14.8 C
Chania
Monday, November 25, 2024

Νίκος Γκάτσος: Ένας μεγάλος ποιητής, με ένα μόνο ποίημα

Ημερομηνία:

Σαν σήμερα, 8 Δεκεμβρίου 1911, γεννήθηκε ο Νίκος Γκάτσος, μια εξαιρετική περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα.  Το πραγματικό μέγεθος του Γκάτσου δεν μπορεί να προσδιοριστεί αν  δεν λάβει κανείς υπόψη το σύνολο του έργου του, ως στιχουργού, αρθρογράφου, μεταφραστή.

Ο Νίκος Γκάτσος, παρά το γεγονός ότι δημοσίευσε μια και μόνη ποιητική σύνθεση, την «Αμοργό», συγκαταλέγεται στους επιφανέστερους ποιητές της γενιάς του.

Γεννήθηκε στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στην Τρίπολη βρέθηκε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε ήδη μελετήσει Παλαμά, Σολωμό, δημοτικό τραγούδι αλλά και τις νεωτεριστικές τάσεις στην ευρωπαϊκή ποίηση.

Στην Αθήνα ήρθε σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχές και δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα. Το 1943 κυκλοφόρησε την ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», ένα υπερρεαλιστικό κομψοτέχνημα που αν και κατακρεουργήθηκε στα 1943 υμνήθηκε λίγα χρόνια αργότερα και εκδόθηκε σε 308 αντίτυπα από τις Εκδόσεις Αετός, για να επανεκδοθεί από τα 1963 και ύστερα από τις Εκδόσεις Πατάκης. Λέγεται ότι το μεγάλης έκτασης ποίημα γράφτηκε σε μία μόλις νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί.

Δια στόματος του Μάνου Χατζιδάκι η Αμοργός αποτελεί «μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου».

Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963). Ασχολήθηκε κυρίως με μεταφράσεις αλλά και με τη συγγραφή στίχων μέσω των οποίων χάρισε στην ελληνική μουσική αξέχαστα τραγούδια, όπως το «Χάρτινο το Φεγγαράκι» και το «Πάει ο καιρός»… …«Πάει ο καιρός πάει ο καιρός που ήταν ο κόσμος δροσερός και καθ’ αυγή ξεκινούσε μια πληγή για να ποτίσει όλη τη γη…»Ο Ν. Γκάτσος πέθανε στις 12 Μαϊου 1992 και τάφηκε στην Ασέα. Θα μείνει για πάντα σαν ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του ελληνικού ποιητικού υπερρεαλισμού και μια εξέχουσα μορφή του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού…

«Έγραψε μοναδικά τραγούδια. Όλα τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του τα ’κανε στίχους που κινητοποίησαν τη ναρκοθετημένη νεοελληνική ευαισθησία, “έτσι καθώς κοιμόταν αναίσθητη” μες στην απέραντη αισθηματολογία των στιχουργών και των επιθεωρησιογράφων» είχε πει για τον ποιητή της «Αμοργού» ο Μάνος Χατζιδάκις.

[youtube url=”https://www.youtube.com/watch?v=NJ4-gbtAK4w”]

Νίκος Γκάτσος: Γύφτισσα μαϊμού

Δεν έχω σπίτι πίσω για να ‘ρθω
ούτε κρεβάτι για να κοιμηθώ
δεν έχω δρόμο ούτε γειτονιά
να περπατήσω μια Πρωτοχρονιά.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
εσύ φοράς τα’ αρχαία σου στολίδια
και δε δακρύζεις ποτέ σου μάνα μου Ελλάς
που τα παιδιά σου σκλάβους τα πουλάς.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα

μα τότε που στη μοίρα μου μιλούσα
είχες ντυθεί τα’ αρχαία σου τα λούσσα
και στο παζάρι με πήρες γύφτισσα μαϊμού
Ελλάδα Ελλάδα μάνα του καημού.

Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα
μου τα ‘πες με το πρώτο σου το γάλα
μα τώρα που η φωτιά φουντώνει πάλι
εσύ κοιτάς τα’ αρχαία σου τα κάλλη
και στις αρένες του κόσμου μάνα μου Ελλάς
το ίδιο ψέμα πάντα κουβαλάς.

Δεν έχω άγιο πια να προσκυνώ
ούτε καντήλι σ’ άδειο ουρανό
δεν έχω ήλιο ούτ’ αστροφεγγιά
να τραγουδήσω μια πρωτομαγιά.

Ελλαδογραφία

κάναμε φως τη συμφορά.
Θα μας θυμούνται τάχα μάνα
καμιά φορά;

Ματαία ελπίς. Ουδείς τους ενθυμήθη ως ζώσας αιωνιότητας, ουδείς τους κατενόησεν εις τας πραγματικάς των διαστάσεις. Και αι Αθήναι, καταστάσαι πρωτεύουσα του νεοπαγούς κράτους, ήρχισαν να προετοιμάζονται διά την εκ νέου απορρόφησιν της ικμάδος του έθνους. Αλλά η προγονική κληρονομία δεν είχεν εξ ολοκλήρου σπαταληθή, και οι μεταγενέστεροι αδελφοί του Μικρού Χορμόπουλου, εκ των Ηπειρωτικών ορέων και εξ όλων των στενωπών της αθανάτου πατρίδος, διέπλευσαν την Αχερουσίαν της μοίρας των με την γαλήνην του μαρτυρίου και της θυσίας. Και τα βαρβαρικά έθνη, ηπόρησαν και κατ’ ιδίαν εκάγχασαν – ακριβώς όπως αι Αθήναι.

Χτυπάτε της οργής προφήτες
καμπάνα στην Καισαριανή
να ‘ρθουν απόψε οι Διστομίτες
να ‘ρθουν κι οι Καλαβρυτινοί
με σπαραγμό κι απελπισία
για τη χαμένη τους θυσία

Άραγε είναι αληθές ότι η θυσία των απέβη επί ματαίω; Ουδείς δύναται να αποφανθή μετά βεβαιότητος και ουδείς δύναται να προεξοφλήση το μέλλον, διότι η ιστορία των ανθρώπων είναι μία συνεχής παλινδρόμησις. Αλλά, με την διαρκώς ογκουμένην υπερτροφίαν της Αττικής, αι προοπτικαί διαγράφονται σκοτειναί. Οι αρχαίοι θεοί δεν υπάρχουν πλέον διά να δώσουν λύσιν, και ούτω, θάττον ή βράδιον, αι Αθήναι θα συγκεντρώσουν εις τους κόλπους των και θα εξαφανίσουν διά παντός την Ελληνικήν αρετήν, ως ο Κρόνος εις το απώτατον παρελθόν κατέτρωγε τα ίδια αυτού τέκνα ή ως ο Ήλιος εις το απώτατον μέλλον θα συγκεντρώση εις τα αγκάλας του τους πλανήτας του και θα καταβροχθίση αυτούς. Γένοιτο! Και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.

Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα ‘ρθούνε κανούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε τη βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;

Ελλάδα Ελλάδα

Που πήγαν οι μέρες, που πήγαν οι μήνες που πήγαν τα χρόνια

φωτιά στα Χαυτεία, καπνιά στην Αιόλου, βρωμιά στην Ομόνοια

ουρλιάζουν τριγύρω Φολκσβάγκεν και Φίατ, Ρενό και Τογιότα

σε λίγο νυχτώνει στην έρημη πόλη θ’ ανάψουν τα φώτα.

κι άνθρωποι μονάχοι στην κόλαση ετούτη θα γίνουν λαμπάδα

Πώς τα ‘κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα

Πού πήγες Αφρούλα του ονείρου λουλούδι, πού πήγες Ελένη

κρυφές αμαρτίες της άχρωμης μέρας το φως δεν ξεπλένει

μονάχα πληβείοι με μάτια θλιμμένα χτυπάνε καρτέλες

στον άθλιο μισθό τους σφιχτά κολλημένοι σαν στρείδια σαν βδέλλες

για ένα τριάρι, για λίγη βενζίνα, για μια φασολάδα

Πώς τα ‘κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα

Πού πήγες αγάπη παράδεισε πρώτε, που πήγες ελπίδα

περάσαν οι μέρες, περάσαν τα χρόνια κι ακόμα δεν είδα

ατρόμητους άνδρες, σοφούς κυβερνήτες μεγάλους αντάρτες

να σπάζουνε πύλες, να ρίχνουνε τείχη, ν’ αλλάζουν τις στράτες

κι η νύχτα να γίνει χρυσό μεσημέρι κι η μέρα λιακάδα

Πώς τα ‘κανες έτσι τα μαύρα παιδιά σου Ελλάδα, Ελλάδα

Η ενδεκάτη εντολή

Ριξ’ ένα βλέμμα σιωπηλό
στον κόσμο τον αμαρτωλό
και δες η γη πως καίει.
Και με το χέρι στην καρδιά
αν δεν σ’ αγγίξει η πυρκαγιά
ψάξε να βρεις ποιος φταίει.

Σαν χαμοπούλι ταπεινό
που δεν εγνώρισε ουρανό
και περπατά στο χώμα
την ενδεκάτη εντολή
δεν τη σεβάστηκες πολύ
γι’ αυτό πονάς ακόμα….

Είναι καινούργια και παλιά
σαν της ψυχής την αντηλιά
σαν της καρδιάς τα βάθη
Μα μες στου κόσμου τη φωτιά
που μπερδευτήκαν τα χαρτιά
κανείς δεν θα τη μάθει.

Τράβα να βρεις το Μωυσή
και ξαναρώτα τον κι εσύ
μήπως αυτός την ξέρει
την ενδεκάτη εντολή
που ’ ν’  ολοκάθαρο γυαλί
και κοφτερό μαχαίρι.

Στην παγωμένη σου ερημιά
το γέλιο γίνεται ζημιά
και η ομορφιά σκοτάδι.
Έτσι είναι φίλε μου η ζωή
φέρνει τον ήλιο το πρωί
την καταχνιά το βράδυ.

Κάνε λοιπόν υπομονή
τώρα που φως δε θα φανεί
κι ούτε θα ‘ρθει καράβι.
Την ενδεκάτη εντολή
την ξέρουν μόνο οι τρελοί
κι όλης της γης οι σκλάβοι.

 

 

imerodromos.gr, agonaskritis.gr

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ