Ο Γιώργος Σεφέρης είχε μεγάλη αγάπη στην Κρήτη. Ο πολιτισμός του νησιού είχε παίξει καταλυτικό ρόλο γι’ αυτήν τη σχέση.
Ο θαυμασμός του για την κρητική λογοτεχνία της Αναγέννησης και ειδικώς για τον «Ερωτόκριτο», η μεγαλοφυΐα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου είχαν δημιουργήσει μια φυλλωσιά κρητική στην ψυχή του στη βάση της οικουμενικότητας.
Τον Φλεβάρη του 1946, στην περίφημη ομιλία του στην Αθήνα με θέμα «Ερωτόκριτος», σημειώνει μεταξύ άλλων: «Η Κρητική Αναγέννηση, προτού καταποντιστεί, έδωσε δυο καρπούς που θα ήταν αρκετοί για να τιμήσουν τόπους πολύ μεγαλύτερους από αυτό το νησί. Μια έντονη προσωπικότητα, τον Θεοτοκόπουλο. Κι αυτή τη δεκαπεντασύλλαβη φράση, που ήταν ικανή να εκφραστεί με τέτοια ακρίβεια: “Γονέοι που μ’ εσπείρετε, κι από τα κόκκαλά σας επήρα κι απ’ το αίμα σας κι από την αναπνιά σας”», «Δοκιμές Α’», εκδ. Ικαρος.
Ο νομπελίστας ποιητής είχε αναπτύξει φιλία με τον αείμνηστο Στυλιανό Αλεξίου και κατέβαινε στο νησί τη δεκαετία του ’60 όπου συναντιόνταν συχνά και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, όπως μου έλεγε ο τελευταίος.
Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως ο Σεφέρης επέλεξε την Κρήτη και ειδικά την πόλη του Ηρακλείου συμβολικά για να επιτεθεί στη χούντα.
Η παραχώρηση από τη Μαρώ Σεφέρη του αρχείου του και της βιβλιοθήκης του στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, την περίοδο που έφορός της ήταν ο εμβληματικός Νίκος Γιανναδάκης, ίσως ήταν ένα επισφράγισμα αυτής της πνευματικής σχέσης του ποιητή με την Κρήτη.
Το 1989, από τη Βικελαία εκδίδεται ο «Κατάλογος Βιβλιοθήκης Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη», σε επιμέλεια Νίκου Γιανναδάκη.
Την ίδια χρονιά, σε φιλολογική επιμέλεια Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη, η Βικελαία εκδίδει τον σημαντικό τόμο «Σεφέρης και Μαρώ: Αλληλογραφία Α’ (1936-1940)».
Είναι κυρίως ερωτικές επιστολές του ποιητή που αντηλλάγησαν με τη Μαρώ Σεφέρη από «τον Σεπτέμβριο του 1936 ώς τον Αύγουστο του 1940», όπως σημειώνει ο επιμελητής στο εξαιρετικό προλογικό σημείωμα.
Είναι η περίοδος κατά την οποία η Μαρώ, το γένος Ζάννου, είναι παντρεμένη με τον Αντρέα Λόντο.
Ο έρωτας όμως με τον Σεφέρη είναι παθιασμένος. Ο ερωτικός σπαραγμός του ποιητή αποτυπώνεται στην επιστολή που δημοσιεύουμε.
«Θεσσαλονίκη, Σάββατο νύχτα. [26 Ιουνίου 1937]
Καλή μου, αγαπημένη.
Είμαι κουρασμένος και ζαλισμένος, δεν μπορώ να πλαγιάσω χωρίς να σου γράψω δυο λόγια. Οσο να ‘ρθει το τραίνο διάβασα. Κι έπειτα έπληξα μέσα στο τραίνο που δεν εννοούσε να φτάσει. Στο τραπέζι εδώ βρήκα έναν πόντο που είχα να δω 15 χρόνια τώρα’ με πότισε κονιάκ που με ζάλισαν. Λέω πως θα σε βρω στο κρεβάτι μου, αγαπημένη μου γυναίκα. Το πιστεύω. Είναι τόσο τερατώδες να μη σε βρω. Ο τόπος όπου πηγαίνω μου μοιάζει ένα άγνωστο πράγμα, απίθανο. Σε συλλογίζομαι τέτοια ώρα. Πού θα είσαι; Καλύτερα να μη συλλογιστώ, καλύτερα… Τι είναι το καλύτερο, Θεέ μου. Η ευτυχία που μου έδωσες είναι ένα ανήσυχο παιδί που δε θέλει να ησυχάσει. Ενιωσες άραγε πόσο σ’ αγαπώ; Αυτό θα μου έφτανε. Τουλάχιστο ώσπου να ξαναϊδωθούμε. Δεν ξέρω να γράψω, μόνο να σ’ αγκαλιάσω θα ήξερα. Αγάπη μου, τρελή μου αγάπη.
ΓΙΩΡΓΟΣ»
Απ’ το ερωτικό πάθος του ποιητή γεννήθηκαν οι εξαίσιοι στίχοι: «Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές/ υπάρχει μια δίψα/ υπάρχει μια αγάπη/ υπάρχει μια έκσταση».