Έφυγες αθόρυβα, όπως περίπου έζησες. Δεν αιφνιδίαζες όμως ποτέ. Η πρώτη και τελευταία φορά που συνέβη, ήταν τώρα, με την αποχώρηση σου. Το μόνο «σημάδι» που με αναστάτωσε το πρωινό της Τρίτης, ήταν το νεκρό περιστέρι, σε μία γωνία του μεγάλου μπαλκονιού που συνέχεια λερώνουν. Το άσπρο περιστέρι, με τις μαύρες κηλίδες, κειτόταν χάμω και δίπλα το ταίρι του. Μόλις με είδε, πέταξε. Δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ πως θεώρησα κακό οιωνό, αυτό το γεγονός. Στις εννέα το πρωί έμαθα πως αυτό το πουλί, που τυχαίνει να έχει καλούς ταχυδρόμους στη ράτσα του, απόφτασε την είδηση. Έφυγε η Άννα, με πληροφόρησε κοινή φίλη, ιδιαίτερα αγαπημένη μου, η Πόπη. Με αποπήρε, όταν ανέφερα για το περιστέρι, αλλά εγώ το θεώρησα σαν χαιρετισμό, γιατί πριν από λίγο καιρό, αποκάλυψα τα αισθήματα που, από μικρό παιδί, έτρεφα μέσα μου, για σένα. Γραπτά, με πολλή συγκίνηση… Δεν ταλαιπωρήθηκες. Δεν κατέπεσες. Δεν πόνεσες. Πόνεσαν πολύ, όσοι σε αγάπησαν. Όσοι θα αναζητούν, από ‘δω και πέρα την παρουσία, το χαμόγελο, τον λόγο σου και δεν θα τα έχουν. Έφυγες αγέρωχη, άσπιλη και αγαπητή. Κατάφερες να μην έχεις φανερούς εχθρούς, επικριτές, γιατί, μέσα στην ανεκτκότητα και την καλοσύνη σου, έθετες τους δικούς σου προστατευτικούς ορίζοντες. Δεν σε άγγιζε τίποτα!
Υπήρξες η πρώτη φίλη της ζωής μου. Στο νηπιαγωγείο της κ. Μαρτίνη, στην οδό Ηρώων Πολυτεχνείου, σήμερα, τον τότε δρόμο του Μπόλαρη. Με πλησίασες και με ρώτησες, αν σε ήθελα για φίλη.
Δεν είχα ακόμη αναπτύξει φιλίες, τις πρώτες ημέρες στο νηπιαγωγείο. Ήμουν και πολύ συνεσταλμένη, στις μικρές ηλικίες.
‘’Η μαμά μου, μου είπε, να κάνω παρέα με καλά παιδάκια. Εσύ είσαι καλή…’’
Χάρηκα πάρα πολύ. Μου φάνηκες σαν άγγελος, με τα γαλαζοπράσινα μάτια σου, που σπίθιζαν και σε γκρίζο, τις πλεξίδες σου, πλεγμένες από ψηλά, καστανόξανθες, χοντρές, μακρυές… Σκέφτηκα, πως ήταν τιμή για μένα, να έχω μια φίλη σαν και σένα. Αργότερα προστέθηκαν και άλλες και μαζί τους, τελειώσαμε το δημοτικό. Εσύ,με κέρδισες περισσότερο, για πολλά χρόνια.
Στο δημοτικό, ήμασταν σχεδόν αχώριστες και ενόμιζες πως είχαμε κάποια κοινά στοιχεία. Με θεωρούσες πολύ ρομαντική. Εγώ σε έβλεπα σωστή, πιο συγκροτημένη και πιο επιφυλακτική από εμένα.
Σε καμάρωνα. Δεν σκέφτηκα, ποτέ, πόσο υπερείχες γιατί σε αγαπούσα και σε θαύμαζα. Ήμουν υπερήφανη γι’ αυτή τη φιλία και ας ήμασταν παιδιά.
Στο γυμνάσιο, μέσα σε τριακόσιες τόσες μαθήτριες, «χαθήκαμε».
Μας χώρισε το αλφάβητο, λέγαμε και γελούσαμε. Εσύ, στο πρώτο τμήμα και εγώ στο τέταρτο. Στα διαλλείματα, κουβεντιάζαμε μα, δεν έφτανε ο χρόνος, να χωρέσουν κουβέντες για τα πρώτα σκιρτήματα, ολότελα αθώα, τότε. Πιο πολύ ομολογούσαν και πρόδιδαν το κοκκίνισμα στα μάγουλα και τα γελάκια, παρά τα λόγια μας. Συναντηθήκαμε ξανά στη θεσσαλονική. Στις ώρες τις κοινές του Μάνεση, Πανταζόπουλου, Κυριακόπουλου και Δελιβάνη. Βρίσκαμε καιρό να ασχοληθούμε στα γρήγορα, με τα βασικά. Εκεί γνώρισες τον άνθρωπο της ζωής σου. Δεν σε ταλαιπώρησε εκείνη, ούτε τότε. Άνθισε ένας έρωτας σταθερός, γλυκός, που αποδείχτηκε δυνατός και αιώνιος. Η οικογένειά σου δεν ήταν μεγάλη, όπως και η δική μου. Παρηγοριόμασταν με το «εις, αλλά λέων». Αποδέχεται κάποιος με ευγνωμοσύνη, όσα του παραδίδει η μοίρα του. Άλλοι δεν έχουν ούτε αυτά που είχαμε εμείς.
Στην επαγγελματική ζωή σου, υπήρξες υποδειγματική. Δεν μπορούσε κανείς να υποτιμήσει το ήθος σου και να αμφισβητήσει τις ικανότητές σου αλλά και την ακεραιότητά σου. Το μεγαλύτερο δώρο σε εσένα ήταν η καθολική αποδοχή από τον κοινωνικό περίγυρο. Σύσσωμος, σε εκτίμησε και σε συμπάθησε. Φάνηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής σου. Σε κάθε μορφή εκδήλωσης, πράξης, δραστηριότητά σου. Φάνηκε και την ημέρα του ύστατου αποχαιρετισμού. Όσοι παρευρέθηκαν, συγκλονισμένοι και βουβοί, αναρωτιόταν, «γιάτι». Δεν υπάρχει απάντηση, καμία εξήγηση για το τέλος, αγγελάκι με τα γαλαζοπράσινα μάτια, τις ξανθωπές πλεξίδες και τα καλογραμμένα, αιώνια παιδικά χειλάκια. Θα χαμογελούν από ικανοποίηση για την αγάπη που πήρες, φεύγοντας. Από όλους! Πιο πολύ όμως, από τον δικό σου άνθρωπο. Τον πατέρα του μονάκριβου παιδιού σου. Τον Παύλο σου. Ό, που έγειρες…
Να είσαι καλά, όπου και όπως να είσαι!
Νώτα Ε. Ανδρεαδάκη.