Το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του στρατού των ΗΠΑ είναι τεράστιο, ξεπερνώντας συνολικά αυτό 140 χωρών μαζί. Όπως και οι εμπορικές αλυσίδες, έτσι και ο στρατός εξαρτάται από ένα μεγάλο διεθνές δίκτυο κοντέινερ, φορτηγών και μεταφορικών αεροπλάνων ώστε να μεταφέρει τον απαραίτητο εξοπλισμό για τις επιχειρήσεις του (από βόμβες μέχρι και ανθρωπιστική βοήθεια).
Αλλά πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι ο στρατός των ΗΠΑ είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρυπαντές στην ιστορία, χρησιμοποιώντας περισσότερα υγρά καύσιμα και εκλύοντας περισσότερα αέρια που συμβάλλουν στη κλιματική αλλαγή από τις περισσότερες μεσαίου μεγέθους χώρες του κόσμου.
Αν ο στρατός των ΗΠΑ ήταν κράτος, η χρήση ορυκτών καυσίμων θα την κατέτασσε στον αριθμό 47 των χωρών που εκπέμπουν τα περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου στον κόσμο – ανάμεσα στο Περού και τη Πορτογαλία.
Το 2017, ο στρατός των ΗΠΑ αγόραζε περίπου 269.230 βαρέλια πετρελαίου τη μέρα και εξέπεμπε περισσότερους από 25.000 τόνους διοξειδίου του άνθρακα, καίγοντας τα καύσιμα αυτά. Η Αεροπορία των ΗΠΑ αγόρασε καύσιμα αξίας 4,9 δις δολαρίων, και το Ναυτικό αξίας 2,8 δις δολαρίων. Το αντίστοιχο ποσό για τον Στρατό ανερχόταν στα 947 εκατομμύρια δολάρια και το Σώμα Πεζοναυτών στα 36 εκατομμύρια δολάρια.
Δεν είναι τυχαίο πως το μέγεθος των εκπομπών των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ δεν περιλαμβάνεται στις μελέτες πάνω στη κλιματική αλλαγή. Είναι πολύ δύσκολο να λάβει κανείς επαρκείς πληροφορίες από το Πεντάγωνο και από τα υπόλοιπα υπουργεία των ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ, επέμειναν να εξαιρεθούν από μελέτες σχετικές με τις εκπομπές που περιλαμβάνονταν στο Πρωτόκολλο του Κιότο του 1997. Ωστόσο έχασαν αυτή την δυνατότητα μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Παρισίων για το κλίμα. Αλλά με την απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να αποχωρήσει από τη συμφωνία μέχρι το 2020 ενδέχεται να υπάρξει ξανά η δυνατότητα απόκρυψης στοιχείων.
Η έρευνα του Royal Geographical Society βασίζεται σε στοιχεία που προέρχονται από συνεχή αιτήματα, βάσει του Νόμου για την Ελευθερία της Πληροφόρησης (FOIA), στο υπουργείο ‘Αμυνας των ΗΠΑ.
Ο στρατός των ΗΠΑ έχει καταλάβει εδώ και καιρό πως οι πιθανές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής επηρεάζουν και αυτόν, έχοντας παράλληλα χαρακτηριστεί ως «πολλαπλασιαστής της απειλής» που μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω κινδύνους. Πολλές, αν και όχι όλες, οι στρατιωτικές βάσεις έχουν προετοιμαστεί για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως είναι η αύξηση του επιπέδου της θάλασσας. Στο παρελθόν ο στρατός είχε επενδύσει στην εξεύρεση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως τα βιοκαύσιμα, κάτι το οποίο όμως δεν φαίνεται να βοήθησε στην επίλυση του προβλήματος.
Η πολιτική για το κλίμα του αμερικανικού στρατού παραμένει αντιφατική. Από τη μία υπήρξαν κάποιες «πράσινες» προοπτικές στις επιχειρήσεις τους με την δημιουργία ανανεώσιμων πηγών ηλεκτρισμού στις βάσεις τους, αλλά από την άλλη παραμένει ως θεσμός, ο μεγαλύτερος καταναλωτής υδρογονανθράκων στον κόσμο. Έχει επίσης δεσμευτεί με οπλικά συστήματα που λειτουργούν με την καύση υδρογονανθράκων για τα επόμενα χρόνια, καθώς αυτά εξαρτώνται από αεροσκάφη και πολεμικά πλοία, για τα οποία δεν έχει προβλεφθεί η αντικατάστασή τους.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί σημείο-κλειδί στις πολιτικές καμπάνιες για τις προεδρικές εκλογές του 2020. Αυτό φαίνεται από τις ομιλίες αφενός της υποψήφιας των Δημοκρατικών, Ελίζαμπεθ Γουόρεν καθώς και μελών του Κογκρέσου, όπως η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ, που καλούν σε πρωτοβουλίες για το κλίμα όπως η Νέα Πράσινη Συμφωνία. Οποιαδήποτε συμφωνία και να γίνει, για να φέρει αποτελέσματα, πρέπει να λαμβάνει υπόψη το οικολογικό αποτύπωμα του στρατού.
Η έρευνα του Royal geographical society δείχνει πως για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης χρειάζεται να γίνει τεράστια αλλαγή με κλείσιμο κάποιων τομέων του στρατού. Λίγες ανθρώπινες δραστηριότητες καταστρέφουν τόσο τον πλανήτη όσο η διεξαγωγή ενός πολέμου. Σημαντικές μειώσεις στον προϋπολογισμό του Πενταγώνου καθώς και στην χρηματοδότηση πολεμικών επιχειρήσεων θα μπορούσαν να φέρουν τεράστια μείωση στην ζήτηση καυσίμων από τον μεγαλύτερο χρήστη του κόσμου.