Το ψήφισμα εγκρίθηκε από 191 χώρες και μόλις δύο ψήφισαν κατά, οι ΗΠΑ και το Ισραήλ. Πέρσι, η Ουάσινγκτον απείχε από την ψηφοφορία αυτή, για πρώτη φορά μετά από 25 χρόνια, μετά την ιστορική προσέγγιση των δύο χωρών, το 2014.
Οι ΗΠΑ είχαν ανακοινώσει από χθες ότι θα καταψήφιζαν την απόφαση αυτή, καθώς ζητούν να επιτευχθεί πρώτα «δημοκρατική πρόοδος» στην Κούβα.
«Η πολιτική (του) Τραμπ για την Κούβα δίνει την έμφαση στην προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας στην Κούβα, ενώ εκπληρώνει δεσμεύσεις που εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ», εξήγησε η ίδια.
Ο προκάτοχός του στην προεδρία Μπαράκ Ομπάμα είχε αρχίσει μια διαδικασία αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων η οποία χαρακτηρίστηκε ιστορική, αμβλύνοντας ορισμένες από τις αμερικανικές κυρώσεις.
Αλλά οι σχέσεις των δύο χωρών, αντιπάλων από την εποχή του ψυχρού πολέμου, επιδεινώθηκαν εκ νέου το τελευταίο διάστημα. Τον Οκτώβριο, ο Τραμπ κατέστησε υπεύθυνη την Αβάνα για μια σειρά συμβάντων που η Ουάσινγκτον χαρακτηρίζει επιθέσεις οι οποίες προκάλεσαν προβλήματα υγείας σε 24 αμερικανούς διπλωμάτες. Κουβανοί αξιωματούχοι χαρακτήρισαν την περασμένη εβδομάδα μέρος τουλάχιστον των αμερικανικών καταγγελιών «επιστημονική φαντασία».
Η απόφαση που αναμένεται να υιοθετηθεί σήμερα δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα, αλλά έχει πολιτικό βάρος. Πέρυσι υιοθετήθηκε με 191 ψήφους στην Γενική Συνέλευση των 193 μελών, καθώς το Ισραήλ, μιμούμενο τις ΗΠΑ, απείχε.
Μόνο το αμερικανικό Κογκρέσο έχει τη δυνατότητα να άρει το εμπάργκο, το οποίο επιβλήθηκε στην Κούβα πριν από μισό αιώνα και πλέον.
Ιστορικό
Τον Απρίλιο του 1959 ο Φιντέλ Κάστρο, κατά τη διάρκεια περιοδείας του στις Η.Π.Α., χαρακτήριζε “ουμανιστική δημοκρατία” το καθεστώς του. Όμως η αγροτική μεταρρύθμιση της 17ης Μαΐου του 1959 έθιξε καίρια τα συμφέροντα αμερικανικών εταιριών που κατείχαν το 90% των μεγάλων κτημάτων της Κούβας, ειδικά στον τομέα της ζάχαρης. Στις αρχές του 1960 είχαν αρχίσει να ωριμάζουν στις Η.Π.Α. σχέδια ανατροπής του Κάστρο και στις 4 Μαρτίου του 1960 οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες προκάλεσαν έκρηξη με θύματα στο γαλλικό φορτηγό πλοίο Λα Κουμπρ, που βρισκόταν στο λιμάνι της Αβάνας, έχοντας μεταφέρει όπλα. Η έκρηξη αποτέλεσε ταυτόχρονα προειδοποίηση προς την κουβανική ηγεσία, η οποία είχε δεχτεί τον Φεβρουάριο τον αντιπρόεδρο της σοβιετικής κυβέρνησης Αναστάς Μικογιάν και είχε υπογράψει μαζί του τις πρώτες εμπορικές συμφωνίες. Στις 11 Μαΐου οι Ηνωμένες Πολιτείες διέκοψαν την παροχή τεχνικής βοήθειας προς την Κούβα, όμως ο Κάστρο απάντησε με υπογραφή νέας εμπορικής συμφωνίας με την Ε.Σ.Σ.Δ. στις 18 Ιουνίου.
Στις 6 Ιουλίου η Ουάσινγκτον διέκοψε κάθε εισαγωγή κουβανικής ζάχαρης (τα έσοδα από την πώληση της οποίας αποτελούσαν το 80% του κουβανικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος), ενώ ταυτόχρονα τα διυλιστήρια της Τέξακο, της Στάνταρντ Όιλ και της Σελ στην Κούβα αρνήθηκαν να διυλίσουν σοβιετικό πετρέλαιο, που μόλις είχε αφιχθεί στο νησί. Ο Κάστρο αρνήθηκε να υποκύψει. Εθνικοποίησε αμέσως τα διυλιστήρια και χωρίς να χάσει χρόνο προχώρησε στην εθνικοποίηση και όλων των μεγάλων επιχειρήσεων. Από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο του 1960 εθνικοποιήθηκαν 192 αμερικανικές επιχειρήσεις. Στο μεταξύ μία δεύτερη μετάβαση και παραμονή του Φιντέλ Κάστρο στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο, με αφορμή τις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε., τον έπεισε ότι οι Η.Π.Α. ετοίμαζαν εισβολή στην Κούβα. Ο εναγκαλισμός του με τον ηγέτη της Ε.Σ.Σ.Δ. Νικίτα Χρουστσόφ έμεινε ιστορικός. Το ίδιο βράδυ της επιστροφής του από τις Η.Π.Α., στις 28 Σεπτεμβρίου του 1960, ο Φιντέλ Κάστρο ανακοίνωσε την ίδρυση των Επιτροπών Υπεράσπισης της Επανάστασης, στις οποίες κατατάχθηκε το σύνολο σχεδόν του κουβανικού πληθυσμού που μπορούσε να φέρει όπλα. Στις 14 Οκτωβρίου ο Κάστρο προχώρησε στην επισημοποίηση των εθνικοποιήσεων, ενώ στις 19 του ίδιου μήνα ο Λευκός Οίκος επέβαλλε ολοκληρωτικό εμπάργκο εξαγωγών προς την Κούβα.
Το εμπάργκο κατά της Κούβας ενισχύθηκε με ειδικούς νόμους, όπως ο νόμος “για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Κούβα” του 1992 και ο νόμος Χελμς-Μπάρτον του 1996. Ο νόμος “για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Κούβα” θεσπίστηκε το 1992 με δηλωμένο σκοπό τη διατήρηση των κυρώσεων κατά της Κούβας εφόσον η κουβανική κυβέρνηση αρνείται να κινηθεί προς “τον εκδημοκρατισμό και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. Το 1996, το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών ψήφισε το νόμο Χελμς-Μπάρτον, ο οποίος περιόρισε ακόμα περισσότερο τους πολίτες των Η.Π.Α. από την επιχειρηματική δραστηριότητα στην ή με την Κούβα και έγινε πιο αυστηρός ως προς την παροχή δημόσιας ή ιδιωτικής βοήθειας σε οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση στην Αβάνα, εκτός εάν και έως ότου ικανοποιηθούν ορισμένες αξιώσεις εναντίον της κουβανικής κυβέρνησης. Το 1999, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον διεύρυνε το εμπάργκο ακόμα περισσότερο, απαγορεύοντας τις ξένες θυγατρικές των αμερικανικών επιχειρήσεων να έχουν συναλλαγές με την Κούβα. Ωστόσο, το 2000, ο Κλίντον ενέκρινε την πώληση αμερικανικών “ανθρωπιστικών” προϊόντων στην Κούβα.
Παρά τη χρήση του ισπανικού όρου bloqueo (αποκλεισμός), δεν υπήρξε φυσικός, ναυτικός αποκλεισμός της χώρας από τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά από την Κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν εμπόδισαν το εμπόριο της Κούβας με τρίτες χώρες καθώς οι άλλες χώρες δεν είναι υπό τη δικαιοδοσία των αμερικανικών νόμων, όπως του νόμου “για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Κούβα” (αν και, θεωρητικά, οι ξένες χώρες που συναλλάσσονται με την Κούβα θα μπορούσαν να υποστούν κάποια ποινή από τις Η.Π.Α., γεγονός το οποίο θα καταδικαζόταν ως μέτρο “ετεροδικίας” που παραβιάζει “την κυρίαρχη ισότητα των κρατών, τη μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις τους και την ελευθερία του εμπορίου και της ναυτιλίας ως υψίστης σημασίας για την άσκηση των διεθνών υποθέσεων”). Η Κούβα μπορεί και διεξάγει διεθνές εμπόριο με πολλές τρίτες χώρες. Επιπλέον, η Κούβα είναι μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου από το 1995.
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα περιέγραψε μία σειρά από βήματα που θα μπορούσε να κάνει η Κούβα ως δείγμα καλής θέλησης, συμπεριλαμβανομένων της απελευθέρωσης των πολιτικών κρατουμένων, την άδεια λειτουργίας στο νησί των αμερικανικών τηλεπικοινωνιακών εταιριών και τον τερματισμό της αποστολής αμερικανικών δολαρίων από συγγενείς που διαμένουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2009, η υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α., Χίλαρι Κλίντον, δήλωσε ότι κατά τη γνώμη της θα πρέπει να αρθεί η απαγόρευση ταξιδίων των αμερικανο-κουβανικών οικογενειών. Πολλοί το είδαν ως ευκαιρία για τους Κουβανούς και τους Αμερικανούς να συμμετάσχουν μαζί σε επιχειρηματικές δραστηριότητες[. Η διαδικασία για μεγαλύτερα διπλωματικά και εμπορικά ανοίγματα των Η.Π.Α. με την Κούβα εκτροχιάστηκε τον Δεκέμβριο του 2009 όταν οι κουβανικές αρχές συνέλαβαν τον Άλαν Γκρος, ο οποίος εργαζόταν για την Αμερικανική Υπηρεσία για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID), και το 2011 καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλάκισης. Διατηρώντας περιορισμένες οικονομικές συναλλαγές με την Κούβα, ο Μπαράκ Ομπάμα δήλωσε ότι χωρίς την ενίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών στην Κούβα το εμπάργκο παραμένει “προς το εθνικό συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών”.
Προς το παρόν, το εμπάργκο είναι ακόμα σε ισχύ και είναι το πιο μακροχρόνιο εμπορικό εμπάργκο στη σύγχρονη ιστορία. Παρά την ύπαρξη του εμπάργκο, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας προς την Κούβα (το 4,3% των εισαγωγών της Κούβας προέρχεται από τις Η.Π.Α., σύμφωνα με στοιχεία του 2012). Ωστόσο, η Κούβα πρέπει να πληρώνει τοις μετρητοίς για όλες τις εισαγωγές από τις Η.Π.Α. καθώς δεν επιτρέπεται η πίστωση.
Η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. από το 1992 καταδικάζει κάθε χρόνο την συνεχιζόμενη επίδραση του εμπάργκο και δηλώνοντας ότι πρόκειται για παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και του διεθνούς δικαίου. Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της Διεθνούς Αμνηστίας, του Παρατηρητήριου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Διαμερικανικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έχουν επίσης εναντιωθεί στο εμπάργκο.
Με πληροφορίες από wikipedia