Του Νίκου Χριστοδουλάκη
Όλοι συμφωνούν ότι κάτι πρέπει να γίνει για την κλιματική αλλαγή, αλλά όμως τελικά δεν γίνεται. Το πρόβλημα του “τζαμπατζή” και η στάση Κίνας και Ρωσίας.
Αρκετοί πολίτες απορούν γιατί άραγε οι διάφορες κυβερνήσεις δεν συμφωνούν να αντιμετωπίσουν άμεσα και δραστικά το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, το οποίο πλήττει όλες τις χώρες αδιακρίτως και θα συνεχίσει να το κάνει με ολοένα και βαρύτερες συνέπειες. Τι είναι αυτό που κάνει την Κίνα και την Ρωσία να μην προσέρχονται καν στη Διάσκεψη της Γλασκώβης ή τις ΗΠΑ να είναι εξαιρετικά διστακτικές στο αναλάβουν δεσμεύσεις μείωσης των εκπομπών αερίων από ανθρωπογενείς δραστηριότητες;
Πριν από 20 χρόνια, η δικαιολογία (ή μάλλον το πρόσχημα) ήταν ότι ενδέχεται οι θεωρίες κλιματικής αλλαγής να μην ισχύουν και οι παρατηρούμενες αυξήσεις θερμοκρασίας να μην είναι συστηματικά φαινόμενα αλλά τυχαία που θα εξομαλυνθούν με άλλες μετρήσεις αργότερα. Στην περίπτωση αυτή δεν θα συνέτρεχε λόγος απαξίωσης και απόρριψης των τεχνολογιών καύσης και εκπομπών. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, επιστήμονες από όλους σχεδόν τους κλάδους της ανθρώπινης γνώσης έδωσαν μια μάχη για να ανασκευάσουν αυτά τα προσχήματα και εφέτος δικαιώθηκαν από την απονομή του Βραβείου Νομπέλ στις ομάδες που είχαν πρωταγωνιστήσει.
Έτσι σήμερα η παλιά επιφύλαξη έχει παραμεριστεί, ή τουλάχιστον δεν έχει πρόσωπο να εμφανιστεί δημόσια. Οι δικαιολογίες στέρεψαν. Όλοι συμφωνούν ότι κάτι πρέπει να γίνει, αλλά όμως τελικά δεν γίνεται. Γιατί άραγε; Παρακάτω απαριθμούνται ορισμένοι λόγοι και γίνονται μερικές σκέψεις για το πώς θα μπορούσαν να υπερνικηθούν.
1. Ο πρώτος και βασικός λόγος μη ανάληψης δράσης από ένα μεμονωμένο κράτος είναι ότι η μείωση των εκπομπών δεν θα ωφελήσει αποκλειστικά (ή τουλάχιστον κατά κύριο λόγο) το ίδιο αλλά και όλα τα υπόλοιπα κράτη – ιδίως αυτά που γειτνιάζουν. Αυτό είναι το γνωστό πρόβλημα του «τζαμπατζή», στο οποίο ένας πρόθυμος πληρώνει το τίμημα μιας ενέργειας και άλλοι εισπράττουν το όφελος χωρίς να κοπιάσουν. Είναι όπως το πρόβλημα αυτού που δεν πάει φαντάρος αλλά επωφελείται από την φύλαξη συνόρων που του προσφέρουν οι στρατευμένοι.
Αν για παράδειγμα, η Κίνα περιορίσει τις εκπομπές θα επωφεληθούν από την μείωση των αερίων όλες οι οικονομίες της Ασίας και ίσως ακόμα περισσότερες, αναλόγως προς τα πού φυσάει ο άνεμος. Άρα όλες αυτές ούτε μέτρα χρειάζεται να λάβουν οι ίδιες, ούτε και να ανησυχούν για την πτώση της ανταγωνιστικότητας τους αφού μόλις η Κίνα περιόρισε την δική της με την εισαγωγή πιο δαπανηρών μεθόδων παραγωγής.
Πώς άραγε λύνεται αυτό το καίριο πρόβλημα; Πολύ δύσκολα και όχι με μια απλή κίνηση. Μια αποτελεσματική πολιτική θα ήταν η εφεύρεση μιας τεχνικής που θα περιόριζε τα εκάστοτε κλιματικά οφέλη σε όσους τα χρηματοδοτούν. Υπάρχει εντατική αναζήτηση τέτοιων διεξόδων, όπως για παράδειγμα η χρηματοδότηση τεχνητής βροχής στους αγρούς και αλεξήλια νέφη μόνο πάνω από την συμμορφούμενη χώρα, αλλά αυτά θα απαιτήσουν πολλά χρόνια ακόμα μέχρι να μετατραπούν σε πρακτικές εφαρμογές μεγάλης έκτασης.
Μέχρι τότε πρέπει να εφαρμόζεται μια πολιτική «θεσμικής περικύκλωσης» της αδιάφορης χώρας. Για παράδειγμα, χρειάζεται συντονισμός σε πολλά επίπεδα λήψης αποφάσεων, κριτήρια χορήγησης διεθνών δανείων μόνο σε χώρες που αποδέχονται τις ρυθμίσεις και εμπορικές συμφωνίες με απειλές έξωσης όσων δεν συμμορφώνονται. Υπάρχει η σχετική διεθνής εμπειρία όταν αποφασίστηκε να καταπολεμηθεί η παιδική εργασία στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένες πολιτικές τέθηκαν τότε σε κίνηση με αξιόλογα αποτελέσματα.
2. Ο δεύτερος λόγος που αναστέλλει τις δραστικές αποφάσεις για το κλίμα είναι το εσωτερικό κόστος που θα αντιμετωπίσει η κάθε χώρα, ακόμα και αν ήταν μόνη της στον κόσμο. Το κόστος προέρχεται λόγω της μετάβασης από μια τεχνολογία υψηλής οικονομικής απόδοσης – όπως είναι η καύση υδρογονανθράκων λόγω του σχετικά χαμηλού κόστους – σε μία νέα τεχνολογία λιγότερων εκπομπών αλλά και χαμηλότερης απόδοσης κερδών. Με λίγα λόγια, κέρδη και εκπομπές τουλάχιστον με τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα είναι ομόρροπα μεγέθη: μαζί ανεβαίνουν και μαζί μειώνονται.
Η πρακτική πλευρά αυτής της διαπίστωσης είναι ότι μία αλλαγή του μοντέλου παραγωγής θα μειώσει τους ρύπους, ταυτόχρονα όμως και την οικονομική δραστηριότητα, άρα και την απασχόληση. Προκειμένου δηλαδή η κοινωνία συλλογικά να απολαύσει καλλίτερες προοπτικές στο κλίμα και το περιβάλλον, αρκετές ομάδες εργαζομένων με τον παλιό τρόπο αν αφεθούν χωρίς σχέδιο και πρόβλεψη θα χάσουν τον μισθό τους και θα έχουν πρόβλημα επιβίωσης. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος αποκαλείται ως η «δίκαιη μετάβαση» και είναι κάπως ευκολότερη από την προηγούμενη περίπτωση γιατί εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την διορατικότητα της κάθε κυβέρνησης και μόνο. Οι κατευθύνσεις είναι βασικά δύο:
Από τη μια μεριά να υπάρξει εκτεταμένη επανεκπαίδευση των εργαζομένων σε νέες τεχνολογίες, ώστε να μην χρειαστεί να μείνουν άνεργοι για μεγάλη χρονική περίοδο. Επίσης, οι νέες τεχνολογίες να έχουν κόστος και απόδοση συγκρίσιμες με τα χαρακτηριστικά των παραδοσιακών μορφών παραγωγής, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα.
Οι συνταγές αυτές ευκολότερα λέγονται παρά γίνονται, γιατί δεί δή χρημάτων. Κάποιος πρέπει να αναλάβει το κόστος χρηματοδότησης της μετάβασης και συνήθως οι επιχειρήσεις είναι είτε επιφυλακτικές απέναντι σε κάτι καινούργιο είτε εξουθενωμένες από τα αλλεπάλληλα κύματα κρίσης και πανδημίας. Πολλοί χρηματο-πιστωτικοί οργανισμοί διακηρύσσουν ότι εφεξής θα δανείζουν μόνο πράσινες επενδύσεις, αλλά πιθανόν να ανακρούσουν πρύμνα όταν καταλάβουν ότι δεν είναι και τόσο επικερδείς σύμφωνα με τα ιδιωτικά κριτήρια.
Άρα πρέπει να βρεθεί ένας από Μηχανής Θεός να φέρει σε πέρας αυτές τις ανάγκες, χωρίς να νοιάζεται πρωτίστως για το κέρδος. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση για πρώτη φορά ξεπέρασαν τα εσκαμμένα και αποφάσισαν μια θεαματική χρηματοδότηση με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για να χρηματοδοτήσει την μετάβαση στην Πράσινη Οικονομία και την επιβίωση όσων θα χάσουν την δουλειά τους. Αρκεί βέβαια οι διάφορες κυβερνήσεις να το δουν ως ένα έργο-γέφυρα με το μέλλον και όχι με τις εκλογικές τους ομάδες …
3. Τέλος υπάρχει και ένας άλλος λόγος που δυσκολεύει τις αποφάσεις για το κλίμα και αυτός είναι ο χρόνος. Οι κυβερνήσεις που θα αναλάβουν τις κατάλληλες πρωτοβουλίες συνήθως έχουν διάρκεια ζωής μικρότερη από το διάστημα που απαιτείται για να καρποφορήσουν τα σχετικά έργα. Δηλαδή άλλος θα τρέξει τώρα να διώξει τα καπνογόνα από την παραγωγή και άλλος θα πάρει το πράσινο βραβείο αργότερα.
Είναι πάλι το πρόβλημα του τζαμπατζή σε συσκευασία εσωτερικού. Λύνεται όμως πιο εύκολα, γιατί το μόνο που απαιτείται είναι η διακομματική συναίνεση για την αντιμετώπιση του χωρίς εξαιρέσεις και καθυστερήσεις. Σημάδια μιας τέτοιας συμφωνίας υπάρχουν ήδη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες – ακόμα και στην δική μας. Εκεί που οι απόψεις είναι διασκορπισμένες, είναι σχετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης.
Έχουμε γράψει πολλές φορές από την στήλη αυτή για την ανάγκη μεγαλύτερης ενημέρωσης και συναίνεσης για τις βασικές του επιλογές, αλλά κάποια ορατή πρόοδος δεν έχει σημειωθεί. Για αυτό θα χρειαστεί να επανέλθουμε.