Της Πηνελόπης Ντουντουλάκη
Κάτω από τη μεγάλη κουκουνάρα, λίγα βότσαλα τοποθετημένα σε ορθογώνιο σχήμα, ορίζουν ένα μικρό χώρο. Εκεί, μέσα στην άμμο από όπου βλαστάνουν τα κρινάκια του βασιλιά Μίνωα, αναπαύεται η Ντέγια, η μέχρι χτες αχώριστη συντροφιά της Ευγενίας.
Πόσες εικόνες, πόσες μνήμες, πόσα συναισθήματα μπορεί να χωρέσουν σε μια σπιθαμή γης? Και όμως…
Η Ντέγια, ένα σκυλί κάποτε αφημένο στο δρόμο, ήταν ένα πλάσμα γεμάτο ευγένεια και καλοσύνη. Δεν ήταν “αγοραστό” σκυλί. Ήταν ένα ζωντανό ακαθόριστης ηλικίας, αδύνατο και ταλαιπωρημένο, που χρειάστηκε ένα εικοσιτετράωρο ύπνου για να συνέλθει και να αρχίσει να προσανατολίζεται στο νέο της σπιτικό. Η Ηλικία της ακαθόριστη. “Γύρω στα τριάμισι ” ήταν η πρώτη εκτίμηση, “Μπορεί και ενάμισι” ήταν η δεύτερη, ενώ η εκτίμηση εκείνης που ανέλαβε τη φροντίδα της ήταν “Περίπου πέντε χρονών”. Η ράτσα? “Ποιος νοιάζεται για αυτά?” ήταν η μόνιμη επωδός των μελών της νέας οικογένειάς της. “Θιβετιανό σπάνιελ” είπε κάποιος ειδήμων που έτυχε να τη δει.
Κάποιος ζωγράφος παρακινήθηκε από την εκφραστικότητα του προσώπου της και την απαθανάτισε στο χαρτί. Αυτή ήταν η Ντέγια, το μικρόσωμο σκυλάκι που κούρνιασε στη φωλιά της οδού Βιτσέντζου Κορνάρου. Γύρω και απέναντι υπήρχαν και άλλα σκυλιά που έβγαιναν στα μπαλκόνια των διαμερισμάτων, αντάλασσαν
Στον περίπατό της, αλλά και σε όλη τη διαδρομή της ζωής της, δεν έδειξε εχθρικά αισθήματα ή αντιπαλότητα προς άλλα ζώα ή ανθρώπους. Κάποτε, όμως, είδε έναν αμαξά να χτυπά με το μαστίγιο κάποια αδέσποτα σκυλιά που βρέθηκαν στην όχθη του δρόμου, στην πλατεία τηςΔημοτικής Αγοράς,από όπου εκείνος διάβαινε με την άμαξά του. Τότε η Ντέγια, μαζί με τα άλλα σκυλιά, γαύγιζαν εξαγριωμένα επί πολλή ώρα.Έκτοτε, οποτεδήποτε έβλεπε τη συγκεκριμένη άμαξα να περνά, εκείνη γαύγιζε με την ίδια ένταση.
Δεν έκανε λάθος. Ήταν απόλυτα δίκαιη. Είναι περίπου βέβαιο ότι αυτό θα ενεργοποίησε τη σκέψη του αμαξά, ίσως μάλιστα και να τον βοήθησε να κατανοήσει κάποια πράγματα που πριν δεν τον είχαν προβληματίσει.
Η Ντέγια δεν απέφευγε να συναναστραφεί αδέσποτα σκυλιά, που τις περισσότερες φορές έδειχναν φιλική διάθεση μαζί της. Το γεγονός ότι η ίδια είχε γνωρίσει την αδυσώπητη περιπλάνηση, πιθανότατα την έφερνε πιο κοντά σε ζώα της αγέλης και της νομαδικής ζωής. Δεν έδειξε να φοβάται μεγαλόθωρα ή αγριωπά ζώα, αντίθετα κέρδιζε την εμπιστοσύνη ή την ανοχή τους, ώστε να της επιτρέπουν να συμπερπατήσει και να τρέξει μαζί τους για λίγο, στην πρασινάδα του πάρκου.
Αυτή ήταν η δική μας η Ντέγια, όχι σκυλί του σαλονιού, αλλά ένα μικροσκοπικό σκυλί που μας συγκίνησε με την αφοσίωση και την ευαισθησία του. “Εκείνο το λυπημένο και σοφό βλέμμα της θα το βλέπω πάντα…” είπε η Ευγενία με βαθύ αναστεναγμό. “Να θυμάσαι ότι η Ντέγια έζησε καλά μαζί σας. Είχε την τύχη να περάσει με αγάπη και αναγνώριση τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Για σκέψου, τι συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις… Θυμάσαι τι έγινε πριν λίγο καιρό εδώ, σε ορεινό χωριό που απέχει μόλις λίγα χιλιόμετρα από την πόλη? Το έγραψαν οι εφημερίδες, το σχολίασε η τηλεόραση…” είπε η Καλλινίκη.