«Οι συνθήκες δε μου επέτρεψαν να παραμείνω σε μια Υπηρεσία που αγαπώ, οπότε ζήτησα τη μετάθεσή μου… Όσο και αν αγαπάς μια υπηρεσία, πρέπει να φεύγεις αν σε φθείρουν και δε σε αφήνουν να εργαστείς» ανέφερε σε ανάρτησή του ο Μιχάλης Λώλης. Ο πρώτος ανοιχτά γκέι αστυνομικός έχει πολλάκις μιλήσει για τις παθογένειες της Ελληνικής Αστυνομίας.
Να μετατεθεί από το τμήμα Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας Αττικής επέλεξε Μιχάλης Λώλης, ο πρώτος ανοιχτά γκέι αστυνομικός, που έχει μιλήσει για τις παθογένειες της Ελληνικής Αστυνομίας κι έχει επιχειρήσει μέσω της υπηρεσίας, να καταπολεμήσει τη ρατσιστική βία. «Όσο και αν αγαπάς μια υπηρεσία, πρέπει να φεύγεις αν σε φθείρουν και δε σε αφήνουν να εργαστείς» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Όπως δημοσίευσε ο ίδιος με ανάρτησή του στα social, ζήτησε μόνος του να μετατεθεί ως Αξιωματικός στα Δίκυκλα της Ομάδας Ταχείας Ανταπόκρισης της Τροχαίας Αθηνών γιατί «οι συνθήκες δεν του επέτρεψαν να παραμείνει σε μια Υπηρεσία που αγαπάει».
Αναλυτικά η ανάρτηση του Μιχάλη Λώλη:
Αξιωματικός στα Δίκυκλα της Ομάδας Ταχείας Ανταπόκρισης της Τροχαίας Αθηνών, μετάθεση γαρ.
Ένας μεγάλος κύκλος στο Τμήμα Αντιμετώπισης Ρατσιστικής Βίας Αττικής έκλεισε. Όταν μετατέθηκα πριν 5 χρόνια εκεί, άφησα μια καλή θέση καριέρας του Αρχηγείου στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ήταν όμως συνειδητή επιλογή να μετατεθώ στη Ρατσιστική προκειμένου να συμβάλω στο πρόβλημα της υποαναφοράς και υποκαταγραφής των ρατσιστικών εγκλημάτων.
Έτσι μια Υπηρεσία με μόλις 63 δικογραφίες ετησίως έφτασε ως τις 203 σχηματισθείσες δικογραφίες ετησίως για εγκλήματα με ρατσιστικό κίνητρο, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας. Έτσι κερδίσαμε ένα μεγάλο μέρος της εμπιστοσύνης των πολιτών και ιδιαίτερα των ευάλωτων στο ρατσισμό κοινωνικών ομάδων.
Οι συνθήκες όμως δε μου επέτρεψαν να παραμείνω σε μια Υπηρεσία που αγαπώ, οπότε ζήτησα τη μετάθεσή μου σε μια υπηρεσία που ήθελα από δόκιμος να υπηρετήσω και ερχόμενος συνάντησα εξαιρετικούς συναδέλφους που με αγκάλιασαν αμέσως. Όσο και αν αγαπάς μια υπηρεσία, πρέπει να φεύγεις αν σε φθείρουν και δε σε αφήνουν να εργαστείς».