Του Λευτέρη Αυγενάκη, βουλευτή Ηρακλείου της ΝΔ
Η παραχάραξη της ιστορίας της Μάχης της Κρήτης δεν είναι ανεκτή, όπως επίσης δεν είναι ανεκτές και οι ενέργειες μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης που προχώρησαν στην «εν κρυπτώ» αναγόρευση του κ. Ρίχτερ σε επίτιμο καθηγητή!
Σε εξέλιξη βρίσκεται αυτές τις μέρες η δίκη του καθηγητή κ. Χ. Ρίχτερ, αναφορικά με το βιβλίο του «Επιχείρηση Ερμής: Η Κατάκτηση της Νήσου Κρήτης το Μάιο του 1941», στο οποίο προβαίνει σε μια αναθεώρηση και παραχάραξη της ιστορίας της Κρήτης με τους κατακτητές της. Ουσιαστικά αρνείται τα εγκλήματα πολέμου και ναζισμού.
Είναι γεγονός ότι η δημοσίευση αυτού του βιβλίου, και ακόμη περισσότερο η αναγόρευση του Γερμανού κ. Ρίχτερ ως επίτιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, κλόνισαν σημαντικά την κοινωνία της Κρήτης και προσέλαβαν την τιμή και τη μνήμη των όσων θυσιάστηκαν για την ελευθερία της Πατρίδος μας. Το βιβλίο εξισώνει τους θύτες με τα θύματα και προσπαθεί να ισορροπήσει εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τη ναζιστική Γερμανία.
Είναι πέρα για πέρα κακόβουλη πράξη η έκδοση ενός βιβλίου με αυτό το περιεχόμενο από έναν έμπειρο και με πλούσια συγγραφική δραστηριότητα ιστορικό, όπως ο κ. Ρίχτερ, το οποίο μπορεί να έχει και προπαγανδιστικό προσανατολισμό. Το σίγουρο όμως είναι ότι «οπλίζει» με επιχειρήματα όσους αρνούνται τις γερμανικές αποζημιώσεις και επανορθώσεις.
Πρόκειται για την πρώτη δίκη με βάση τον πολυσυζητημένο αντιρατσιστικό νόμο ως προς το μέρος του νόμου που αφορά σε πνευματικό έργο αγγίζοντας μια σειρά συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία της έκφρασης και του λόγου αφενός και ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού του ατόμου ή ομάδας ατόμων αφετέρου.
Σύμφωνα με τη δίωξη που ασκήθηκε, οι αναφορές στο βιβλίο συνιστούν «άρνηση των εγκλημάτων του ναζισμού με εξυβριστικό περιεχόμενο». Δεν αφορά απλώς σε μια αμφισβήτηση της στρατηγικής σημασίας της «κατάκτησης της Κρήτης» που έρχεται σε αντίθεση με μια σειρά επιστημονικών απόψεων επί του θέματος. Το επίπεδο του αναθεωρητισμού – και το πλέον προκλητικό για κάθε Έλληνα – είναι η διαφαινόμενη σχετικοποίηση των εγκλημάτων πολέμου που διέπραξαν τα στρατεύματα του Τρίτου Ράϊχ. Η λογική του συγγραφέα είναι ότι το ανηλεές και πέραν του δικαίου του πολέμου κινούμενο κρητικό αντάρτικο εξώθησε τους εισβολείς σε αποκτήνωση. Οι οποίοι εισβολείς ήταν, στην πλειοψηφία τους, επίλεκτες μονάδες διαπνεόμενες από έναν «ιδεαλισμό». Είναι τόσο απαράδεκτη η σύνδεση της κτηνωδίας του επιτιθέμενου και του κατακτητή με την οργή του αμυνόμενου που ο ιστορικός εδώ χάνει την συμπάθεια κάθε στοιχειωδώς αντικειμενικού αναγνώστη. Πόσω μάλλον του Έλληνα και πόσω μάλλον του Κρητικού.
Η δίκη δεν αφορά ούτε σε αμφισβήτηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας, ούτε σε αμφισβήτηση της ελευθερίας της έκφρασης και του λόγου. Όμως, το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, δεν τίθεται ως ανεπιφύλακτο, αλλά υπό την προϋπόθεση της τήρησης εκείνων των νόμων που προφανώς ρυθμίζουν ή προστατεύουν άλλα ατομικά δικαιώματα. Με άλλα λόγια στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης δεν είναι δυνατόν να επιτρέπονται λόγια ή πράξεις καταστρατήγησης άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως η ελευθερία εξυβρίσεως, η συκοφαντική δυσφήμηση, κλπ.
Αυτό είναι άλλωστε και το πνεύμα που διαπνέει τον νόμο 4285/2014, ο οποίος αποτελεί καταστάλαγμα δεκάδων συζητήσεων που έχουν γίνει στη Βουλή. Ειδικότερα το άρθρο 2 του ως άνω νόμου ορίζει ότι: «1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή δια του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, επιδοκιμάζει, ευτελίζει ή κακόβουλα αρνείται την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα εγκλημάτων γενοκτονιών, εγκλημάτων πολέμου, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της Βουλής των Ελλήνων, … … τιμωρείται με τις ποινές της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου [φυλάκιση τριών (3) μηνών έως τριών (3) ετών και με χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 – 20.000) ευρώ]».
Η συζήτηση αναφορικά με την επιβολή ποινικών κυρώσεων στο λόγο είναι αέναη και έχει απασχολήσει πλήθος ακαδημαϊκών, πολιτικών, ακτιβιστών, κλπ. Πολλές φορές τα όρια μεταξύ ελευθερίας της έκφρασης και κακόβουλης άρνησης εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας είναι δυσδιάκριτα.
Κλήθηκα και κατέθεσα ως μάρτυρας στην ιστορική δίκη για την «υπόθεση Ρίχτερ» στο Δικαστικό Μέγαρο Ρεθύμνης, και με τη θεσμική μου ιδιότητα του μέλους της Εθνικής Αντιπροσωπείας επανέλαβα ότι ο κάθε ένας, πολύ περισσότερο ο ιστορικός, δικαιούται να ερμηνεύσει και να αξιολογήσει τα γεγονότα όπως νομίζει, αλλά όχι κατά τρόπο που προσβάλλει την ιστορική μνήμη. Αγωνίζομαι χρόνια τώρα, πολύ περισσότερο ως βουλευτής, για την ελευθερία της έκφρασης, όχι όμως μέχρι του σημείου που, υβρίζει, συκοφαντεί νεκρούς και προσβάλλει χιλιάδες μέλη οικογενειών τους, κατά τη Μάχης της Κρήτης.
Η παραχάραξη της ιστορίας της Μάχης της Κρήτης δεν είναι ανεκτή, όπως επίσης δεν είναι ανεκτές και οι ενέργειες μέρους της ακαδημαϊκής κοινότητας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης που προχώρησαν στην «εν κρυπτώ» αναγόρευση του κ. Ρίχτερ σε επίτιμο καθηγητή!