Γερμανό φον Γρούμβκοφ και αρχηγό του επιτελείου τον Σεφκέτ μπέη. Διοικητές των μεραρχιών ήταν οι στρατηγοί Χαϊρή (1ης), Νεσκάτ (2ης), Μεμντούχ (3ης), Χαϊντέρ (4ης), Χακή (5ης), Χαμντή (6ης) και Σουλεϋμάν της μεραρχίας του ιππικού.

Μέτωπο Θεσσαλίας

Στην Θεσσαλία οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει έξι μεραρχίες με 58.000 πεζούς, 1500 ιππείς και 156 πυροβόλα υπό την διοίκηση του Εντέμ Πασά με αρχηγείο την Ελασσόνα, ενώ μια έβδομη ήρθε αργότερα. Οι Έλληνες ήταν 45.000 πεζοί, 800 ιππείς και 96 πυροβόλα, και διοικούνταν από τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο με στρατηγείο τη Λάρισα. Ο ελληνικός στόλος του 1897 κυριαρχούσε στην θάλασσα, αφού ήταν μεγαλύτερος του τουρκικού.

Μία μέρα πριν φθάσει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος στο στρατηγείο, περίπου 2.000 άτακτοι από την Εθνική Εταιρεία πέρασαν τα σύνορα προσπαθώντας να ξεσηκώσουν σε επανάσταση την Μακεδονία όπου και σημειώθηκαν οι πρώτες αψιμαχίες.

Επιτελικά σχέδια

Η μάχη του Βελεστίνο – 1897

Το σχέδιο του Τούρκου αρχηγού (και του γερμανικού επιτελείου του) ήταν να περάσει από την ελληνική αριστερή πλευρά, και το ταχύτερο δυνατόν ή να κυκλώσει τους Έλληνες ή να φθάσει στο Πηνειό όπου με προγεφύρωμα αυτόν ν΄ απωθήσει τους Έλληνες στη Στερεά, πλην όμως στη πράξη συνάντησε σθεναρή πλευρική αντίσταση ενώ το κέντρο του αντίθετα προχώρησε. Έτσι το αρχικό σχέδιο συνέχεια μεταβαλλόταν με συνέπεια τις αργές μετακινήσεις των τουρκικών σχηματισμών.

Το σχέδιο του ελληνικού επιτελείου όπως το είχε παραδώσει ο Γάλλος Βοσσέρ και είχε προηγουμένως επεξεργασθεί και εγκρίνει ο υποστράτηγος Μακρής ήταν κυρίως αμυντικό, βασισμένο όμως στη γαλλική τακτική, δηλαδή της ανάπτυξης ανοικτών πεδίων εμπλοκής με τις γνωστές οδυνηρές ατέλειες, τις ίδιες ακριβώς που είχε αντιμετωπίσει και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη μάχη του Φαλήρου, ειδικά όταν ο εχθρός είναι αριθμητικά υπέρτερος. Επιπλέον, δεν είχαν εκπονηθεί αναλυτικά σχέδια ούτε υλοποιηθεί σοβαρά αμυντικά έργα και δεν υπήρχαν εφεδρείες που θα επέτρεπαν το σχηματισμό 2ης αμυντικής γραμμής και την αποστολή ενισχύσεων στα σημεία όπου θα υπήρχε ανάγκη.

Όμως ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έκρινε μη ικανοποιητική αυτή τη διάταξη και στις 19 Μαρτίου έδωσε εντολή για αναπροσαρμογή της. Συγκεκριμένα, ο στρατός θα διατασσόταν σε βάθος, αντί της προηγούμενης γραμμικής παράταξης, ώστε να συγκεντρωθεί σε ισχυρότερες μονάδες, στα πιθανά σημεία εισβολής των Τούρκων. Η διαταγή αυτή, λίγες μέρες πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, ήταν λογικό να συναντήσει δυσκολίες και να μην έχει προλάβει να συμπληρωθεί στις πρώτες μέρες του πολέμου.[

Εισβολή ατάκτων

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πριν φθάσει στο στρατηγείο της Λάρισας και αναλάβει την διοίκηση των επιχειρήσεων κατ΄ εντολή της κυβέρνησης ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, περίπου 2.500 – 3.000 άτακτοι (κατ΄ εκτίμηση του Γάλλου λοχαγού Ντουσύ), ή μόνο 2.000 (κατ΄ εκτίμηση του Π. Μελά, που κρίνεται ορθότεροεισόρμησαν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Η δύναμη αυτή είχε οργανωθεί από την Εθνική Εταιρεία η οποία, από τον Φεβρουάριο, όπλιζε συρφετούς απολέμων και αμάχων.[

Οι επιχειρήσεις των ατάκτων κατά παραμεθορίων τουρκικών φυλακίων και μερικά χιλιόμετρα περί αυτών εντός της Μακεδονίας διήρκεσαν τελικά τέσσερις μόνο ημέρες. Στις 31 Μαρτίου / 12 Απριλίου (π.ημ./ν.ημερ.) η όλη δραστηριότητά τους είχε κατασταλεί πλήρως από τρία ενισχυμένα τουρκικά αποσπάσματα, ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία. Από την πρώτη ημέρα της εισβολής των ατάκτων η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διακηρύξει ότι ουδεμία σχέση είχε με αυτούς και αντίθετα την ευθύνη είχε η τουρκική πλευρά που δεν διασφάλιζε τα σύνορά της. Αλλά και εκ μέρους του Σουλτάνου δεν υπήρξε σχετική διαμαρτυρία επ´αυτών των “ληστρικών συμμοριών” όπως τις χαρακτήρισε σε τηλεγράφημά του ο Ετέμ πασάς. Ο δε αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος μόλις ενημερώθηκε σχετικά, φθάνοντας στη Λάρισα, έδωσε εντολή καμία στρατιωτική μονάδα να μη κινηθεί καθώς και να απομακρυνθούν από τα σύνορα και οι έτεροι 2.000 άτακτοι που παρέμεναν στη περιοχή της Ηπείρου.

Η εισβολή των ατάκτων προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων οι οποίες την χαρακτήρισαν ανειλικρινή ενέργεια και έδωσε στην Οθωμανική αυτοκρατορία την αφορμή πολέμου που αναζητούσε.

[Διαβάστε το μέρος β’ πατώντας εδώ]

"google ad"

Αγώνας της Κρήτης

Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Recent Posts

Θα σώσουμε τώρα την οικονομία της Γερμανίας!

Της Βάννας Σφακιανάκη Ως κεραυνός εν αιθρία και σαν να είναι κάτι τόσο φυσιολογικό και…

6 hours ago

Χανιά: Συνελήφθη με 1,6 κιλά κάνναβη

Σε μια επιχείρηση κατά των ναρκωτικών, αστυνομικοί του Τμήματος Αστυνομικών Επιχειρήσεων Χανίων συνέλαβαν σήμερα έναν…

6 hours ago

Συνελήφθη σπείρα διαρρηκτών στο Ηράκλειο – Λεία άνω των 115.000 ευρώ

Σε ένα σημαντικό πλήγμα για την εγκληματικότητα στην περιοχή, η Αστυνομία Ηρακλείου εξάρθρωσε μια σπείρα…

7 hours ago

Η Ένωση Συνδέσμων Κληρικών Κρήτης στηρίζει τον εφημέριο του Αλικιανού

Η Ένωση Συνδέσμων Κληρικών Εκκλησίας Κρήτης εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο εκφράζει την ηθική στήριξη…

7 hours ago

Η Β. Κορέα στέλνει στη Ρωσία τα πιο ισχυρά κανόνια στον κόσμο

Δεκάδες αυτοκινούμενα, πανίσχυρα πυροβόλα “M1989 Koksan”  έχει στείλει ήδη η Βόρεια Κορέα στη Ρωσία, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν…

9 hours ago

Κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης: Το 70% με μεικτό εισόδημα κάτω των 1.200 ευρώ, το 54% κάτω των 1.000 ευρώ

Βελτιωμένη εικόνα στα κατώτερα μισθολογικά κλιμάκια που κινούνται στα επίπεδα του κατώτατου μισθού, αλλά και…

9 hours ago

This website uses cookies.