Το Λαογραφικό Σπίτι – Μουσείο Χανίων στο κέντρο της παλιάς πόλης, στην οδό Χάληδων, απέναντι από τη Μητρόπολη Χανίων, ιδρύθηκε το 1990 με πρωτοβουλία της Ασπασίας Μπικάκη και της Ειρήνης Κουμανδράκη.
Οι δύο αυτές γυναίκες μετά από έρευνα πολλών ετών, με μεγάλα κόστη και αγάπη για το αντικείμενο κατάφεραν να συγκεντρώσουν υλικό αντιπροσωπευτικό της αστικής και αγροτικής ζωής της Κρήτης.
Οργάνωσαν το υλικό που συνέλεξαν ανά ενότητες με αναπαραστάσεις των αγροτικών ασχολιών, του οργώματος και του αλωνίσματος, της σποράς και του θερισμού. Αλλά και των βιοτεχνικών εργασιών, του επαγγέλματος του τσαγγάρη, του ράφτη, του σχοινοπλόκου. Της προετοιμασίας του καθημερινού φαγητού και των εργασιών εντός του σπιτιού, της ύφανσης στον αργαλειό.
Κι ύστερα, αναδημιούργησαν τους χώρους όπου ζούσαν οι πρόγονοί μας, με την κουζίνα και το τζάκι του αγροτικού σπιτιού, τον παραδοσιακό φούρνο και το νυφικό κρεβάτι, με τα αντικείμενα που υπήρχαν σε αυτά τα σπίτια, από τα έπιπλα και τα είδη διακόσμησης, τα μουσικά όργανα και τα σκεύη μαγειρικής και μία πλούσια συλλογή από παραδοσιακές φορεσιές αλλά και σπάνια υφαντά και κεντήματα.
Όμως, δεν είναι μόνο αυτά. Το Μουσείο διαθέτει εργαστήριο όπου δημιουργούνται κεντητικοί πίνακες σπάνιας αισθητικής αξίας με σκηνές από τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας. Πολλά από τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν εδώ εκτίθονται σε μουσεία και μουσειακές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έργα της Ασπασίας Μπικάκη μελετώνται και θεωρούνται δείγματα μίας σπάνιας ομορφιάς ναΐφ τέχνης.
Σήμερα, όλα αυτά, κινδυνεύουν να χαθούν.
«Η πολιτεία ήταν πάντα απούσα», μας λέει η Ειρήνη Κουμανδράκη, «ποτέ δεν κοίταξε να κτίσει πάνω στη δουλειά που έχουμε κάνει». Πλέον μετά και τον θάνατο της Ασπασίας Μπικάκη τα πράγματα έχουν χειροτερέψει πολύ. Μας μιλάει, με μία ευγένεια στο πρόσωπό της και μια πικρία για μια προσπάθεια που δεν έτυχε ποτέ της στήριξης που θα έπρεπε από την πολιτεία και για τον κίνδυνο που σήμερα υπάρχει όλα να χαθούν. Λες και η διαφύλαξη της παράδοσής μας είναι μια πολυτέλεια που στους μνημονιακούς καιρούς που ζούμε πρέπει να περικοπεί ολότελα. Λες και ο κόπος των ανθρώπων που τόσα χρόνια με προσωπικό κόστος διαφύλαξαν αυτή την ιστορία του λαού μας, ήταν περίπου αχρείαστος.
Στη συνέντευξη που μας έδωσε, η Ειρήνη Κουμανδράκη μας μιλάει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Λαογραφικό Σπίτι – Μουσείο Χανίων, για την στήριξη από λίγους ανθρώπους και την Καθολική Εκκλησία, για το αληθινό ενδιαφέρον από το εξωτερικό αλλά και το υποκριτικό ενδιαφέρον των δημοτικών αρχών του τόπου μας:
ΕΡ.: Πώς πήρατε την απόφαση να ξεκινήσετε αυτή την προσπάθεια;
Ε.Κ.: «Μόνο του ήρθε. Η συνέταιρός μου ήταν πιο μεγάλη, είχε πολλές γνώσεις στη λαογραφία. Μετά έκανε αυτά τα έργα, δημιούργησε δική της τεχνική. Η έμπνευση για τα έργα αυτά είναι από εμπειρίες στη ζωή της και ότι ζούσε δημιουργούσε. Τώρα, μετά το θάνατο της Ασπασίας, προσπαθώ κι εγώ να κάνω το ίδιο».
ΕΡ.: Η κατάσταση ποια είναι αυτή τη στιγμή στον χώρο;
Ε.Κ.: «Η κατάσταση αυτή τη στιγμή είναι κρίσιμη, είναι δύσκολη. Έχουμε σύλλογο αλλά όλοι έχουν τις δουλειές τους και τα προβλήματά τους και δε μπορεί να βοηθήσει και υπάρχουν κάποιες εκκρεμότητες. Είναι δύσκολη η κατάσταση για να συντηρηθεί. Ευτυχώς έχουμε κατανόηση από τους ιερείς της Καθολικής Εκκλησίας. Μας αγαπάνε και πολύ. Πολύ προσπάθεια, πολύ κόπος, αδιαφορία από την πολιτεία, αυτή είναι η αλήθεια. Μόνο ο Κατσανεβάκης ως νομάρχης κάλυπτε το ενοίκιο. Αυτές τις προσπάθειες στη λαογραφία δεν τις βοηθάει κανείς. Όλα αυτά συντηρούνται με προσωπική δουλειά. Τη συλλογή τη μαζεύαμε από χρόνια, την πληρώναμε και την παίρναμε.»
ΕΡ.: Τυγχάνει διεθνoυς αναγνώρισης το έργο που γίνεται στο Μουσείο. Αληθεύει αυτό;
Ε.Κ.: «Στο εξωτερικό ενδιαφέρονται και στον τόπο μας αδιαφορούν. Έχουμε κάνει εκθέσεις σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και στην Αθήνα. Εδώ στον τόπο μας αν δούμε κάτι καλό κυνηγάει ο ένας τον άλλο να τον φάει. Θα έπρεπε να είχε αξιοποιηθεί η παράδοσή μας, σε μία πιο οργανωμένη βάση, και τα λαογραφικά μουσεία να προβάλλονται στους επισκέπτες μας συντονισμένα. Υπάρχουν βέβαια κάποια τουριστικά γραφεία που στέλνουν τουρίστες κάθε σαιζόν που ανοίγουμε. Όμως από τη μεριά του Δήμαρχου και του αντιπεριφερειάρχη, πλήρης αδιαφορία.»
ΕΡ.: Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι ακριβώς εννοείτε;
«Ήρθε ο Βουλγαράκης πριν 2 χρόνια και κατενθουσιάστηκε. «Πρέπει να βοηθήσουμε», έλεγε. «Είμαι από τη Ζούρβα και έχω ζήσει την παράδοση», ομολογούσε. Ε, και μετά εξαφανίστηκε. Ήρθε ο Λειψάκης και ενθουσιάστηκε. «Τι όμορφα, τι ωραία» και «θα φέρω τον Δήμαρχο». Η Ασπασία έπαιρνε τηλέφωνο όμως τίποτα. Και μια φορά μας ρώτησαν: «θέλετε να το χαρίσετε» και της απάντησα: «γιάντα μωρέ, μαζί το φτιάξαμε;». Πήγαμε όμως μια φορά στο Δήμαρχο. Πήραμε τα βιβλία, φωτογραφίες, υλικό, φτάνουμε και ο Σκουλάκης μάσαγε τσίχλα. Και κάτσαμε σε ένα γραφείο και κοίταζε κι αυτός σκεφτόταν άλλα. Απογοήτευση. Οπότε, από πουθένα τίποτα. Μόνο ένας Κατσανέβας ήταν. Και ο Αρχοντάκης που τον είχαμε επισκεφθεί παλιότερα, ούτε να κάτσουμε δε μας είπε. Στο όρθιο μας είχε, δύο γυναίκες. «Λέτε», μας έλεγε, «σας ακούω», και κοίταζε τα χαρτιά του. Αυτή είναι η αλήθεια».
Το Λαογραφικό Σπίτι – Μουσείο Χανίων παραμένει ανοικτό και δέχεται επισκέψεις καθημερινά από τις 09.00 έως τις 15.00 το μεσημέρι. Το έργο της Ασπασίας μετά τον θάνατό της συνεχίζει η μαθήτριά Ειρήνη Κουμανδράκη που δημιουργεί τα δικά της σπάνιας ομορφιάς παραδοσιακά κεντήματα.
Αξίζουν της στήριξής μας.