15.8 C
Chania
Thursday, November 28, 2024

Έρευνα: Ενεργειακές πηγές, κοινωνικο-οικολογικές επιπτώσεις, και η διαμάχη για τις ΑΟΖ

Ημερομηνία:

Του Γ. Λιοδάκη *

Εισαγωγή

Μέσα στον ορυμαγδό των τελευταίων εξελίξεων και στο πλαίσιο μιας ευρύτερης γεωπολιτικής συγκυρίας, ένα πλήθος στοιχείων, φαινομένων, και πολιτικών συνθέτουν στη χώρα μας μια αρκετά ανησυχητική πραγματικότητα. Στην κατάσταση αυτή περιλαμβάνονται, εκτός των άλλων, ο εντεινόμενος σε παγκόσμιο επίπεδο εθνικισμός και η ακροδεξιά λαϊκίστικη ρητορική, ο ασίγαστος πόλεμος για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πόρων, η εντεινόμενη οικολογική υποβάθμιση και κλιματική αλλαγή, και οι εντεινόμενες διεθνείς διενέξεις ή συγκρούσεις για το «δίκαιο της θάλασσας» και τις λεγόμενες ΑΟΖ (αποκλειστικές οικονομικές ζώνες).

Και, ενώ οι συγκρούσεις στο γεωγραφικό περίγυρο της Ανατολικής Μεσογείου συνεχίζονται και η παρατεταμένη κρίση έχει γονατίσει τους λαούς σε Ελλάδα, Τουρκία, και αλλού, οι εντεινόμενες ελληνο-τουρκικές σχέσεις τροφοδοτούνται σημαντικά από τις συζητήσεις για οριοθέτηση χωρικών υδάτων, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, και ισχυρά γεωπολιτικά συμφέροντα και πανίσχυρες πολυεθνικές εφορμούν για τον έλεγχο, την εξόρυξη και αξιοποίηση ενεργειακών πηγών (υδρογονανθράκων κυρίως) στην ευαίσθητη αυτή περιοχή.

Ταυτόχρονα, η υποτιθέμενη Αριστερή κυβέρνηση των τελευταίων ετών στη χώρα μας, προβαίνοντας σε «ανίερες» και επικίνδυνες συμμαχίες για να αντιμετωπίσει επαπειλούμενες συγκρούσεις, ευελπιστούσε μάταια σε μια προστασία από τους εμπλεκόμενους πολυεθνικούς κολοσσούς (Exxon-Mobil κ.α.!), και υιοθετώντας μια τραγικά αντιφατική πολιτική, προώθησε σχεδιασμούς για εξόρυξη και αξιοποίηση υδρογονανθράκων, ξεχνώντας ότι τα θύματα και οι οικολογικές καταστροφές στο Μάτι, στην Μάνδρα, και στην Κρήτη δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας «θεομηνίας», αλλά τα πρώτα δείγματα των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.

Και πέρα βέβαια από την κυβερνητική προπαγάνδα, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, ελεγχόμενα απόλυτα από το κεφάλαιο, προβαίνουν ανεμπόδιστα σε μια προκλητική χειραγώγηση της κοινής γνώμης, με απατηλές υποσχέσεις για τον αναμενόμενο πακτωλό που θα προκύψει υποτίθεται από την ενδεχόμενη αυτή αξιοποίηση υδρογονανθράκων.

Εστιάζοντας λοιπόν στον ενεργειακό τομέα, είναι ανάγκη να διερευνήσουμε τις γενικότερες κοινωνικο-οικολογικές επιπτώσεις από την αξιοποίηση διαφορετικών ενεργειακών πηγών, και να διαλευκάνουμε αν, στην περίπτωση της Ελλάδας, ο εντοπισμός, εξόρυξη και αξιοποίηση υδρογονανθράκων (πετρελαίου και φυσικού αερίου) μπορεί να είναι ευχή ή κατάρα για τους κατοίκους της χώρας.

Όπως θα δείξουμε, μια τέτοια διερεύνηση μπορεί να γίνει αποτελεσματικά μόνο στα πλαίσια μιας οικολογικά θεμελιωμένης πολιτικής οικονομίας. Είναι ανάγκη καταρχάς να προβούμε σε μια σύντομη ιστορική επισκόπηση της ανάπτυξης του καπιταλισμού σε συνάρτηση με τη διαδοχική αξιοποίηση διαφορετικών ενεργειακών πηγών.

Εδώ θα εξετάσουμε τις κοινωνικοοικονομικές, αλλά και οικολογικές επιπτώσεις των διαφορετικών ενεργειακών πηγών. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τις εξελίξεις του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα και τη διαμάχη που σχετίζεται με τις λεγόμενες ΑΟΖ. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε μια εναλλακτική προς την κυρίαρχη πολιτική, Αριστερή στρατηγική για τον εν λόγω τομέα.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού και η σημασία των ενεργειακών πηγών

Υιοθετώντας μια Μαρξιστική προσέγγιση, μπορούμε να ξεκινήσουμε με μια γενική θεώρηση του κυρίαρχου κατά τους τελευταίους αιώνες καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ), ο οποίος δεν αναπτύσσεται ιστορικά ανεξάρτητα από το περιβάλλον οικοσύστημα, επιδρώντας απλώς πάνω σ’ αυτό, αλλά διαμορφώνεται ουσιαστικά στο οικολογικό αυτό πλαίσιο και αντεπιδρά διαλεκτικά πάνω σ’ αυτό.

Με αυτή την έννοια, το οικοσύστημα διαμορφώνεται ιστορικά με ένα καπιταλιστικά συγκεκριμένο τρόπο μέσα σε ένα πλαίσιο μεταβολισμού μεταξύ κοινωνίας και φύσης. Είναι ανάγκη, επομένως, να τοποθετήσουμε την ανάλυση μας σε ένα παγκόσμιο οικολογικό πλαίσιο, δεδομένου ότι ένα τέτοιο πλαίσιο προσφέρει τη δυνατότητα εξέτασης της ιστορικής εμπειρίας, υπό το πρίσμα μιας ενιαίας θεώρησης της συμπαραγωγής της φύσης, της επιδίωξης εξουσίας, και της συσσώρευσης κεφαλαίου, ως μιας αναπόφευκτα κοινωνικο-οικολογικής διαδικασίας (Moore 2015: 291).

Είναι επίσης ανάγκη να τονίσουμε τον εγγενώς ανταγωνιστικό χαρακτήρα του ΚΤΠ και τον βασικό του στόχο, που δεν είναι άλλος από τη μέγιστη δυνατή συσσώρευση κερδών. Οι εγγενείς αυτές τάσεις του καπιταλισμού συνεπάγονται μια τάση απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης (ανάπτυξης), ως εσωτερική συστημική αναγκαιότητα.

Και ενώ η τάση αυτή αποκτά το χαρακτήρα μιας γενικευμένης αναπτυξιομανίας μόνο μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, αποτελεί ανέκαθεν μια κυρίαρχη επιδίωξη του καπιταλισμού (βλ. Liodakis 2018). Κατά τους πρώτους αιώνες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όμως, η αναπτυξιακή αυτή επιδίωξη περιορίζεται σημαντικά από τις ανανεώσιμες γενικά, αλλά περιορισμένες κινητήριες δυνάμεις (ενεργειακές πηγές) που έθεταν σε κίνηση τις παραγωγικές διαδικασίες του καπιταλιστικού συστήματος (μυϊκή δύναμη των εργατών, ζώα έλξης, άροσης και φορτίου, νερόμυλοι και ανεμόμυλοι, κωπήλατα και ιστιοφόρα σκάφη, κ.λπ.).

Η ανακάλυψη και αξιοποίηση στην παραγωγή της ατμομηχανής, ως μιας μείζονος σημασίας τεχνολογικής καινοτομίας, ήλθε κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και κυρίως από τις αρχές του 19ου να σπάσει αυτόν τον περιορισμό που έμπαινε από τις σχετικά περιορισμένες ενεργειακές πηγές της τότε εποχής. Αναφερόμενος στη μετάβαση από τους παραποτάμιους νερόμυλους που έθεταν σε κίνηση τη ακμάζουσα τότε βαμβακουργία της Μ. Βρετανίας στη γενικευμένη χρήση της ατμομηχανής, ο A. Malm υπογραμμίζει ότι «δεν συνέβη γιατί το νερό ήταν σπάνιο, πιο ακριβό ή μικρότερων τεχνολογικών δυνατοτήτων – απεναντίας, ο ατμός απέκτησε υπεροχή παρά το γεγονός ότι το νερό ήταν άφθονο, φθηνότερο και τουλάχιστον το ίδιο ισχυρό, ομαλό και αποτελεσματικό» (Malm 2016: 93).

Και όπως σημειώνεται παραπέρα, «ο ατμός είχε το βασικό πλεονέκτημα υπέρβασης των εμποδίων στον εφοδιασμό όχι ενέργειας, αλλά εργασίας.

Η μηχανή ήταν ένα ανώτερο μέσο για την απόσπαση ενός πλεονάσματος πλούτου από την εργατική τάξη, επειδή, σε αντίθεση με τον υδροστρόβιλο, μπορούσε να εγκατασταθεί πρακτικά οπουδήποτε» (στο ίδιο: 124). Γενικότερα μπορούμε να πούμε ότι η υποκατάσταση των υδροστροβίλων από τις ατμομηχανές επιβλήθηκε, όχι μόνο γιατί έτσι μπορούσαν να ξεπεραστούν οι απρόβλεπτες διακυμάνσεις των καιρικών συνθηκών, αλλά κυρίως διότι οι ατμομηχανές μπορούσαν να τοποθετηθούν οπουδήποτε και να σταματήσουν ή να τεθούν σε κίνηση κατά βούληση (στο ίδιο: 170 και passim).

Τα αστικά κέντρα, προφανώς, πρόσφεραν μια ευχερέστερη διαθεσιμότητα κατάλληλου εργατικού δυναμικού, αλλά και αγορών για τη διάθεση των παραγομένων προϊόντων. Από την άλλη μεριά, ο Μαρξ επισημαίνει σχετικά με τις μηχανές ότι «Είναι επίσης μια δύναμη εχθρική προς τον εργάτη, και ως τέτοια την επικαλείται αναφανδόν και τη χρησιμοποιεί το κεφάλαιο.

Είναι το πιο ισχυρό όπλο για την καταστολή των απεργιών, των περιοδικών εκείνων επαναστάσεων της εργατικής τάξης ενάντια στην αυθαιρεσία του κεφαλαίου. …η ατμομηχανή ήταν από την αρχή ένας ανταγωνιστής της ανθρώπινης δύναμης, ένας ανταγωνιστής που έδινε στον καπιταλιστή τη δυνατότητα να τσαλαπατήσει τις αυξανόμενες διεκδικήσεις των εργατών, οι οποίοι απειλούσαν με κρίση το νεογέννητο εργοστασιακό σύστημα» (Marx 1967 I: 435-36).

Ήταν μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια που ουσιαστικά διαμορφώθηκαν οι αστικές αντιλήψεις για την ενέργεια γενικά και τον ατμό ειδικότερα. Τα ορυκτά καύσιμα, και πρωτίστως ο γαιάνθρακας, αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη της ατμομηχανής και η νέα αυτή πηγή ενέργειας και η εκμηχάνιση αποτέλεσαν συστατικά στοιχεία της Βιομηχανικής Επανάστασης.

Οι υδρογονάνθρακες βέβαια, πέρα από τη συμβολή τους ως ενεργειακή πηγή, αποτελώντας τη βάση για την παραγωγή μιας πληθώρας υλικών, συνετέλεσαν και με αυτό τον τρόπο σημαντικά στη βιομηχανική ανάπτυξη του καπιταλισμού.

Όπως επισημαίνεται σχετικά με την ενέργεια, «ενώ τα χειροκίνητα εργαλεία αποτελούν επεκτάσεις των μυών, των οστών και των νεύρων μεμονωμένων ανθρώπων, οι εργοστασιακές μηχανές της Βιομηχανικής Επανάστασης διοχέτευαν μέσω των σωμάτων των εργατών μια εξωτερική, συγκεντρωτική ενέργεια μεγάλης κλίμακας (Big-E Energy) που ελέγχονταν από τους ιδιοκτήτες των εργοστασίων» (Lohmann and Hildyard 2014: 54). Ταυτόχρονα, η νέα αυτή πηγή ενέργειας και η εκμηχάνιση συνετέλεσαν σε μια αμοιβαία διαδικασία αφαίρεσης, όχι μόνο της εργασίας, αλλά και της γης και της ενέργειας (στο ίδιο: 60).

Η ανακάλυψη και αξιοποίηση της ατμομηχανής και η εκμηχάνιση της καπιταλιστικής παραγωγής, που στηρίχτηκε αρχικά στον άνθρακα και αργότερα στο πετρέλαιο και άλλα ορυκτά καύσιμα, δεν οδήγησαν μόνο στην κλασική και αργότερα στη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, αλλά είχαν ασύλληπτες συνολικά επιπτώσεις στη μεγέθυνση της καπιταλιστικής παραγωγής.

Τα κοιτάσματα ορυκτών καυσίμων φαινόταν να είναι πρακτικά απεριόριστα, επιτρέποντας μια εξίσου απεριόριστη μεγέθυνση της καπιταλιστικής παραγωγής. Στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για πεπερασμένα και εξαντλήσιμα αποθέματα, που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσαν σε μια αυξανόμενη σπανιότητα και ένα αυξανόμενο κόστος εξόρυξης μέχρι την πλήρη εξάντληση τους.

Καθώς ένα ορισμένο καύσιμο προσέγγιζε το σημείο εξάντλησης, έμπαιναν σε κίνηση οι διαδικασίες για την ανάπτυξη και αξιοποίηση εναλλακτικών ενεργειακών πηγών, αλλά η αυξανόμενη σπανιότητα δεν ήταν τις περισσότερες φορές ο πιο καθοριστικός παράγοντας. Όπως επισημαίνει ο T. Mitchell, «Ένας σημαντικός στόχος της μεταστροφής στο πετρέλαιο …ήταν η μόνιμη εξασθένιση των ανθρακωρύχων, η ικανότητα των οποίων να διακόπτουν τη ροή ενέργειας έχει δώσει τη δύναμη στο οργανωμένο εργατικό δυναμικό να απαιτεί βελτιώσεις …» (Mitchell 2011: 29).

Με καύσιμη ύλη το πετρέλαιο, οι μηχανές εσωτερικής καύσης, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του ηλεκτρισμού και άλλες τεχνολογικές καινοτομίες και κοινωνικές αλλαγές, αποτέλεσαν, όπως είναι γνωστό, τη βάση για τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά. Αντίστοιχες με τις προαναφερθείσες σκοπιμότητες μπορούν να εντοπιστούν και κατά τις μετέπειτα διαδικασίες μερικής υποκατάστασης άλλων ενεργειακών πηγών, όπως το φυσικό αέριο ή η ατομική ενέργεια, στη θέση του πετρελαίου.

Ακόμα και η σχετικά πρόσφατη στροφή προς ανανεώσιμες πηγές δεν υποκινήθηκε τόσο από την προοπτική άμεσης εξάντλησης των κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων, όπως συνήθως θεωρείται, όσο από την ανασφάλεια της ενεργειακής τροφοδοσίας λόγω της γεωγραφικά ανισομερούς κατανομής των κοιτασμάτων, και από τις σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη χρίση ορυκτών καυσίμων (Vernier 2007: 4-5).

Με τη ανακάλυψη και διεύρυνση της χρήσης της ηλεκτρικής ενέργειας από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά, ενισχύθηκε παραπέρα η εκβιομηχάνιση της καπιταλιστικής παραγωγής, επεκτάθηκαν ραγδαία τα ηλεκτρικά δίκτυα παράλληλα με την αλματώδη αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης, αυξήθηκε σε μεγάλη κλίμακα η βιομηχανική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (Big-E Energy), συγκεντροποιήθηκαν τα δίκτυα διανομής, και περιθωριοποιήθηκαν ακόμα παραπέρα οι διάσπαρτες, αυτόνομες και περισσότερο οικολογικές μορφές ενέργειας (small-e energy: βλ. Lohmann and Hildyard 2014).

Η απεριόριστη μεγέθυνση (ανάπτυξη) της καπιταλιστικής παραγωγής, ιδιαίτερα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, και η αντίστοιχη επέκταση του ενεργειακού τομέα είχαν τεράστιες επιπτώσεις. Όπως θα αναλυθεί ειδικότερα στην επόμενη ενότητα, η ανάπτυξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα μια εντεινόμενη οικολογική υποβάθμιση καθώς συνεπαγόταν μια ραγδαία εξάντληση των φυσικών και ενεργειακών πόρων, και μια αυξανόμενη ρύπανση της ατμόσφαιρας, του εδάφους, και των υδατικών πόρων.

Η ανάπτυξη όμως του ενεργειακού τομέα και η εκμηχάνιση της παραγωγής είχαν επίσης σοβαρότατες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η εκμηχάνιση που στηρίζεται στην ανάπτυξη των ενεργειακών πηγών αναμένεται βέβαια να οδηγεί σε μια αύξηση της εργασιακής παραγωγικότητας, μια αυξημένη δυνατότητα άντλησης υπεραξίας, και μια μείωση του κόστους και αύξηση της ανταγωνιστικότητας της παραγωγής, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την επέκταση της παραγωγής και την ταχύρρυθμη συσσώρευση του κεφαλαίου. Ωστόσο, όπως εύστοχα επισημαίνεται,

«Η υποτιθέμενη ‘εξοικονόμηση εργασίας’ με τη χρήση της ενέργειας μεγάλης κλίμακας [Big-E Energy] στη βιομηχανία και τα νοικοκυριά έχει επίσης ιστορικά αυξήσει τις κακουχίες σε τοπικά ορυχεία και πετρελαιοπηγές και, όχι ήσσονος σημασίας, υποβαθμίσει τις ζωές των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν ή μολύνθηκαν από την ενεργειακή εξόρυξη σε παγκόσμια κλίμακα. Ελάχιστοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι η εξόρυξη πετρελαίου από την Shell στη Νιγηρία, από την Texaco στο Εκουαδόρ, ή την BP στις Καναδικές ασφαλτο-αμμώδεις εκτάσεις, ή ο καταποντισμός καλλιεργήσιμης ή δασικής γης στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική από υδροηλεκτρικά φράγματα, έχει καθοιονδήποτε τρόπο ‘εξοικονομήσει εργασία’ ή αυξήσει τον ελεύθερο χρόνο των ντόπιων κατοίκων. Απεναντίας, τους έχει αναγκάσει γενικά σε μια περισσότερο επισφαλή, φτωχαιμένη και βεβιασμένη ύπαρξη, σε χώρους μετεγκατάστασης, παραγκουπόλεις και καταυλισμούς, και στον κόσμο μιας μη ικανοποιητικής και κακοπληρωμένης εργασίας» (Lohmann and Hildyard 2014: 45).

Και όπως σημειώνεται επίσης, «Εάν οι εφαρμογές της ενέργειας μεγάλης κλίμακας στη μεταποίηση συνέβαλλαν στην από-ειδίκευση και αλλοτρίωση των εργατών, στη γεωργία κατέληξαν σε μια απώλεια φυτικής βιοποικιλότητας και προσαρμοστικότητας σε διαφορετικά και μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα» (στο ίδιο: 60).

Οικολογικές επιπτώσεις και το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής

Η επιτακτική ανάγκη μεγέθυνσης του κεφαλαίου, όπως ήδη σημειώθηκε, συνεπάγεται μια ραγδαία εξάντληση των φυσικών πόρων και των ενεργειακών πηγών, καθώς και μια αλματώδη αύξηση της ρύπανσης. Όπως είναι γνωστό, οι αυξανόμενες εκπομπές των λεγομένων «αερίων του θερμοκηπίου» (GHGs) από την καύση ορυκτών καυσίμων, την παραγωγή ηλεκτρισμού, και άλλες παραγωγικές διαδικασίες οδηγούν σε μια υπερθέρμανση του πλανήτη και μια ταχύτατη αλλαγή των κλιματικών συνθηκών.

Αν και η παραγωγή ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές υπερδιπλασιάστηκε σε παγκόσμιο επίπεδο κατά το διάστημα 1990-2016, το 2018 η παραγωγή ηλεκτρισμού εξακολουθούσε να στηρίζεται σε ορυκτά καύσιμα κατά ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 85%, ενώ στηρίζεται μόνο κατά 15% περίπου σε ανανεώσιμες πηγές (International Energy Agency).

Η παραγωγή ενέργειας ευθύνεται για το 35% των εκπομπών GHGs, η γεωργία για το 24%, η βιομηχανία για το 21%, και οι μεταφορές για το 14% (στοιχεία 2010, Environmental Protection Agency). Η κλιματική αλλαγή, έχοντας ολέθριες συνέπειες, σωστά θεωρείται το πιο σημαντικό οικολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα σε πλανητικό επίπεδο.

Και ενώ καταβάλλονται σοβαρές προσπάθειες, μέσα από διακρατικές (διεθνείς) συμφωνίες, για τη συγκράτηση, μέχρι τα τέλη του αιώνα, της μέσης θερμοκρασίας της γης στους 2 ή 3 βαθμούς Κελσίου πάνω από το επίπεδο της Βιομηχανικής Επανάστασης, υπάρχουν ισχυρότατα εμπόδια που σχετίζονται με τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα του κεφαλαίου, το οποίο βέβαια συνήθως καλύπτεται πίσω από εθνικά σύνορα (βλ. Smith 2019, McKibben 2019).

Το πρόβλημα εντάθηκε με την ταχύρρυθμη ανάπτυξη (μεγέθυνση) των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, και ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι η οικονομική αυτή ανάπτυξη έχει ιδεολογικά επικρατήσει ως πανάκεια για την αντιμετώπιση κάθε προβλήματος (Liodakis 2018).

Η υποβάθμιση των οικολογικών συνθηκών κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει ωθήσει στην ανάπτυξη σημαντικών οικολογικών (περιβαλλοντικών) κινημάτων και, σε συνδυασμό με μια εντεινόμενη κρίση υπερ-συσσώρευσης του κεφαλαίου από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μετά, έχουν οδηγήσει σε μια πολυσύνθετη κοινωνικο-οικολογική κρίση. Στην προσπάθεια του να αντισταθμίσει την κρίση υπερ-συσσώρευσης, το κεφάλαιο έχει επιστρατεύσει διάφορες στρατηγικές.

Μια ορισμένη προσπάθεια αφορά την κεφαλαιοποίηση της φύσης, αλλά επειδή η στρατηγική αυτή είναι δαπανηρή, το κεφάλαιο στρέφεται κυρίως σε μια προσπάθεια ιδιοποίησης της φύσης (δωρεάν ή με το ελάχιστο κόστος: βλ. Marx 1967 3: 745, Burkett 1999: ch.6), η οποία σαφέστατα επηρεάζει θετικά την κερδοφορία του κεφαλαίου που καθορίζεται βέβαια κυρίως από την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας στο χώρο της εμπορευματικής παραγωγής.

Η επίδραση αυτή μπορεί να είναι άμεση, μέσω της αύξησης της εργασιακής παραγωγικότητας, αλλά και έμμεση, δεδομένου ότι η ιδιοποίηση αυτή της φύσης λειτουργεί ως υποκατάστατο του παγίου κεφαλαίου (βλ. Marx 1967 1: ch.XXV, 1973: 748, Moore 2015: 152, 157-58), τείνοντας έτσι να περιορίζει την αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και να αντισταθμίζει μερικά την πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους.

Η εντεινόμενη αυτή προσπάθεια (δωρεάν) ιδιοποίησης της φύσης αφορά προφανώς και τις ενεργειακές πηγές γενικά, και τα συμβατικά (ορυκτά) καύσιμα ειδικότερα. Τα ορυκτά αυτά καύσιμα αφορούν ουσιαστικά πεπερασμένους (ποσοτικά) και εξαντλήσιμους φυσικούς πόρους, των οποίων η επεκτεινόμενη εκμετάλλευση οδηγείται από τα πιο πλούσια κοιτάσματα προς τα φτωχότερα, μέχρι την τελική εξάντληση, πράγμα που σταδιακά αυξάνει το κόστος παραγωγής της ενέργειας.

Το γεγονός αυτό εκφράζεται από εμπειρικά δεδομένα που δείχνουν ένα διαρκώς μειούμενο λόγο της παραγόμενης ενέργειας σε σχέση με την επένδυση που απαιτείται για την παραγωγή αυτής της ενέργειας, και συνεπάγεται αυξανόμενες τιμές της ενέργειας που περιορίζουν δραστικά τις δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, δημιουργούνται εύλογες ανησυχίες ότι η εξάντληση του πετρελαίου και των ορυκτών καυσίμων γενικότερα μπορεί να αποτελέσει μια σοβαρή τροχοπέδη στη διαδικασία οικονομικής μεγέθυνσης (Murphy 2015).

Η εξαντλησιμότητα των ορυκτών πόρων προσδίδει, όπως γίνεται φανερό, ένα κρίσιμο χαρακτήρα στη γη από την οποία προέρχονται, και στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα πάνω σ’ αυτή τη γη. Η κρίσιμη σημασία των ορυκτών καυσίμων για την οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική κυριαρχία εξηγεί επομένως επαρκώς την τάση και τις διαμάχες για τον έλεγχο της γης και των πετρελαιο-παραγωγικών περιοχών ειδικότερα, τις διάφορες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τους αποικιοκρατικούς πολέμους, και την πρόσφατα διαφαινόμενη τάση μεγάλων διεθνών επενδύσεων που αποσκοπούν ουσιαστικά στην αρπαγή γης με στόχο την εκμετάλλευση φυσικών ή ενεργειακών πόρων.

Μέσα στη σημερινή συγκυρία, η κρισιμότητα των φυσικών και ενεργειακών πόρων συνεπάγεται επίσης μια τάση, ιδιαίτερα για τις λιγότερο αναπτυγμένες και εξαρτημένες χώρες, διαμόρφωσης ενός αναπτυξιακού προτύπου που εστιάζεται μονομερώς στην εξόρυξη/απόσπαση τέτοιων πόρων (extractivism: βλ. Gago and Mezzadra 2017). Οι κοινωνικο- οικολογικές βέβαια επιπτώσεις ενός τέτοιου προτύπου ανάπτυξης είναι μάλλον προφανείς.

Η εκρηκτική αύξηση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, ιδιαίτερα κατά την μεταπολεμική περίοδο (βλ. Pirani 2018), και η τάση εξάντλησης των ενεργειακών αποθεμάτων έχουν οδηγήσει ορισμένους ερευνητές, όπως ο N. Georgescu-Roegen και διάφοροι οπαδοί του, σε κάποιες καταστροφολογικές προσεγγίσεις νεο-Μαλθουσιανού τύπου, οι οποίες, στηριζόμενες στους γνωστούς νόμους της θερμοδυναμικής, επισείουν τον κίνδυνο ενεργειακής κατάρρευσης ή ενός «θερμικού θανάτου» του πλανήτη, και προτείνουν μια απο-ανάπτυξη (De-growth) ή μια οικονομία «σταθερής κατάστασης».

Οι προσεγγίσεις όμως αυτές εσφαλμένα περιορίζονται σε κλειστά (θερμοδυναμικά) συστήματα, αποσυνδέουν την τάση μεγέθυνσης από τις συστημικές της αιτίες (τον καπιταλισμό), αγνοούν τη διαλεκτική φυσικών και κοινωνικών διαδικασιών, και προτείνουν πολιτικές για τον καπιταλισμό που δεν μπορούν να γίνουν δεκτές από το κεφάλαιο (βλ. Smith 2010, Lohmann and Hildyard 2014: 42, Liodakis 2018).

Όπως αντίθετα επισημαίνεται, για το ανοικτό πλανητικό μας σύστημα, «κοινωνίες που μπορούν να συντηρηθούν με σταθερές εισροές ενέργειας υψηλής ποιότητας από μια εξωτερική ηλιακή πηγή, και που έχουν ελάχιστη ανάγκη να εξισώνουν όλες τις μορφές ενέργειας σε μια κινητή, εμπορευματοποιημένη μορφή, μπορούν να αναπαράγονται επ’ αόριστον …» (Lohmann and Hildyard 2014: 40).

Άλλες προσπάθειες του κεφαλαίου και του κυρίαρχου επιστημολογικού ρεύματος για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής έχουν στραφεί σε μια κατεύθυνση τεχνολογικού και οικολογικού εκσυγχρονισμού, εστιάζοντας κυρίως στις τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας και μερικά στην αναζήτηση και ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών ενέργειας.

Οι προσπάθειες όμως αυτές παρακάμπτουν τη βασική αιτία της αλματώδους αύξησης των ενεργειακών αναγκών, αγνοούν τις διαρθρωτικές (συστημικές) πλευρές του ζητήματος, και απολυτοποιούν το ρόλο της τεχνολογίας. Η τεχνολογία, από μόνη της, και χωρίς βαθιές κοινωνικές αλλαγές, δεν μπορεί να προσφέρει τη λύση. Ακόμα και οι τεχνολογικές καινοτομίες εξοικονόμησης ενέργειας, αξιοποιούμενες μέσα στα σημερινά καπιταλιστικά πλαίσια, μπορεί να οδηγούν στην εξάντληση των ενεργειακών πόρων, λόγω μειωμένων τιμών και αυξημένης ζήτησης της ενέργειας (το παράδοξο του Jevons: βλ. Foster 2000, Lohmann and Hildyard 2013: 34).

Και όπως εύστοχα επισημαίνεται, «το πρόβλημα της αποτελεσματικότητας ως μια ενεργειακή εναλλακτική …δεν συνίσταται στο σταμάτημα της αναζήτησης για το πώς μπορούμε να εξοικονομήσουμε ενέργεια, αλλά στο να δημιουργήσουμε χώρο για την ανάλυση της δυναμικής της καπιταλιστικής συσσώρευσης, όχι στη καταστολή της επινοητικότητας για εξεύρεση τρόπων να κάνουμε περισσότερα με λιγότερη ενέργεια, αλλά στο άνοιγμα ευκαιριών για τους καινοτόμους και το κοινό να συζητήσουν ανοιχτά τι κοινωνία θέλουν μάλλον παρά σε μια κατεύθυνση που επικεντρώνεται μόνο στα μέσα επίτευξης μεγέθυνσης» (Lohmann and Hildyard 2013: 44).

Η τεχνολογία όμως, και η ενεργειακή τεχνολογία πιο συγκεκριμένα, αποκτά στις σημερινές καπιταλιστικές συνθήκες ένα ταξικά καθοριζόμενο περιεχόμενο και, ως αποτέλεσμα, κατά κανόνα συνεπάγεται καταστροφικές επιπτώσεις τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τη φύση. Γι’ αυτό απαιτείται μια ριζική αλλαγή, τόσο του περιεχομένου όσο και του προσανατολισμού της τεχνολογίας, που δεν μπορεί να προκύψει παρά μόνο με ριζικές κοινωνικές αλλαγές.

Η επιδείνωση των οικολογικών συνθηκών, η ραγδαία αλλαγή των κλιματικών συνθηκών, και η ανάπτυξη αξιόλογων οικολογικών κινημάτων κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν οδηγήσει αρκετές κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμούς, αλλά και ιδιωτικούς φορείς στη λήψη ορισμένων μέτρων και σε κάποιες μεταρρυθμίσεις πολιτικών. Οι αλλαγές όμως αυτές περιορίζονται σε ορισμένες οικολογικές μεταρρυθμίσεις και στην αναζήτηση τεχνολογικών καινοτομιών εξοικονόμησης ενέργειας ή ανάπτυξης κάποιων ήπιων και ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών (αιολική και ηλιακή ενέργεια, γεωθερμία, κ.λπ.).

Βρισκόμαστε, προφανώς, μπροστά σε μια σημαντική στροφή από τις εξαντλήσιμες (ορυκτά καύσιμα) στις ανανεώσιμες (και πάλι) ενεργειακές πηγές, μολονότι σε μια, αυτή τη φορά, πολύ πιο αναβαθμισμένη τεχνολογική βάση. Αν και η στροφή αυτή και οι σχετικές μεταρρυθμίσεις αναμφίβολα προσφέρουν κάποιες ανάσες στην αντιμετώπιση των πιεστικών οικολογικών προβλημάτων, είναι σαφέστατα ανεπαρκείς για την θεμελιακή αντιμετώπιση του ζητήματος, και μάλλον υποκριτικές ή ατελέσφορες οι προσπάθειες αποσύνδεσης της οικονομικής μεγέθυνσης από τις αρνητικές της οικολογικές επιπτώσεις (βλ. Næss and Høyer 2009).

Στην κατηγορία αυτών των προσπαθειών εντάσσεται και η πρόσφατη πρόταση στις ΗΠΑ για ένα πράσινο New Deal (βλ. Smith 2019).

Ενώ, όπως τονίζεται από αρκετούς ειδικούς, μια αποφασιστική στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές είναι επιτακτικά και επειγόντως αναγκαία, αλλά και τεχνολογικά εφικτή, προϋποθέτει σοβαρές επενδύσεις και ισχυρή πολιτική βούληση (βλ. Schwartzman and Schwartzman 2013, McKibben 2019). Τα στοιχεία αυτά όμως δεν φαίνεται να διασφαλίζονται σε ικανό βαθμό, ενώ τα εμπόδια που δημιουργούνται από διάφορα (οικονομικά, τεχνολογικά και θεσμικά) «κλειδώματα» (lock-in) και τα ισχυρά συμφέρονται που είναι επενδυμένα στον ενεργειακό τομέα και τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων είναι τεράστια (βλ. Unruh 2000).

Παρά τα σοβαρότατα αυτά εμπόδια, η όξυνση των οικολογικών προβλημάτων θα μπορούσε να ωθήσει το κεφάλαιο σε μια ουσιαστική στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές, και θα μπορούσαν να διασφαλιστούν οι συνθήκες για μια κερδοφόρα επένδυση και συσσώρευση του κεφαλαίου με βάση τις νέες αυτές ενεργειακές πηγές.

Οι ανανεώσιμες όμως πηγές ενέργειας, αν και επιτακτικά αναγκαίες, δεν θα πρέπει να απολυτοποιούνται διότι δεν είναι, όπως συνήθως θεωρείται, εντελώς αθώες οικολογικά. Αλλά κυρίως διότι, χωρίς ένα παράλληλο μετασχηματισμό των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων, δεν μπορεί ουσιαστικά να διασφαλιστεί, ούτε η δραστική μείωση των οικολογικών επιπτώσεων, ούτε η απουσία ακραίων κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων, ούτε το ενδεχόμενο αυθαίρετων κοινωνικών δομών ή αντιδημοκρατικών εκβιασμών (βλ. επίσης Karp 2019).

Μέσα στις σημερινές συνθήκες, όπως εύστοχα επισημαίνεται, «η προσωρινή ‘λύση’ της κρίσης και η ανανέωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης θα εξαρτιόταν βασικά από την ιδιοποίηση και τον εγκλεισμό νέων στοιχείων της φύσης, και τον εκτοπισμό ή την απαλλοτρίωση οριακών οικονομικά και πολιτικά πληθυσμών, ιδιαίτερα στον παγκόσμιο Νότο» (McCarthy 2015: 13).

Όπως επίσης υποστηρίζεται, «ένα δημοκρατικό, πράσινο, παγκόσμιο καθεστώς ενέργειας μεγάλης κλίμακας αποτελεί λίγο ως πολύ μια αντίφαση όρων, ενώ δημοκρατικά, πράσινα καθεστώτα ενέργειας μικρής κλίμακας είναι απολύτως εφικτά» (Lohmann and Hildyard 2014: 102).

Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, βέβαια, προσφέρουν γενικά αρκετά πλεονεκτήματα διότι, όχι μόνο διασφαλίζουν μια μεγαλύτερη προστασία του οικοσυστήματος, αλλά και επειδή δεν συνεπάγονται μια επιδίωξη αποκλειστικής κατοχύρωσης ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και ενίσχυση των σχετικών κοινωνικών και διεθνών συγκρούσεων (όπως οι εξαντλήσιμοι πόροι), ενώ σε μικρές κλίμακες μπορούν επίσης να περιορίζουν τις ανισότητες και να διασφαλίζουν ένα δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο.

Ωστόσο, «Ο αναπροσανατολισμός του παγκόσμιου ενεργειακού συστήματος προϋποθέτει την αναστροφή μιας εξαιρετικά ισχυρής δυναμικής που ανέκυψε από τα πρωταρχικά βήματα της βιομηχανικής επανάστασης. Η πρόκληση αυτή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε όλες τις οικονομικές, οικολογικές, τεχνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, και κοινωνικές διαστάσεις της.

[Η αλλαγή] δεν θα πραγματοποιηθεί παρά μόνο αν γίνει μια θεμελιακή αναμόρφωση του τρόπου παραγωγής και διανομής του πλούτου στον πλανήτη μας» (όπως παρατίθεται στο: Lohmann and Hildyard 2014: 102). Πράγματι, αν εξετάσει κανείς σοβαρά τα νέα επιστημονικά και τεχνολογικά δεδομένα, τις αναπτυξιακές τάσεις του καπιταλισμού, και διάφορα σενάρια για τις ενδεχόμενες εξελίξεις των κλιματικών συνθηκών, μπορεί εύλογα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το διακύβευμα σήμερα είναι: σοσιαλισμός ή οικολογικό ολοκαύτωμα και διακινδύνευση της ζωής πάνω στον πλανήτη; (βλ. και Li 2008, Liodakis 2013).

Αλλά εδώ είναι σκόπιμο να εστιάσουμε πιο συγκεκριμένα σε ορισμένα επίκαιρα ζητήματα που αφορούν τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα της χώρας μας.

Ζητήματα του ενεργειακού τομέα στην Ελλάδα και ο καθορισμός των ΑΟΖ

Στόχος αυτής της ενότητας δεν είναι μια λεπτομερής διερεύνηση της δομής και των εξελίξεων του ενεργειακού τομέα της χώρας. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η δομή του τομέα αυτού έχει παραδοσιακά καθοριστεί από τη συμμετοχή των στερεών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω και της διαθεσιμότητας εκτεταμένων κοιτασμάτων λιγνίτη καλής ποιότητας. Δευτερευόντως συνέβαλαν στην ενεργειακή παραγωγή άλλα ορυκτά καύσιμα (κυρίως πετρέλαιο) και ένας αριθμός υδροηλεκτρικών σταθμών.

Οι εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα κατά τις τελευταίες δεκαετίες καθορίστηκαν από μια σειρά παράγοντες, όπως οι δεσμεύσεις της χώρας που προκύπτουν από την ένταξή της στην ΕΕ και διάφορες διεθνείς συμφωνίες, η γενικότερη διεθνής στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές εξαιτίας της εντεινόμενης κλιματικής αλλαγής, η προικοδότηση της χώρας με ορισμένες ενεργειακές πηγές, και η κυριαρχία των αγορών και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Οι πολιτικές και τα μέτρα που υιοθετήθηκαν για τον τομέα αυτό, ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, επιβλήθηκαν μέσα σε ένα καθεστώς βαθειάς και παρατεταμένης κρίσης, μιας εντεινόμενης υπερχρέωσης της χώρας, ένα καθεστώς που εύστοχα έχει χαρακτηριστεί ως «αποικία χρέους», και μέσα σ’ ένα πλαίσιο σκληρών νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και μνημονιακών δεσμεύσεων που επιβλήθηκαν από την τρόικα.

Οι πολιτικές αυτές συνιστούν μια προσπάθεια οικολογικού εκσυγχρονισμού, που περιλαμβάνει μια άτολμη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), μια προσπάθεια βελτίωσης της ενεργειακής αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας, όχι μόνο του κλάδου της ενέργειας αλλά και της εθνικής παραγωγής γενικότερα, την εξοικονόμηση ενέργειας σε διάφορους τομείς όπως η κατασκευή κτιρίων κ.λπ., την προώθηση του φυσικού αερίου και τη σταδιακή απανθρακοποίηση του ενεργειακού τομέα, την ανάκτηση οργανικών αποβλήτων και παραγωγή βιοαερίου, και τη διασύνδεση νησιωτικών ηλεκτρικών συστημάτων (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος 2011: Κεφ.ΧΙ, Υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας 2018).

Το πρόβλημα όμως με αυτές τις πολιτικές είναι ότι, μεταξύ άλλων, στηρίζονται σε ένα χαώδες και αναποτελεσματικό ρυθμιστικό πλαίσιο δημοσιονομικών μέτρων και αγοραίων κινήτρων, χωρίς να θίγουν ουσιαστικά τις βαθύτερες αιτίες του ενεργειακού και οικολογικού προβλήματος. Χωρίς να αλλάζουν ουσιωδώς την υπάρχουσα κατάσταση, αναπαράγουν την καπιταλιστική νεοτερικότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού στην χειρότερη εκδοχή της.

Παρά ταύτα, η συμμόρφωση με διάφορες διεθνείς συμφωνίες και δεσμεύσεις, η τρέχουσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία, και οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν συνέβαλαν σε μια σημαντική ανασυγκρότηση του ενεργειακού τομέα. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες ενδείξεις, το μερίδιο των στερεών καυσίμων στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας μειώθηκε από 50% το 2006 σε 28% το 2016, ενώ το μερίδιο του φυσικού αερίου αυξήθηκε το ίδιο διάστημα από 16% σε 23%.

Η χρήση πετρελαϊκών προϊόντων μειώθηκε επίσης κατά 32%, ενώ η συνεισφορά των ΑΠΕ στην κατανάλωση ενέργειας παρουσίασε σημαντική αύξηση για να διαμορφωθεί το 2016 στο 15.2% (Υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας 2018). Υπάρχει βέβαια ακόμα μια απόκλιση από τους στόχους που είχαν τεθεί σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο για τη συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη ενεργειακή κατανάλωση. Ο στόχος για το 2020 είναι για την ΕΕ-28 το 20%, ενώ για την Ελλάδα το 18%. Ωστόσο, το μερίδιο αυτό των ΑΠΕ το 2017 ήταν για την ΕΕ-28 στο 17.5% και για την Ελλάδα στο 16.3% (βλ. Eurostat).

Λόγω της ανασυγκρότησης αυτής του ενεργειακού τομέα, αλλά κυρίως λόγω της βαθειάς και παρατεταμένης κρίσης μετά το 2007-08 (και της μειωμένης παραγωγικής δραστηριότητας), μειώθηκαν επίσης οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (GHGs). Με βάση το 1990 (=100), ο δείκτης αυτών των εκπομπών ήταν το 2016, για την ΕΕ-28 στο επίπεδο 77.6 και για την Ελλάδα στο 89.7 (Eurostat). Αλλά, προφανώς, η ανασυγκρότηση αυτή του ενεργειακού τομέα και η σχετική μείωση των εκπομπών (GHGs) απέχουν πολύ από το να συνιστούν μια επαρκή αλλαγή για την αντιμετώπιση του οικολογικού ζητήματος και της ραγδαίας κλιματικής αλλαγής.

Όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, ακολουθούν πειθήνια τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις υποδείξεις του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, προχωρούν σε ένα κατακερματισμό και ιδιωτικοποίηση της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, προβαίνουν σε αποικιοκρατικού τύπου μακροχρόνιες παραχωρήσεις σε διάφορες πολυεθνικές της έρευνας για τον εντοπισμό και την αξιοποίηση υδρογονανθράκων (πετρελαίου και φυσικού αερίου) στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης, δολιχοδρομούν στο ζήτημα του προσδιορισμού των θαλάσσιων ορίων και των ΑΟΖ, δημιουργούν ένα πλαίσιο ασυδοσίας στην ανάπτυξη βιομηχανικής κλίμακας ΑΠΕ (αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα), εξαγγέλλουν φαραωνικά έργα ηλεκτρικής διασύνδεσης νησιών (όπως η Κρήτη), διαγκωνίζονται με γειτονικές χώρες για την προσέλκυση της διέλευσης μεγάλων αγωγών φυσικού αερίου από την εθνική επικράτεια, και συχνά κομπάζουν ότι μετατρέπουν τη χώρα σε παγκόσμιο ενεργειακό κόμβο.

Στην πραγματικότητα βέβαια, εκθέτουν σε διάφορους κινδύνους και χαλκεύουν μυριάδες αλυσίδες σε βάρος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, και σε βάρος του περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, επιστρατεύονται διάφοροι «ειδικοί» του πετρελαίου, «στρατηγικοί αναλυτές», και εξωνημένα ΜΜΕ για να πείσουν την κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα των ολέθριων αυτών πολιτικών, και για ένα υποτίθεται λαμπρό μέλλον με μια αξιοποίηση των υδρογονανθράκων που θα διασφαλίζει την εισροή δισεκατομμυρίων στα δημόσια ταμεία, την αποπληρωμή του εξωτερικού χρέους, πολυάριθμες θέσεις απασχόλησης, και την προστασία του περιβάλλοντος!

Αλλά, το φάσμα της Νιγηρίας πλανάται στο μυαλό των σκεπτόμενων ανθρώπων ως το πιο πιθανό ενδεχόμενο (βλ. και Hammond 2011).

Εδώ θα εστιάσουμε την προσοχή μας σε δύο ζητήματα μείζονος σημασίας για τον ενεργειακό τομέα της χώρας. Το πρώτο αφορά το εγχείρημα εξόρυξης και αξιοποίησης υδρογονανθράκων που ευθέως υποβαθμίζει την αναγκαία μετάβαση σε μια οικονομία στηριζόμενη σε ανανεώσιμες πηγές, και το δεύτερο αφορά την καλωδιακή διασύνδεση μεγάλων νησιωτικών συμπλεγμάτων, όπως η Κρήτη, με τα δίκτυα της ηπειρωτικής χώρας και τα διεθνή.

Η εξελισσόμενη κατά τα τελευταία χρόνια με αποικιοκρατικούς όρους καπιταλιστική εκστρατεία για την εξόρυξη και αξιοποίηση υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ελλάδα δεν δημιουργεί μόνο κινδύνους για την ειρήνη στην περιοχή, αλλά θα έχει πιθανότητα ολέθριες συνέπειες για το περιβάλλον, ενώ θα συνεπάγεται πιθανότατα τεράστια οφέλη για κάποιους λίγους και πολύ δυστυχία για τους πολλούς. Και αυτό, τη στιγμή που η Ελλάδα θα έπρεπε να πρωτοστατεί στη διαδικασία μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές, δεδομένου ότι η χώρα διαθέτει σπάνιες οικολογικές συνθήκες, περικλείει εξαιρετικά σημαντικές αρχαιότητες, και έχει ζωτικά συμφέροντα στον τουρισμό, η υπερβολική και στρεβλή ανάπτυξη του οποίου θα πρέπει βέβαια να αλλάξει ριζικά.

Σχετικά τώρα με την καλωδιακή διασύνδεση νησιών όπως η Κρήτη, ακούγονται συχνά διάφορα προπαγανδιστικά επιχειρήματα: ότι τάχα ένα τέτοιο έργο σπάει την απομόνωση και την αβεβαιότητα της ηλεκτροδότησης, ενώ ανοίγει τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης.

Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο το τεράστιο κόστος του έργου, αλλά και οι οικολογικές επιπτώσεις από το έργο και την καταπάτηση της βασικής οικολογικής αρχής της «επικουρικότητας» (έμφαση σε τοπικές ή περιφερειακές πηγές), καθώς και οι κίνδυνοι διακοπών ηλεκτροδότησης και οι ενδεχόμενοι κοινωνικοπολιτικοί εκβιασμοί του πληθυσμού. Όπως όμως καταδεικνύουν αρκετές προσπάθειες ανάπτυξης αυτόνομων ηλεκτρικών συστημάτων, στην Ελλάδα (π.χ. Συνεταιρισμός Σίφνου) και διεθνώς, ένα νησί όπως η Κρήτη μπορεί κάλλιστα να διαθέτει μια ποικιλία ενεργειακών πηγών και να διασφαλίζει την ευστάθεια του ηλεκτρικού δικτύου, ιδιαίτερα μάλιστα αν ελεγχθεί η ανισομερής και οικολογικά επιζήμια ανάπτυξη του «υπερ-τουρισμού».

Αλλά, όπως είναι γνωστό, η διασύνδεση της Κρήτης με την ηπειρωτική χώρα είναι μέρος ενός ευρύτερου έργου που στοχεύει στην (ηλεκτρική) διασύνδεση του Ισραήλ με Κύπρο, Κρήτη, Ελλάδα και Ευρώπη (βλ. www.euroasia-interconnector.com). Δημιουργώντας ένα τέτοιο “electricity highway”, εκείνο που προφανώς επιδιώκουν οι ιθύνοντες του συστήματος είναι η συνεχής και απρόσκοπτη κυκλοφορία και μεγέθυνση του κεφαλαίου διεθνώς, με ενεργειακές υποδομές μεγάλης βιομηχανικής κλίμακας, και με αποικιακούς όρους άνισης ανταλλαγής.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, η παραδοσιακή Αριστερά στη χώρα μας τείνει δυστυχώς να ταυτίζεται ή αδυνατεί να διαφοροποιηθεί επαρκώς από την κυρίαρχη «εθνική στρατηγική» της αστικής τάξης. Αποτελεί, όμως, μια καταρχάς θετική παρέμβαση ένα σχετικά πρόσφατα δημοσιευμένο (26/3/19) κείμενο ομάδας εργασίας του ΝΑΡ, με θέμα «Χωρικά Ύδατα, Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ: Η στάση της κομμουνιστικής αριστεράς» (www.padiera.gr).

Αν και το κείμενο αποτελεί μια κατά βάση νομοτεχνική επεξεργασία του ζητήματος, που δεν ξεφεύγει εντελώς από τους κυρίαρχους προβληματισμούς, θέτει ωστόσο μια σειρά χρήσιμων στοιχείων, όπως οι «θαλάσσιες περιφράξεις», η διαδικασία «πρωταρχικής συσσώρευσης», η απόσπαση γαιοπροσόδων, και οι ταξικές διαστάσεις του ζητήματος. Επιχειρεί επίσης μια συνοπτική προσέγγιση της πολιτικής οικονομίας του ενεργειακού τομέα, θέτοντας ταυτόχρονα, έστω και ακροθιγώς, τον σχετικό ρόλο της τεχνολογίας.

Παρά τα θετικά αυτά στοιχεία, αδυνατεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής σχετικής στρατηγικής για την Αριστερά.

Η στρατηγική της Αριστεράς, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να στηρίζεται σε μια θεμελιακή και ολοκληρωμένη κριτική του καπιταλισμού, και σε μια οικολογικά θεμελιωμένη προσέγγιση Πολιτικής Οικονομίας. Δεν αρκεί μια αποσπασματική θεώρηση του ρόλου της τεχνολογίας, μια εξωτερική προσθετική μιας οικολογικής διάστασης ή μια πινελιά οικολογικής ευαισθησίας.

Όπως έχει γίνει σαφές από τα προηγούμενα, μια θεμελιακή και ολοκληρωμένη κριτική του καπιταλισμού, αλλά και η προσπάθεια για την επαναστατική ανατροπή και υπέρβαση του, πρέπει να ξεκινά από μια σαφή αναγνώριση του εκμεταλλευτικού και ανταγωνιστικού/ επεκτατικού χαρακτήρα του κεφαλαίου, της αναγκαίας σύνδεσης της δυνητικά απεριόριστης μεγέθυνσής του με τις εκρηκτικά αυξανόμενες ενεργειακές ανάγκες, του ρόλου που έχουν ιστορικά διαδραματίσει τα ορυκτά καύσιμα στην εντυπωσιακή πορεία μεγέθυνσης του κεφαλαίου κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, αλλά και των δραματικών οικολογικών τους επιπτώσεων.

Είναι επίσης αναγκαίο να παρθεί σοβαρά υπόψη ότι η τεχνολογία γενικά, και η ενεργειακή τεχνολογία ειδικότερα, δεν ήταν ποτέ ουδέτερη, αλλά μάλλον ένα μέσο για την τιθάσευση και εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και της φύσης (βλ. Malm 2016). Η ανάλυση που προηγήθηκε συνιστά μια επιτακτικά αναγκαία προσπάθεια συμβολής σε ένα διάλογο για τη διαμόρφωση μιας τέτοιας στρατηγικής, που να παίρνει υπόψη τα σημερινά δεδομένα και να στοχεύει στην ικανοποίηση των αναγκών της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα της προστασία του οικοσυστήματος. Με βάση αυτή την ανάλυση θα επιχειρήσουμε εδώ μια σκιαγράφηση αυτής της στρατηγικής.

Για μια στρατηγική ριζικών αλλαγών στις πηγές ενέργειας και τον τρόπο ανάπτυξης

Η στρατηγική της (κοινωνικής) Αριστεράς είναι έτσι κι αλλιώς διεθνιστική και ταξική, αλλά εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ουσιαστική αντιμετώπιση ενός τέτοιας κλίμακας και κρισιμότητας ζητήματος, όπως η οικολογική κρίση και το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής, απαιτεί τη διεθνή συνεργασία, ακόμα και με χώρες όπως η Τουρκία. Αυτό βέβαια, χωρίς καμιά υποταγή σε μεγάλους ή μικρούς ιμπεριαλισμούς.

Σχετικά τώρα με τις ενεργειακές πηγές, και όπως έχει επισημανθεί στα προηγούμενα, η αξιοποίηση εξαντλήσιμων φυσικών πόρων και ορυκτών καυσίμων δημιουργεί κίνητρα και ωθεί προς ένα εκτατικό εδαφικό έλεγχο και ιδιωτικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα, περιφράξεις, ΑΟΖ, κ.λπ., ενώ συνεπάγεται πιθανότατα μια σημαντική οικολογική υποβάθμιση (κλιματική αλλαγή, κ.λπ.) και εντεινόμενες διεθνείς και κοινωνικές συγκρούσεις.

Αντίθετα, οι ανανεώσιμοι πόροι και οι τεχνολογίες διαμοιρασμού μπορεί να οδηγούν σε μια χαλάρωση του κινήτρου για ιδιωτική (ατομική) ιδιοκτησία και να ενθαρρύνουν δυνητικά την ανάπτυξη συλλογικών μορφών ιδιοκτησίας και κοινής παραγωγικής δράσης, ενώ πιθανότατα συνεπάγονται μια μείωση της οικολογικής υποβάθμισης και μια χαλάρωση των διεθνών και κοινωνικών συγκρούσεων.

Από τις παρατηρήσεις αυτές μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι στόχοι της ειρήνης, της οικολογικής προστασίας, και της μείωσης ή εξάλειψης των εκμεταλλευτικών σχέσεων ή των διεθνών και κοινωνικών εντάσεων εξυπηρετούνται καλύτερα και ταυτόχρονα στη δεύτερη περίπτωση (πρότυπο ανάπτυξης). Φαίνεται, επομένως, ότι η στρατηγική της Αριστεράς θα πρέπει να προσανατολίζεται στον δραστικό περιορισμό της αναζήτησης και χρήσης ορυκτών καυσίμων, και σε μια δραστήρια προώθηση ανανεώσιμων πηγών (ο ήλιος απλόχερα παρέχει άφθονη ενέργεια!) και μια αγωνιστική διεκδίκηση ενός ριζικά διαφορετικού τεχνολογικού προτύπου.

Και είναι προφανές ότι, από τη σκοπιά μιας Αριστερής στρατηγικής, θα πρέπει, όπου είναι δυνατόν, να ακυρωθούν οι διαδικασίες εξόρυξης υδρογονανθράκων και τα κοινωνικά και οικολογικά επιζήμια έργα που έχουν δρομολογηθεί, μαζί με τους αποικιακούς όρους που τα συνοδεύουν. Θα πρέπει επίσης να επιδιωχθεί γενικότερα η υπέρβαση του εξορυκτικού προτύπου ανάπτυξης που τείνει σήμερα να διαμορφωθεί.

Σε μια μεταβατική περίοδο βέβαια μπορεί να γίνει μια περιορισμένη χρήση του λιγνίτη ή υδρογονανθράκων (φυσικό αέριο ή πετρέλαιο), αλλά το κατεπείγον του οικολογικού και κλιματικού προβλήματος επιβάλλει μια ταχεία μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές, με δραστικές θεσμικές αλλαγές και γενναίες επενδύσεις στον τομέα αυτό. Όπως επισημάνθηκε όμως, οι ΑΠΕ δεν μπορούν να αποτελούν πανάκεια. Έχει ιδιαίτερη σημασία να μελετηθούν, και είναι ζήτημα ταξικών και πολιτικών συσχετισμών, οι συγκεκριμένοι κοινωνικοί όροι μετάβασης και οργάνωσης μιας οικονομίας στηριζόμενης κατά κύριο λόγο σε ανανεώσιμες πηγές.

Μια τέτοια μετάβαση θα μπορούσε να ενισχύσει την κυριαρχία του κεφαλαίου, σε βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας και της φύσης, αλλά θα μπορούσε και αντίθετα να αποκτήσει έναν απελευθερωτικό χαρακτήρα, τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τη φύση. Είναι σημαντικό εδώ να σημειωθεί ότι, μια τέτοια μετάβαση στηριζόμενη σε ιδιωτικές επενδύσεις και ένα πλαίσιο ασυδοσίας, δεν θα έχει μόνο δυσμενείς επιπτώσεις, αλλά θα συναντήσει και σοβαρές κοινωνικές αντιστάσεις.

Αντίθετα, ο κοινωνικός ιδιοκτησιακός έλεγχος των σχετικών υποδομών (σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο) μπορεί να διασφαλίζει μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή και καλύτερα κοινωνικά και οικολογικά αποτελέσματα.

Παραδείγματα των δύο αυτών προτύπων μετάβασης αποτελούν οι ΗΠΑ και η Γερμανία αντίστοιχα (βλ. Lohmann and Hildyard 2013: 50, McKibben 2019). Στη δεύτερη και προτιμητέα περίπτωση, με διαφορετικούς βέβαια όρους, είναι επίσης σημαντικό η μετάβαση αυτή να γίνεται με τρόπο σχεδιασμένο και κοινωνικά ελεγχόμενο, με μια επιλεγμένη χωροθέτηση των αναγκαίων αιολικών ή φωτοβολταϊκών σταθμών, ώστε να έχουμε τις ελάχιστες δυνατές οικολογικές και αισθητικές επιπτώσεις.

Σε ό τι αφορά τη διαμάχη για τις οριοθετήσεις των θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ, κ.λπ.), έχουμε ήδη σημειώσει ότι μια αποφασιστική στροφή προς ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές θα έτεινε να χαλαρώσει την ένταση (και σκοπιμότητα) των εδαφικών διεκδικήσεων και τις διεθνείς αντιθέσεις. Πέραν τούτου, όμως, για την Αριστερά ο στόχος θα πρέπει να είναι η ανασυγκρότηση και ισχυροποίηση των διεθνών θεσμών (Οργανισμών), ώστε οι αρμόδιοι διεθνείς φορείς να έχουν την ευθύνη εκτελεστών αποφάσεων σχετικά με τον προσδιορισμό θαλάσσιων ζωνών και την ειρηνική επίλυση διεθνών διαφορών.

Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, η αντιμετώπιση της εντεινόμενης κοινωνικο- οικολογικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής απαιτεί μια ριζική αλλαγή του αναπτυξιακού και ενεργειακού προτύπου. Αλλά επειδή, προφανώς, είναι «πολλά τα λεφτά» και τα συμφέροντα μεγάλα … δεν απαιτείται τίποτα λιγότερο από μια επαναστατική ανατροπή και ανασυγκρότηση της κοινωνίας σε μια σοσιαλιστική/κομμουνιστική κατεύθυνση. Μόνο με μια τέτοια συνολική ανασυγκρότηση της κοινωνίας μπορεί να διαμορφωθεί ένας τέτοιος μεταβολισμός ανθρώπου φύσης, που να διασφαλίζει την κοινωνική δικαιοσύνη και οικολογική ασφάλεια, με ένα τρόπο που ταιριάζει στον άνθρωπο ως τέτοιο. Προς τούτο, ο ταξικός αγώνας της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας μπορεί και πρέπει να καθοδηγείται, τουλάχιστον σε ό τι αφορά τον ενεργειακό τομέα, από μια στρατηγική όπως αυτή που σκιαγραφήθηκε παραπάνω.

Για να συσπειρωθούν, βέβαια, και να κινητοποιηθούν οι αναγκαίες κοινωνικές δυνάμεις γύρω από μια τέτοια αποτελεσματική και επιτακτικά αναγκαία στρατηγική, θα πρέπει η Αριστερά (στην Ελλάδα και αλλού) να αναλάβει τις ευθύνες της και να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Βιβλιογραφία

  • Burkett, P. (1999) Marx and Nature: A Red and Green Perspective, London: Macmillan.
  • Foster, J.B. (2000) ‘Capitalism’s Environmental Crisis – Is Technology the Answer?’ Monthly Review, 52(7): 1-13.
  • Gago, V. and S. Mezzadra (2017) ‘A Critique of the Extractive Operations of Capital: Toward an Expanded Concept of Extractivism’ Rethinking Marxism, 29(4): 574-591.
  • Hammond, J.L. (2011) ‘The Resource Curse and Oil Revenues in Angola and Venezuela’ Science & Society, 75(3): 348-378.
  • Karp, A. (2019) ‘Limits and Liberation: The Next Steps of the Climate Movement’ (https://freedomsurvival.org/limits-and-liberation-climate-movement-next-steps/).
    Li, M. (2008) ‘Climate Change, Limits to Growth, and the Imperative for Socialism’ Monthly Review, 60(3): 51–67.
  • Liodakis, G. (2013) ‘Considering (Economic and Ecological) Crisis from a Communist Perspective’ Perspectives on Global Development and Technology, 12(1-2): 194-218.
  • Liodakis, G. (2018) ‘Capital, Economic Growth, and Socio-ecological Crisis: A Critique of De- Growth’ International Critical Thought, 8(1): 46-65.
  • Lohmann, L. and N. Hildyard (2013) Energy Alternatives: Surveying the Territory, The Corner House.
    ———————— (2014) Energy, Work and Finance, The Corner House. (www.thecornerhouse.org.uk/resource/energy-work-and-finance)
  • Malm, A. (2016) Fossil Capital: The Rise of Steam Power and the Roots of Global Warming, London: Verso.
  • Marx, K. (1967) Capital 1-3, New York: International Publishers.
  • ——— (1973) Grundrisse, New York: Vintage Books.
  • McCarthy, J. (2015) ‘A socioecological fix to capitalist crisis and climate change? The possibilities and limits of renewable energy’ Environment and Planning A, 47(12): 2485- 2502.
  • McKibben, B. (2019) ‘Climate Movement: What’s Next?’ Great Transition Initiative (https://greattransition.org/publication/climate-mouvement…).
  • Mitchel, T. (2011) Carbon Democracy: Political Power in the Age of Oil, London: Verso.
  • Murphy, D. (2014) ‘The Implications of the declining energy return on investment of oil production’ Philosophical Transactions of the Royal Society, A, 372: 20130126.
  • Næss, P. and G. Høyer (2009) ‘The Emperor’s Green Clothes: Growth, Decoupling, and Capitalism’ Capitalism, Nature, Socialism, 20(3): 74–95.
  • Pirani, S. (2018) Burning Up: A Global History of Fossil Fuel Consumption, London: Pluto Press. Schwartzman, D. and P. Schwartzman (2013) ‘A Rapid Solar Transition is not only Possible, It is
    Imperative!’ Technology, Innovation and Development, 5(4): 297-302.
  • Smith, R., 2010. “Beyond growth or beyond capitalism?” Real-world economics review, no.53.
  • ———- (2019) ‘An Ecosocialist Path to Limiting Global Temperature Rise to 1.5o C’, Real-world economics review, no.87.
  • Τράπεζα της Ελλάδος (2011) Έκθεση του Διοικητή, Αθήνα.
  • Unruh, G. (2000) ‘Understanding carbon lock-in’ Energy Policy, 28(12): 817–30. Vernier, J. (2007) Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, Αθήνα: Το ΒΗΜΑ γνώση.
  • Υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας (2018) Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, (www.opengov.gr/minenv/wp- content/uploads/downloads/2018/11/NECP_131118_final.pdf).

 

* Ο Γ. Λιοδάκης είναι (συνταξιούχος) καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πολυτεχνείο Κρήτης.

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ