Η Μαριάνθη Λιάπη είναι αρχιτέκτονας και ερευνήτρια. Εξειδικεύεται στην ποιοτική αναβάθμιση χώρων μέσω καινοτόμων μίξεων συμμετοχικού σχεδιασμού και σύγχρονου τρόπου κατασκευών.
Από μία ευρύτερη σκοπιά, η Μαριάνθη ασχολείται με την πειραματική εργονομία στη διαμόρφωση του χώρου, καθώς και με το σχεδιασμό ανθρωποκεντρικών περιβαλλόντων, μέσω καινοτόμων αρχιτεκτονικών προσεγγίσεων με διεπιστημονικές συνιστώσες.
Η Μαριάνθη ανέπτυξε τους Εκπαιδότοπους (Educational Pla(y)ces), μια μεθοδολογία συμμετοχικού μετασχηματισμού της καθημερινής εκπαιδευτικής διαδικασίας σε μια ευχάριστη, γόνιμη δραστηριότητα μάθησης με δυναμικό χωρικό αποτύπωμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μαριάνθη έχει στο ενεργητικό της μια σειρά από βραβεύσεις. Συγκεκριμένα, το 2008 διακρίθηκε με το «Europe 40 under 40 Architecture Award», ενώ το 2015, διακρίθηκε με ασημένιο βραβείο για το project της «Many Happy re-Turns» στα «IDA International Design Awards». Πρόκειται για ένα πολυχρηστικό αντικείμενο (παιδικό έπιπλο, παιχνίδι, εξοπλισμός χώρων μάθησης, εκπαιδευτικό εργαλείο) ειδικά σχεδιασμένο να δημιουργεί «Εκπαιδότοπους» προσφέροντας μια ποικιλία χρήσεων και χωρικών διατάξεων, στο πλαίσιο της παιδαγωγικής προσέγγισης «μάθηση μέσα από τη δράση».
Αυτή την περίοδο εργάζεται ως Διευθύντρια Έρευνας του Educational Pla(y)ces Group στο Εργαστήριο Μεταβαλλόμενων Ευφυών Περιβαλλόντων (TUC TIE Lab) της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πολυτεχνείου Κρήτης. Παράλληλα, είναι Υπεύθυνη Διαχείρισης Ερευνητικών προγραμμάτων TUC TIE Lab στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πολυτεχνείου Κρήτης. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στο «Design and Computation» από το MIT.
Σημειώνεται ότι τις σπουδές της, τις πραγματοποίησε μέσω υποτροφιών που έλαβε από το Ίδρυμα Fulbright, το Ίδρυμα Μιχελή, το Ίδρυμα Γεροντέλη και το MIT.
Σχολεία με χρώμα και ζωή για τα παιδιά της Αθήνας
Από τον περασμένο Απρίλιο μια διεπιστημονική ομάδα από αρχιτέκτονες, ψυχολόγους και παιδαγωγούς (με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή Κωστή Ουγγρίνη από το Πολυτεχνείο Κρήτης και σύμβουλο στα παιδαγωγικά τον καθηγητή Δημήτρη Γερμανό από το ΑΠΘ) προσέγγισε τις σχολικές κοινότητες όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης (από βρεφονηπιακούς σταθμούς έως λύκεια) που εντάσσονται χωροταξικά και στα επτά δημοτικά διαμερίσματα του Δήμου Αθηναίων. «Στόχος μας ήταν να αφουγκραστούμε τις ανάγκες μαθητών, εκπαιδευτικών και γονέων, για να ανασχεδιάσουμε έτσι το σχολείο ώστε να βοηθάει τα παιδιά να μαθαίνουν καλύτερα», διευκρινίζει η κ. Λιάπη. «Είμαστε πεπεισμένοι ότι το θετικό περιβάλλον μπορεί να ενεργοποιήσει δημιουργικά όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας».
Ετσι, ζήτησε από τους εκπαιδευτικούς στη διάρκεια του διαλείμματος να της κάνουν μια προσωπική «ξενάγηση» στους χώρους του σχολείου. Ο ένας δάσκαλος περιέγραψε την αγαπημένη του γωνιά, ενώ άλλος υπέδειξε ένα επικίνδυνο σημείο, όπου πολλά παιδιά έχουν χτυπήσει. «Αντίστοιχα, από τους μαθητές ζητήσαμε να μας ζωγραφίσουν πώς φαντάζονται το σχολείο τους από τον ουρανό, καθώς έχει αποδειχθεί ότι τα σημεία που δεν αποτυπώνονται στα σχέδιά τους είναι και εκείνα που βρίσκονται ουσιαστικά σε αχρησία, επομένως χρήζουν ανασχεδιασμού». Ουσιαστικά, «τους ρωτήσαμε τι θα ήθελαν να αλλάξει στο σχολείο και εμείς αναλάβαμε την επιλογή των μέσων που θα συντελούσαν την αναμόρφωση», συμπληρώνει η ίδια.
Οι αρχιτέκτονες χώρισαν την αυλή σε «ζώνες» ανάλογα με κάθε ηλικιακή ομάδα, χρησιμοποίησαν πολύ το χώμα –«ένα υλικό που αδίκως είχε εξοστρακιστεί από τα σχολεία»–, ανακατασκεύασαν με πολλή φροντίδα τις τουαλέτες, «που αποτελούν δείγμα πολιτισμού». Επίσης, «έπαιξαν» έξυπνα με τα χρώματα, που πλέον αποκτούν και συμβολικό χαρακτήρα σηματοδοτώντας συγκεκριμένες δραστηριότητες.
Συνολικά, παρεμβάσεις έγιναν σε δέκα σχολικά κτίρια, τα οποία όμως στεγάζουν περισσότερες σχολικές μονάδες. Οι οικοδομικές εργασίες έγιναν εν πολλοίς το καλοκαίρι. «Στόχος μας δεν ήταν να φιλοξενήσουν τη δουλειά μας περιοδικά αρχιτεκτονικής, αλλά να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες της κοινότητας, να φέρουμε και πάλι τον κόσμο στα σχολεία», λέει η αρχιτέκτων με νόημα. «Αν νιώσουν συμμέτοχοι στις αλλαγές μαθητές και καθηγητές, θα αισθανθούν το σχολείο δικό τους, οπότε θα το φροντίζουν και θα το προσέχουν περισσότερο».
Ανοιχτά στη γειτονιά
Με απώτερο στόχο το σχολείο να γίνει πόλος έλξης για όλους, λειτουργεί και το πρόγραμμα «Σχολεία ανοιχτά στην κοινωνία, ανοιχτά στη γειτονιά», που υλοποιούν ο Δήμος Αθηναίων και το Ιδρυμα Νιάρχου. «Ο γιος μου, όταν ήταν μικρός, πηδούσε τα κάγκελα του κλειδωμένου σχολείου για να παίξει μπάλα», θυμάται η Μαρία Ηλιοπούλου, αντιδήμαρχος για το Παιδί και ιθύνων νους του προγράμματος. «Είναι άτοπο τα παιδιά να αναζητούν τη σύνδεση με το σχολείο και αυτό να τους “κλείνει την πόρτα”», τονίζει.
Η προσπάθεια «ανοίγματος» ξεκίνησε πιλοτικά πέρυσι. Μετά το σχόλασμα ξεκινούσαν τα «καλύτερα». «Προσφερόταν στους μαθητές ποικιλία δραστηριοτήτων, από μαθήματα μουσικής, φωτογραφίας και λάτιν χορού μέχρι αφήγηση παραμυθιών και εισαγωγή στη ρομποτική, αλλά και σχολές γονέων για τους μεγάλους», σημειώνει η αντιδήμαρχος. Το πρόγραμμα «κέρδισε» σε δημοφιλία, καθώς συνεχίστηκε σε δέκα σχολεία και τον Ιούλιο, δίνοντας μια διέξοδο σε οικογένειες που δεν είχαν τη δυνατότητα για διακοπές ή κατασκήνωση. Από τον Οκτώβριο συνεχίζεται με ανανεωμένο πρόγραμμα δραστηριοτήτων σε 25 σχολεία, τα οποία θα μένουν ανοιχτά μέχρι τις 9.30 μ.μ. και το Σαββατοκύριακο.
«Εχει αποδειχθεί ότι ειδικά στα παιδιά με περιορισμένα ερεθίσματα η εμπλοκή σε τέτοιες δραστηριότητες έχει εξαιρετικά θετικό πρόσημο, αφού σημειώνουν σημαντική βελτίωση στις σχολικές επιδόσεις», επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Πέτρος Χαραβιτσίδης, που συμμετέχει στην επιτροπή σχεδιασμού του προγράμματος, καθώς έχει πολύτιμη 15ετή εμπειρία από το 132ο Δημοτικό Αθηνών (Γκράβα), ένα σχολείο που κατόρθωσε να αγκαλιάσει γονείς και μαθητές.
«Εμείς από τις αρχές του 2000 αρχίσαμε με δική μας πρωτοβουλία και εθελοντική εργασία σειρά απογευματινών δραστηριοτήτων στο σχολείο με απώτερο σκοπό να καταπολεμήσουμε τη σχολική διαρροή, την αποτυχία των μαθητών αλλά και την απουσία των γονέων», λέει, και «οι αλλοδαποί μας μαθητές αποτελούσαν τότε το 60%-65%, οι γονείς των οποίων απείχαν, επειδή δεν γνώριζαν ελληνικά». Με σειρά μαθημάτων γλώσσας αλλά και καλλιτεχνικής δημιουργίας, μικροί και μεγάλοι τελειοποίησαν τα ελληνικά τους, εντόπισαν τα ταλέντα τους και ανέπτυξαν μεταξύ τους σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης.
Οπως ήταν αναμενόμενο, το 132ο συμμετέχει στο τωρινό πρόγραμμα «ανοιχτά σχολεία» και ο διευθυντής τους μοιράζεται λίγη από την τεχνογνωσία του. «Ας πάψει το σχολείο να υφίσταται ως ένα αποσπασματικό κομμάτι της ζωής μας και ας γίνει η ίδια μας η ζωή».
Με πληροφορίες kathimerini.gr