Της Νέλλης Ψαρρού*
Πριν από 8 χρόνια (παρά μία μέρα), στις 3 Μαίου του 2006, πέθανε από ανακοπή καρδιάς ο Στέλιος Αλεξανδρόπουλος στο γραφείο του, στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, στο Ρέθυμνο.
Γι’ αυτόν τον θάνατο σώπασα για καιρό. Τη σιωπή αυτή έσπασα στο βιβλίο μου 12 ΧΡΟΝΙΑ ΦΥΛΑΚΗ, με έναν ιδιαίτερο τρόπο όσον αφορά τον Στέλιο που, εκτός από συνάδελφος στο πανεπιστήμιο όπου δίδασκα κι εγώ τότε, ήταν ένας φίλος…
“Εγώ δούλευα με σύμβαση που ανανεώνονταν κάθε εξάμηνο και πληρωνόμουν (όπως και όλοι) μετά από μήνες. «Πάλι καλά που πληρώνεστε κιόλας», μας έλεγαν οι μόνιμοι λες και μας γινόταν χάρη, και το εννοούσαν κιόλας: «Για δες στην Αθήνα που δεν πληρώνονται καν»! Οι δυο φορές που κατέθεσα τα χαρτιά μου για μόνιμη θέση στο πανεπιστήμιο είναι χαρακτηριστικές. Την πρώτη ο Κύριος Κοσμήτορας ανέφερε για μένα, σε προσωπική συνομιλία που μου μεταφέρθηκε: «Άστην αυτήν, είναι φίλη του Αλεξανδρόπουλου». Ο Στέλιος Αλεξανδρόπουλος ήταν καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Ρέθυμνο, ενεργός πολίτης, ικανός άνθρωπος και εξαίρετος φίλος. Γνωριστήκαμε όταν ξεκίνησα να διδάσκω στο Ρέθυμνο, αυτός δίδασκε το μάθημά μου πριν από εμένα, ήθελα να μάθω από την εμπειρία του, μιας και ο άλλος, ο πρώην καθηγητής μου στο Πάντειο, θεώρησε ότι ζητάω εκδούλευση. Χάρηκε που κάποιος έδινε σημασία στο τι θα διδάξει, μου έδωσε βιβλιογραφία αλλά και όλες τις προσωπικές του σημειώσεις – τα πρωτότυπα παρακαλώ! Έτσι άρχισε η επιστημονική μας συνεργασία και έκτοτε η φιλία. Πέθανε ο Αλεξανδρόπουλος. Δεν πέθανε, τον εξόντωσαν. Έπαθε ανακοπή στο γραφείο του ύστερα από έντονο διαπληκτισμό στο τμήμα του. Τον έστελναν σε πειθαρχικό με διάταγμα του 1932 κάτι συνάδελφοί του, πρυτάνεις, αντιπρυτάνεις και διευθυντές, με το αίτημα της απόλυσης επειδή, λέει, διασύρει το πανεπιστήμιο. Γιατί διέσυρε το πανεπιστήμιο ο Αλεξανδρόπουλος; Επειδή τόλμησε να ελέγξει κάτι συναδέλφους τους για τις παράνομες συνδιαλλαγές τους με φοιτητές, κυρίως συνδικαλιστές, τους οποίους περνούσαν στο μεταπτυχιακό του τμήματος ενώ άλλοι είχαν καλύτερες βαθμολογίες και προσόντα και κόβονταν.
Είχαμε καιρό να τα πούμε με τον Στέλιο, μιας και ήμασταν πνιγμένοι και οι δύο σε έντονα προσωπικά προβλήματα εκείνη την εποχή. Εκείνη τη μέρα, τη μέρα που πέθανε, τηλεφωνηθήκαμε το πρωί ξανά μιας και το προηγούμενο βράδυ τον είχα στήσει – νόμιζα πως είχαμε χρόνο μπροστά μας για να τα πούμε, πως τα προβλήματά μου ήταν σημαντικότερα.
«Τι θα γίνει ρε Νέλλη, πότε θα βρεθούμε; Έχουμε πολλά να πούμε».
«Πώς να βρεθούμε; Σήμερα ταξιδεύω για Πειραιά».
«Α, κι εγώ, με το Blue Star».
«Εγώ με ΑΝΕΚ, είναι πιο φθηνή».
«Έλα ρε Νέλλη με το δικό μου να βρεθούμε, εγώ έχω ήδη εισιτήριο». «Καλά, εντάξει».
«Το νούμερο της θέσης μου είναι το τάδε, είναι αριθμημένες, κοίτα να βγάλεις κοντά μου. Άντε σ’ αφήνω τώρα γιατί έχω συνέλευση στο τμήμα, κάτι μου ετοιμάζουν».
Πήρα το πρακτορείο και ζήτησα τη θέση δίπλα του. Πήγα για μάθημα, γύρισα στο γραφείο μου, άνοιξα τον υπολογιστή. Η πόρτα του γραφείου μου ήταν ανοιχτή, ήταν οι ώρες υποδοχής φοιτητών. Έρχεται ο Σωκράτης, ένας συνάδελφος, στην πόρτα: «Ο Στέλιος έπαθε ανακοπή». Δεν ήξερα ότι είχε την καρδιά του, ποτέ δεν μου το είπε. Προσπαθούσε όμως να κόψει το τσιγάρο. Οι φοιτητές έρχονταν να με δουν γλιτώνοντάς με από σκέψεις. Σε λίγο το γραφείο ησύχασε. Στην ανοιχτή πόρτα κοντοστάθηκε πάλι ο Σωκράτης. Τον κοίταξα. «Ο Στέλιος κατέληξε», είπε. Ευτυχώς που δεν είπε το κλασσικό «έφυγε». Μου τη σπάει αυτό. Έφυγε; Πού πήγε; Πότε θα ξανάρθει; Γύρισα το κεφάλι μου μπροστά και συνέχισα τη δουλειά στον υπολογιστή, σαν να μην πέρασε ποτέ αυτή η πληροφορία από τον εγκέφαλο, λες και μπήκε από το ένα αυτί, πέρασε μέσα από τους λαβύρινθους του μυαλού μου προσέχοντας να μην ακουμπήσει τους νευροδιαβιβαστές των συναισθημάτων, έκανε μια ψυχρή καταγραφή και ξαναβγήκε από το άλλο. «Είστε τυχερή, σας βρήκα θέση ακριβώς απέναντι από το φίλο σας», μου είπε περιχαρής η υπάλληλος του ταξιδιωτικού πρακτορείου μετά από λίγο…
Μπήκα σ’ αυτό το άθλιο πλοίο, που για να τρέξει γρήγορα το έχουν φτιάξει σαν κουβούκλιο, χωρίς κατάστρωμα να φυσήξει πάνω μου ο αέρας, να μυρίσω λίγη θάλασσα μπας και συγκινηθώ λιγάκι, μπας και καθαρίσει λίγο το μυαλό μου. Κάθισα σ’ όλο το ταξίδι απέναντι απ’ την πολυθρόνα σου. Φανταζόμουν τη μορφή σου, σε έβαζα να μου μιλάς. Τίποτα, καμία συγκίνηση. Κάτι έπρεπε να κάνω, δεν ένιωθα τίποτα! Σηκώθηκα κι έκατσα στη θέση σου. Σαν να κάθισα πάνω σε μια αύρα, σ’ ένα αχνό περίγραμμα. Δεν ένιωσα τίποτα και πάλι. Ξαναπήγα στη θέση μου και έμεινα εκεί μέχρι να τελειώσει το ταξίδι. Κοιτούσα τη μορφή σου απέναντί μου και φανταζόμουν τις κουβέντες μας. Δεν ένιωθα τίποτα.
Σε δύο μέρες έγινε η κηδεία στο Χαλάνδρι. Θα σε αδικούσα αν ερχόμουν. «Να πας», είπε ο πατέρας μου, «θα είναι και οι συνάδελφοί σου εκεί, να σε δουν ότι παρίστασαι». Να με δουν. Οι συνάδελφοί μου. Αυτοί που μάζευαν λεφτά για την κηδεία, με στραβοκοίταξαν που δεν έδωσα, και μετά μόκο. Συναναστρέφονται με αυτούς που τον οδήγησαν στον θάνατο, το θέμα έμεινε στον ρητορικό μαξιμαλισμό, «θα τον δικαιώσουμε». Αρχίδια δικαιώσατε, τουμπεκί ψιλοκομμένο. Έμαθα ότι κατέβασαν και στεφάνι κάποιοι στην κηδεία. Δεν είχα θέση εκεί. Εγώ άλλωστε δεν ένιωθα τίποτα. Μετά από μια βδομάδα πήγα να παραδώσω μάθημα. Στον τοίχο του προαυλίου φοιτητές είχαν γράψει με μαύρη μπογιά: ΕΣΕΙΣ ΣΚΟΤΩΣΑΤΕ ΤΟΝ ΣΤΕΛΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟ. Τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν χωρίς να μπορώ να τα συγκρατήσω για ώρα. Ευτυχώς που οι φοιτητές αργούν πάντα στα πρωινά μαθήματα…
«Κλείδωσα» ξανά για ένα χρόνο. Στην επέτειο του θανάτου σου ήρθα να σε βρω. Στον τάφο σου. Σε έβρισα θυμωμένη. Γιατί τα πέρασες μόνος σου, γιατί δεν είπες τίποτα; Μετά μαλάκωσα, σου είπα τα δικά μου. Μετά φιλιώσαμε. Τότε ένιωσα το θάνατό σου. Τότε σε έθαψα. Ξέρεις, βέβαια, ότι «τιμωρήθηκα» που σε έκανα παρέα. Μπα, δεν τιμωρήθηκα εγώ. Αυτοί ήταν για πάντα τιμωρημένοι επειδή ποτέ δεν θα μπορούσαν να σε γνωρίσουν. Ούτε τον συνυποψήφιό μου εξέλεξαν. Δεν ήταν ούτε αυτός μέρος της κλίκας. Άφησαν τη θέση άγονη… Καλύτερα για να μην βλέπω τα μούτρα τους κάθε μέρα, δεν το ήθελα πια. Πάντα απορούσα, ξέρεις, με το θράσος των ανθρώπων που έχουν λερωμένη τη φωλιά τους και βγαίνουν και από πάνω. Αντί να κάτσουν στα αυγά τους, να λουφάξουν όπως τους αρμόζει, θέλουν να βγουν λάδι, να τα ρίξουν σε άλλους. Το έκαναν στη συνέχεια και αυτοί που σε σκότωσαν. Πολύ αργότερα και με ποικίλες αφορμές κατάλαβα γιατί. Αφού αυτοί είναι που έχουν το θράσος γι’ αυτά που κάνουν εξ αρχής, μετά θα αλλάξουν; Όχι βέβαια. Απεναντίας. Μετά πρέπει να υπερασπιστούν αυτό που έκαναν και απλώς μεγαλώνουν το θράσος τους. Ό,τι έχει κανείς καλλιεργεί!”
Αυτοί που εξόντωσαν τον Στέλιο, σήμερα έχουν το κουμάντο στο τμήμα, και στο Πανεπιστήμιο. Περισσότερα για την υπόθεση και τη δικαστική της συνέχεια, δείτε το μπλογκ:http://protovoulia-alexandropoulou.blogspot.gr/2013_02_24_archive.html
* από τον προσωπικό λογαριασμό της Νέλλης Ψαρρού στο facebook
Η OpenAI κράτησε την πιο σημαντική ανακοίνωση της για την τελευταία ημέρα της 12ήμερης εκδήλωσης…
Της Van Badham Πεθαίνει το φλερτ; Ναι, ισχυρίζεται ένας κυνικός 24χρονος Λος Άντζελες που έδωσε…
Πέρασαν 50 χρόνια από το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 που έδιωξε οριστικά τον βασιλιά,…
Χθες, Παρασκευή 20 Δεκέμβρη, σε μία κατάμεστη αίθουσα στον Πολυχώρο Λεκτόριο, ο καλλιτεχνικός χώρος Zoetrope…
Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε η “Ημέρα Υιοθεσίας αδέσποτων ζώων συντροφιάς” που διοργάνωσε ο Δήμος Πλατανιά, σε συνεργασία με τη Φιλοζωική Περιβαλλοντική…
Για την σεξουαλική κακοποίηση της 13χρονης κόρης, του καταγγέλλεται ένας 61χρονος από το Ηράκλειο, ο…
This website uses cookies.