Ξυνόχοντρος
Τέσσερα λίτρα πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα. Το αφήνομε δύο μερόνυχτα εκτός ψυγείου να ξυνίσει. Το βάζομε να βράσει ρίχνοντας μέσα στο γάλα ένα κιλό σπασμένο στάρι και αλάτι. Το ανακατεύομαι να πήξει και να γυρίσει όπως ο χαλβάς.
Τρώγεται ζεστός, κρύος στο ψυγείο μέχρι μια βδομάδα, ή ξερός στον ήλιο.
Για να τον ξεράνομε τον βάζομε πάνω σε σανίδι και τον σκεπάζομε πολύ καλά με τούλι. Κάτω απ’ το τούλι βάζομε δυό πλυμένες πέτρες για να μην ακουμπά το τούλι στον ξυνόχοντρο και να μη μπορεί η μύγα να τον λερώνει με το κεντρί της.
Ξερός ψήνεται με τις μελιτσάνες, με τους χοχλιούς και πατάτες σουπίτσα τον χειμώνα. Είναι πολύ νόστιμος. Εμένα μ’ αρέσει να ‘ναι φρέσκος έως μία εβδομάδα στο ψυγείο.
Χυλοπίτες
(όπως τις έφτιαχνε η μαμά μας)
Πέντε έως επτά αυγά φρέσκα, ημέρας, το κιλό το αλεύρι, δύο κουταλιές στακοβούτυρο και αλάτι. Και όσο γάλα φρέσκο πρόβειο ή κατσικίσιο σηκώσει για ζύμη σκληρή.
Παλιά την άνοιγαν με το ξυλίκι σε φύλλο. Τώρα την ίδια δουλειά με το ξυλίκι κάνει και ο κύλινδρος της μηχανής. Περνάμε την λωρίδα της ζύμης στην μηχανή στο χοντρό ή στο ψιλό για χυλοπίτες. Ή την κόβομε με το χέρι, βάζοντας την παλάμη μας και κόβομε με το μαχαίρι. Όσο πιο λεπτή κοβόταν παλιά (σαν σπιρτόξυλα) τόσο καλύτερη εθεωρείτο. Τις χοντρές χυλοπίτες, σαν και αυτές που αγοράζομε σήμερα απ’ τους παραδοσιακούς συλλόγους και τους συνεταιρισμούς των χωριών τις ψήναμε παλαιότερα νωπές με το γάλα και ζάχαρη. Τις λεπτές τις ξεραίναμε για όλον τον χρόνο και τις ψήναμε με κοτόπουλο, με αρνάκι ή κατσικάκι, σκέτες με ντομάτα, σκέτες με τυρί βρασμένες σε κρεατόζουμο.
Οι χυλοπίτες δεν βράζονται σε πολύ νερό και δεν σουρώνονται. Ψήνονται σε τόσο υγρό (νερό με βούτυρο, κρεατόζουμο, σάλτσα κρεατικών) όσο χρειάζεται για να ψηθούν απορροφώντας το.
Αναρωτιέμαι γιατί οι νοικοκυρές στα χωριά που φτιάχνουν και πουλάνε χυλοπίτες γιατί δεν φτιάχνουν και τις ψιλές. Θα τις θυμούνται! Άλλωστε τώρα με τις μηχανές είναι εύκολο.
Πότε-πότε φτιάχνω. Τρώγονται πάντα ζεστές γιατί μετά λασπώνουν.