Αν η κυβέρνηση έχει ευθύνη για το ότι βρισκόμαστε σε μία δεύτερη καραντίνα, αυτή βρίσκεται στην αδυναμία της να είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι, δηλαδή μία κυβέρνηση με νεοφιλελεύθερη πολιτική κατεύθυνση. Γιατί όμως η Νέα Δημοκρατία να είναι κάτι διαφορετικό όταν επί εικοσαετία στην Ελλάδα, όσα κόμματα έχουν περάσει από τη διακυβέρνηση της χώρας έχουν αποδεχτεί ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική”;
Yπήρξαν πολλά και πολύ μεγάλα λάθη στη διαχείριση της κρίσης της πανδημίας του κορωνοϊού που γι’ αυτά πολλοί έχουν μιλήσει. Όμως υπάρχει και η ιδιαίτερη πραγματικότητα της Ελλάδας που έχει διαμορφωθεί μετά από μία εικοσαετία εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών και μία δεκαετία επιβολής και αποδοχής εκ μέρους του πολιτικού συστήματος της χώρας ακραίων πολιτικών λιτότητας, συνέπεια των οποίων είναι η φτωχοποίηση και η διάλυση του συστήματος υγείας.
Προφανώς λοιπόν η κακή διαχείριση είναι η μία πτυχή, όμως η άλλη πτυχή η οποία για μένα βαραίνει πιο πολύ έχει βάθος χρόνου και αποτυπώνει ένα πρόβλημα πολιτικό που βασίζεται στην κυριαρχία συγκεκριμένων κακών ιδεών.
Κάποια στοιχεία για την πραγματικότητα στην οποία βρισκόμαστε που διαμορφώθηκε στη βάση εφαρμογής συγκεκριμένων πολιτικών:
Στην Ελλάδα, τη δεκαετία 2007 – 2018 το πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής έθετε ως αρχικό στόχο δημόσιας δαπάνης υγείας το 6% του ΑΕΠ (κατά μέγιστο), μειώνοντας έτσι τη συνολική χρηματοδότηση για την υγεία από τα €23 δις το 2009 στα €14,4 δις το 2015 και τη δημόσια δαπάνη υγείας αντίστοιχα από €16 δις στα €8,7 δις.
Επίσης, η θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασθενών αυξήθηκε στο 26,4% το 2014, από 14,8% το 2012 και η ιδιωτική συμμετοχή ανήλθε στο 29,3% το 2014, από 20% το 2009.
Συγχρόνως, οι κοινωνικές δαπάνες υγείας παρουσίαζαν μέση ετήσια μείωση κατά τα πρώτα έξι χρόνια της κρίσης της τάξης του 6,6%, μετατοπίζοντας έτσι στα –ήδη επιβαρυμένα– νοικοκυριά σημαντικό βάρος της δαπάνης για νοσοκομειακή και φαρμακευτική περίθαλψη.
Κι ενώ, η ζήτηση υπηρεσιών υγείας από δημόσιες δομές αυξήθηκε, εξαιτίας του “βασανισμού” της λιτότητας – όπως χαρακτήρισε τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας – η δημόσια χρηματοδότηση των νοσοκομείων μειώθηκε από τα €6,9 δις το 2009 σε €4 δις το 2015.
Η αντιμετώπιση της πανδημίας γίνεται πιο δύσκολη από τα συστήματα υγείας γιατί ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού είναι φτωχοποιημένο.
Το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών κατάρρευσε έως και 35%, ο πληθυσμός της Ελλάδας που βρίσκεται στο όριο της φτώχειας πλησιάζει το 70% σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.
Η φτώχια δεν είναι ασύνδετη με την υγεία.
Έχει αποδειχθεί σε σειρά ερευνών σε πολλές διαφορετικές χώρες του κόσμου ότι ο φτωχός αρρωσταίνει περισσότερο, αντιμετωπίζει χρόνιες ασθένειες πολλά χρόνια νωρίτερα σε σχέση με ανθρώπους που είναι καλά οικονομικά.
Η φτώχια δημιουργεί επιπλέον βάρος στη λειτουργία του συστήματος υγείας γιατί οι φτωχοί… αρρωσταίνουν περισσότερο και δεν έχουν χρήματα να πάνε σε… ιδιώτες!
Αυξήθηκαν λοιπόν οι φτωχοί στην Ελλάδα που έχουν ανάγκη το δημόσιο σύστημα υγείας ενώ η χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας δέχθηκε μεγάλες περικοπές.
Το ποσοστό δαπανών στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, σε Ευρωπαϊκό επίπεδο είναι 79% και 15% αντίστοιχα, στη Γερμανία είναι 84,5% και 12,5% αντίστοιχα και στην Πορτογαλία 66% και 28% αντίστοιχα.
Στην φτωχοποιημένη Ελλάδα είναι 59% και 35% αντίστοιχα.
Παρουσιάζουμε λοιπόν την χαμηλότερη δαπάνη από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες ακόμα και από χώρες της Μεσογείου όπως η Πορτογαλία, με ιδιωτικό τομέα απαγορευτικά υπερτροφικό (35% της ετήσιας δαπάνης) που παραπέμπει σε σύστημα υγείας μη δυνάμενο να ελεγχθεί, τη στιγμή όπου η Ελλάδα είναι η πιο φτωχοποιημένη χώρα.
Την ίδια στιγμή η γιγάντωση της ανεργίας και η μεγέθυνση του φαινομένου της μερικής απασχόλησης τα προηγούμενα 10 χρόνια μεγένθυνε το ήδη μεγάλο πρόβλημα στη χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας που βασίζεται στις ασφαλιστικές εισφορές.
Η μείωση της χρηματοδότησης του συστήματος υγείας οδηγεί σε περιορισμένες δυνατότητες στελέχωσης των σχετικών δομών.
Οι γιατροί και οι νοσηλευτές που εργάζονται σε νοσοκομεία έχουν μειωθεί από το 2009 κατά 3831 και 1532 άτομα, σε 23,5 χιλ. και 38,4 χιλ. αντιστοίχως, το 2017, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ.
Πάνω από 18.000 είναι οι γιατροί που έχουν φύγει στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια της κρίσης.
Οι γιατροί φεύγουν γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχει προοπτική.
Στην Ελλάδα οι προσλήψεις μόνιμων γιατρών στο ΕΣΥ είχαν επί τουλάχιστον μία δεκαετία «παγώσει» και η μόνη τροφοδότηση των νοσοκομείων και των κέντρων υγείας με ιατρικό δυναμικό γινόταν με μονοετείς συμβάσεις (επικουρικοί γιατροί), οι οποίες στην καλύτερη περίπτωση ανανεώνονται, αλλά χωρίς καμία προοπτική εξέλιξης και αφήνωντας τους γιατρούς σε μόνιμο καθεστώς ανασφάλειας.
Συνοψίζοντας, στην Ελλάδα όπου ο ιδιωτικός τομέας είναι τεράστιος, υπερδιπλάσιος σε σχέση με αυτό που ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η εξάρτηση του πληθυσμού έχει γιγαντωθεί από τον δημόσιο τομέα λόγω της μεγάλης φτωχοποίησης μεγάλης μερίδας συμπολιτών μας ενώ την ίδια στιγμή το δημόσιο σύστημα υγείας έχει υποβαθμιστεί, υποχρηματοδοτείται, είναι υποστελεχωμένο και δεν έχει τον κατάλληλο εξοπλισμό.
Σημειώνεται, τέλος, ότι η κατά κεφαλή δαπάνη υγείας στην Ελλάδα το 2018 (€1.470 σε τιμές 2010) βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με τις πρώην χώρες του Ανατολικού μπλοκ ως επί το πλείστον.
Έχοντας μειωθεί κατά 9,4% κατά μέσο όρο ετησίως από το 2008 έως το 2013 και παραμένοντας σχεδόν αμετάβλητη έκτοτε, λόγω δημοσιονομικών περικοπών και της κάμψης του διαθέσιμου εισοδήματος, που έφερε η κρίση, σήμερα βρίσκεται στα 2/3 περίπου του επιπέδου του 2009 (€2.071 σε τιμές 2010).
Σε κάθε περίπτωση, οι δημόσιες τρέχουσες δαπάνες υγείας διαμορφώνονται στο 4,7% του ΑΕΠ το 2018, έναντι 6,6% του ΑΕΠ στον ΟΟΣΑ, και 6,5% του ΑΕΠ το 2009.
Το σημερινό επίπεδο δημόσιων δαπανών υγείας (στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) αξιολογείται ως ανεπαρκέστατο …οι συνολικές επενδύσεις που γίνονται στον τομέα της υγείας (0,25% του ΑΕΠ ετησίως) είναι στο χαμηλότερο επίπεδο των χωρών του ΟΟΣΑ, με τον δημόσιο τομέα ιδίως να έχει τεράστιες ανάγκες σύγχρονων νοσοκομειακών υποδομών, ώστε να αντικατασταθούν δομές που δεν περιποιούν τιμή σε ένα σύγχρονο αναπτυγμένο κράτος.
Ο κίνδυνος της πανδημίας στην Ελλάδα είναι μεγάλος και για έναν επιπλέον λόγο:
Η Ελλάδα είναι η τρίτη πιο γερασμένη χώρα στον αναπτυγμένο κόσμο, με το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 και 80 ετών να διαμορφώνεται σε 21,7% και 6,8% αντιστοίχως σήμερα.
Δεν είναι πυρηνική φυσική, είναι απλή κοινή λογική.
Η πανδημία μπορεί να έχει συντριπτικές συνέπειες για όλους αυτούς τους λόγους που αναφέραμε και οι οποίοι είναι γνωστοί στο πολιτικό προσωπικό της χώρας.
Το γεγονός ότι δεν βιώσαμε μία καταστροφή κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας οφείλεται στην καθαρή τύχη της Ελλάδας να έχουμε δίπλα μας το κακό παράδειγμα της Ιταλίας, που οδήγησε την κυβέρνηση να λάβει εγκαίρως μέτρα.
Τώρα όμως, οι αποφάσεις δε λήφθηκαν εγκαίρως, τα μέτρα ενίσχυσης του συστήματος υγείας δεν λήφθηκαν στο χρονικο διάστημα που κερδήθηκε. Η κοινωνία, κυρίως τα φτωχότερα τμήματα αυτής της κοινωνίας, τα πιο ευάλωτα, βρίσκονται απροστάτευτα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το να ισιώσουμε την επιδημική καμπύλη γίνεται πιο δύσκολο. Τα περιθώρια ελιγμών στην Ελλάδα είναι πολύ πιο μικρά.
Και βρισκόμαστε ξανά στο σημείο όπου πρέπει να ληφθούν ακραια περιοριστικά μέτρα όπως είναι αυτό της καραντίνας.
Με ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας θα υπήρχε πολύ μεγαλύτερη ευελιξία κινήσεων, που θα διασφάλιζαν τη γρηγορότερη επιστροφή σε μία κανονικότητα, με μικρότερο οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο.
Δεν το έχουμε.
Αν δεν είχαν προηγηθεί 10 χρόνια σκληρής λιτότητας που φτωχοποίησαν ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών, ο κίνδυνος θα ήταν μικρότερος. Και οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας θα ήταν πιο ελεγχόμενες.
Σήμερα αποδεικνύεται ότι το κόστος των περικοπών στη δημόσια υγεία αλλά και γενικότερα των πολιτικών λιτότητας είναι τρομερό κοστοβόρο για την οικονομία. Σχεδόν καταστροφικό. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του κόστους θα κληθούν πάλι να το πληρώσουν πάλι οι φτωχοί των οποίων ο αριθμός αυξάνεται εν μέσω πανδημίας.
Θα το πληρώσουν με θανάτους και αρρώστιες αλλά και με περαιτέρω φτωχοποίηση, μεγέθυνση της ανεργίας, μείωση μισθών. Η πανδημία που τρέφεται από τη φτώχια, γεννά περισσότερη φτώχια.
Αυτό λοιπόν που βιώνουμε σήμερα δεν είναι ένας πόλεμος, όπως λέει ο κ. Μητσοτάκης αλλά και άλλοι πολιτικοί ηγέτες στον κόσμο. Είναι η συσσωρευμένη αποτυχία πολιτικών για τις οποίες “δεν υπάρχει εναλλακτική”, που παρουσιάζονται ως μονόδρομος και εφαρμόζονται σχεδόν παντού. Στην Ελλάδα με εξαιρετικά μεγάλη ένταση τα τελευταία 15 χρόνια. Είναι πόλεμος, όμως στο στόχαστρο βρίσκονται οι φτωχοί. Και ξεκίνησε εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Και είναι τραγικό ότι ως φάρμακο στο συσσωρευμένο κακό που έχουν προκαλέσει αυτές οι πολιτικές προτείνεται να λάβουμε περισσότερο από το ίδιο δηλητήριο.