Γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης
*Απόφοιτος Τουρκικών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος (ΜΑ) στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές, Υποψήφιος Διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου
Με δεδομένες τις εξελίξεις στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας μας, ιστορικά γεγονότα που σηματοδοτούν την συμβολική ή ουσιαστική χειραφέτησή της και αναδεικνύουν την αποφασιστικότητα των άλλοτε ηγετών της αποκτούν μια ιδιαίτερη σημασία. Στο πλαίσιο αυτών, η ιστορία οφείλει να γίνεται αντιληπτή όχι ως μνημόσυνο ή μια στείρα αναμόχλευση του παρελθόντος, αλλά ως υπενθύμιση της ταυτότητάς μας, της ελπίδας και του καθήκοντός μας σήμερα.
Τον Ιούλιο του 1908 εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη το Κίνημα των Νεότουρκων, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την αποκατάσταση του οθωμανικού συντάγματος και τον σημαντικό περιορισμό των εξουσιών του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β’, ο οποίος κυβερνούσε απολυταρχικά από το 1878. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκαν εκλογές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια απόλυτης μοναρχίας. Οι Νεότουρκοι, οργανωμένοι υπό την Επιτροπή «Ένωσης και Προόδου» (İttihat ve Terakki Cemiyeti), κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να ελέγξουν την εκλογική διαδικασία, καταφέρνοντας τελικά να κυριαρχήσουν στο κοινοβούλιο που προέκυψε (σύνολο 288 έδρες). Ωστόσο, υπήρξαν λιγότερο επιτυχείς στο να ελέγξουν τις αντιδράσεις των γειτονικών κρατών, τα οποία προχώρησαν σε τρία απανωτά χτυπήματα κατά της κυριαρχίας και ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
Στις 5 Οκτωβρίου, η Βουλγαρία ανακήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία της, ενώ ταυτόχρονα προσάρτησε επίσημα την Ανατολική Ρωμυλία, την οποία είχε καταλάβει πραξικοπηματικά από το 1885. Την επόμενη μέρα, η Αυστροουγγαρία ανακοίνωσε την επίσημη προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, την οποία κατείχε στρατιωτικά από το 1878 με βάση τη Συνθήκη του Βερολίνου, ενώ ταυτόχρονα η κυβέρνηση της Κρήτης κήρυξε με ψήφισμά της την ένωση με την Ελλάδα.[1] Οι εξελίξεις αυτές συνέτειναν στο ότι η «συνταγματική επανάσταση» των Νεότουρκων όχι μόνο είχε αποτύχει να συντελέσει στην ειρηνική διευθέτηση των διεθνών και εθνικών ζητημάτων, αλλά μάλλον «έβαλε φωτιά σε όλες τις συγκεντρωμένες ποσότητες μπαρούτης».[2]
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1908, και ενώ ο Ύπατος Αρμοστής της Κρήτης Αλέξανδρος Ζαΐμης βρισκόταν στην Αίγινα για διακοπές, οι Ελ. Βενιζέλος, Εμμ. Ξηράς, Χ. Πλουμιδάκης και Εμμ. Παπαγιαννάκης κάλεσαν με προκήρυξή τους τον κρητικό λαό σε συγκέντρωση στα Χανιά, κατά την οποία εγκρίθηκε το πρώτο λαϊκό ψήφισμα υπέρ της ένωσης. Την επομένη, 23 Σεπτεμβρίου, η Κρητική Συνέλευση συνήλθε στη στολισμένη πανηγυρικώς με ελληνικές σημαίες και πορτραίτα του Βασιλέως αίθουσα του κοινοβουλίου στα Χανιά, όπου οι βουλευτές εξέδωσαν το Ψήφισμα της Ενώσεως. Με αυτό, καταργούσαν την αρμοστεία και διόριζαν στη θέση της μια προσωρινή κυβέρνηση, αποτελούμενη από τους Ελ. Βενιζέλο, Εμμ. Λογιάδη, Μίνωα Πετυχάκη και Χαράλαμπο Πωλογεώργη, με αποστολή της «όπως κυβερνήση την Κρήτην κατά τους νόμους του Βασιλείου της Ελλάδος».
Αναλυτικότερα, το ψήφισμα ανέφερε ότι «Η Κυβέρνησις της Κρήτης, διερμηνεύουσα το αναλλοίωτον φρόνημα του κρητικού λαού, κηρύσσει την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την Ένωσιν αυτής μετά της Ελλάδος, όπως μετ’ αυτής αποτελέσει εν αδιαίρετον και αδιάσπαστον Συνταγματικόν Βασίλειον». Στο πλαίσιο αυτό, το κρητικό σύνταγμα καταργήθηκε και εισήχθηκε το ελληνικό, ενώ η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Κρητικής Πολιτείας θα εκδιδόταν στο εξής υπό τον τίτλο «Παράρτημα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εν Κρήτη».[3] Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε στο όνομα του Έλληνα Βασιλιά σε επίσημη τελετή που έγινε στις 25 Σεπτεμβρίου, ενώ στις 29 ορκίστηκαν επίσης -με βάση το ελληνικό σύνταγμα- οι χωροφύλακες και οι πολιτοφύλακες.[4]
Οι «Προστάτιδες Δυνάμεις» αντέδρασαν με καθυστέρηση μερικών ημερών στις 15 Οκτωβρίου 1908, στέλνοντας ανακοίνωση των προξένων τους προς τη νέα κυβέρνηση, στην οποία ανέφεραν ότι «θεωρούσι την ένωσιν της Κρήτης μετά της Ελλάδος ως εξαρτωμένην εκ της συναινέσεως των δυνάμεων, αίτινες ανέλαβον υποχρεώσεις απέναντι της Τουρκίας. Εντούτοις, δεν θα απείχον από του να αποβλέψωσι μετ’ ευμενείας προς την συζήτησιν του ζητήματος μετά της Τουρκίας, εάν η τάξις διατηρηθή εν τη Νήσω και εάν η προστασία του Μουσουλμανικού πληθυσμού εξασφαλισθή».[5] Με την εξαίρεση της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες τήρησαν διαφορετική στάση λόγω του ότι εμπλέκονταν άμεσα στις συναφείς εξελίξεις στη Βουλγαρία και τη Βοσνία, οι Δυνάμεις καθιστούσαν σαφές ότι ήταν αντίθετες στη διατάραξη του status quo, αλλά θα μπορούσαν να το συζητήσουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση του Κρητικού Ζητήματος ωστόσο επιδείνωσε τη θέση της Ελλάδας, η οποία ήταν αδύναμη στρατιωτικά και οικονομικά, όσο και πολιτικά απομονωμένη.
Στο πλαίσιο αυτό, η οθωμανική κυβέρνηση βρήκε πρόσφορο έδαφος να αντιδράσει δυναμικά, ανακοινώνοντας δια της φίλα προσκείμενης σε αυτή εφημερίδας Τasvir-i Efkâr ότι «η Κρήτη ανήκε πρότερον εις την Τουρκίαν και δε θα παύση και στο εξής να ανήκει εις αυτήν», ενώ παράλληλα προχώρησε στην κήρυξη οικονομικού αποκλεισμού (εμπάργκο) κατά της Ελλάδας και της Αυστροουγγαρίας. Ήταν προφανές ότι οι Νεότουρκοι είχαν ανάγκη από μια περιορισμένη έστω επιτυχία, για να συμψηφίσουν τις υποχωρήσεις τους έναντι της Βουλγαρίας και της Αυστροουγγαρίας, και η Κρήτη ήταν η καλύτερη ευκαιρία. Οι Νεότουρκοι οργάνωσαν κύμα συλλαλητηρίων με σύνθημα «να κρατηθεί η Κρήτη», ενώ η Πύλη διέψευσε επίσημα τη φήμη της προσάρτησης του νησιού από την Ελλάδα και κάλεσε την κυβέρνηση Ράλλη να δηλώσει δημόσια ότι δεν θα δεχόταν την ένωση, όσο και αν τη διαλαλούσαν οι κρητικές αρχές και συνελεύσεις.
Παρότι οι ξένες πιέσεις απέτρεψαν τελικά το ελληνικό κοινοβούλιο από το να δεχτεί το ενωτικό ψήφισμα, ήταν γεγονός πως μετά το κίνημα της 22ας Σεπτεμβρίου μια νέα κατάσταση είχε διαμορφωθεί στο νησί με την -λόγω και έργω- κατάργηση του καθεστώτος της αρμοστείας.[6] Η νέα κυβέρνηση της Κρήτης έχαιρε της έμμεσης αναγνώρισης των Δυνάμεων, καθώς οι αντιπρόσωποί τους είχαν σχέσεις με την κυβέρνηση από τις πρώτες κιόλας μέρες της εκδήλωσης του ενωτικού κινήματος. Παράλληλα, δεν υπήρξε περαιτέρω διαμαρτυρία για την παράβαση των διεθνών συμφωνιών, ούτε υπήρξαν κινήσεις των Δυνάμεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη μείωση του κύρους ή την αντικατάσταση του νέου καθεστώτος.[7] Υπό την έννοια αυτή, ήταν εμφανές ότι το Κρητικό Ζήτημα παρέμενε τυπικά σε εκκρεμότητα, καθώς ήταν τόσο μπλεγμένο στα γρανάζια της διεθνούς διπλωματίας, που για να λυθεί οριστικά «θα χρειαζόταν -όπως ανέφερε το 1905 ο Κ. Φούμης- κάποιος πόλεμος, ο οποίος θα προκαλούσε ανατροπή της παλαιάς κατάστασης» και θα επέβαλε ένα νέο status quo στο Αιγαίο και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Η εκτίμηση αυτή επαληθεύτηκε μερικά χρόνια αργότερα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-3, οι οποίοι σηματοδότησαν το τέλος της οθωμανικής παρουσίας στην Ευρώπη και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση ενός νέου εδαφικού καθεστώτος στην περιοχή.
Περισσότερα σχετικά με την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος και τη θέση και στάση της μουσουλμανικής κοινότητας μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Γιώργου Λιμαντζάκη με τίτλο «Οι Τουρκοκρήτες και το Κρητικό Ζήτημα από την Ύστερη Τουρκοκρατία έως την Ένωση» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Έρεισμα.
Σημειώσεις
[1] Μεταγενέστεροι μελετητές υποστηρίζουν ότι τα συλλαλητήρια δεν ήταν αυθόρμητα, αλλά ότι υποκινήθηκαν από την ελληνική και την αυστριακή κυβέρνηση, οι οποίες είχαν σχετικές επαφές τον Αύγουστο του 1908. Σύμφωνα με τις πηγές, η Αυστρία σκόπευε να προχωρήσει στην προσάρτηση της Βοσνίας ακόμη και μεμονωμένα, κατάφερε όμως τελικά -και παρά τις αντιδράσεις της Ρωσίας- να εμπλέξει και τη Βουλγαρία. Γ. Μέγας, Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, σελ. 358.
[2] Η εφημερίδα Νέα Έρευνα αναδημοσίευσε την 1η Αυγούστου άρθρο της Σερβέτ-ι Φουνούν, όπου αναφέρεται «ότι μετά την ανακήρυξιν του Συντάγματος εν Τουρκία λύεται και το Κρητικόν ζήτημα, διότι η Ελλάς θα παύσει τας ενωτικάς αυτής ενέργειας, ο δε κρητικός λαός πρέπει να στείλει βουλευτάς εις το κοινοβούλιον της Κωνσταντινουπόλεως. Ελπίζει δε η οθωμανική εφημερίς ότι και οι δυνάμεις θα συντελέσουν εις τούτο». Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 29.
[3] Ι. Χρηστάκης & Γ. Πατεράκης, Η Κρήτη και η Ιστορία της, σελ. 344.
[4] Ο Ε. Driault περιγράφει το κλίμα της εποχής: «Η ελληνική σημαία αναρτήθηκε από τη μια άκρη ως την άλλη του νησιού, που έμοιαζε να καλύπτεται απ’ αυτά τα ωραία χρώματα με τον ελληνικό σταυρό ποτάμια στις κορυφές των βουνών, ένας ενθουσιασμός υπερυψωμένος: η θαυμάσια γιορτή ενός λαού απελευθερωμένου». Κ. Σβολόπουλος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την Αυτόνομον Κρήτην, σελ. 22.
[5] Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 130.
[6] «Η κατάσταση της Νήσου προσέλαβε μορφή χρονίαν, οι δε σχέσεις μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ωξύνοντο περισσότερο, ένεκα των αξιώσεων της Τουρκικής Κυβέρνησης, η οποία ζητούσε την αναβίωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της». Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 72.
[7] Ο Παπαντωνάκης υποστηρίζει ότι υπό την έννοια αυτή «δημιουργείτο μια κατάστασις από διεθνούς απόψεως εξαιρετικώς νόθος και περίπλοκος [επειδή] η ένωσις αυτή ούτε από διεθνούς απόψεως είχε αναγνωρισθεί, ούτε από ελληνικής είχε συντελεσθή. Η ένωση είχε ούτως ειπείν μονομερή χαρακτήρα [και] υφίστατο μόνον εν τη αμετατρέπτω αποφάσει του Κρητικού λαού». Σ. Αλιγιζάκη, Η επαναστατική προκήρυξη της 22ας Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 148-150, και Σ. Ξανθουδίδης, Επίτομος Ιστορία της Κρήτης, σελ. 173.