Απαντήσεις αναφορικά με το ποιοι ασθενείς διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης long Covid έρχονται να δώσουν επιστήμονες με μια νέα μελέτη.
Όπως αναφέρουν στο άρθρο τους, που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Cell, υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν long Covid φαίνεται ότι διατρέχουν:
-τα άτομα στα οποία έχουν απομείνει τμήματα του κορωνοϊού μετά την ανάρρωση
-εκείνα που διαθέτουν ειδικά αντισώματα, τα οποία στρέφονται κατά των δικών τους ιστών και οργάνων, γνωστά ως αυτοαντισώματα
-και τα άτομα που βιώνουν μια επανενεργοποίηση του ιού Epstein-Barr, που μολύνει τους περισσότερους ανθρώπους σε νεαρή, συνήθως, ηλικία και στη συνέχεια γίνεται αδρανής.
Οι επιστήμονες δίνουν μάχη με το χρόνο για την καλύτερη κατανόηση και πρόβλεψη της λεγόμενης μακράς Covid, μεταδίδει το Bloomberg. Η ομάδα των άνω των 50 ερευνητών εντόπισε ορισμένους δείκτες που μπορούν να ταυτοποιηθούν νωρίς και φαίνεται να σχετίζονται με τα συμπτώματα διαρκείας, ανεξάρτητα από το κατά πόσον ήταν σοβαρή η αρχική μόλυνση.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν 309 ασθενείς με Covid-19 από τη στιγμή που διαγνώστηκαν με τη νόσο μέχρι την ανάρρωσή τους, δύο έως τρεις μήνες αργότερα, και τους συνέκριναν με υγιή άτομα. Ανέλυσαν δείγματα αίματος και ρινικά επιχρίσματα ενσωματώνοντας τα στοιχεία με τα αρχεία υγείας των ασθενών και συμπτώματα που οι ίδιοι ανέφεραν.
Μετά από τρεις μήνες, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς ανέφεραν ότι υποφέρουν από κόπωση και ένας στους τέσσερις ανέφερε παρατεταμένο βήχα, ενώ άλλοι υπέφεραν από γαστρεντερικά συμπτώματα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης ήταν περίπλοκα, καθώς διαφορετικά προφίλ ασθενών συνδέονταν με διαφορετικά συμπτώματα.
Συνολικά, πάντως, οι επιστήμονες επισήμαναν ως παράγοντες που θα μπορούσαν να προαναγγείλουν μια longk Covid την εκ νέου ενεργοποίηση του ιού Epstein-Barr -που παραμένει συνήθως αδρανής στον οργανισμό-, κυκλοφορούντα τμήματα του SARS-CoV-2 κατά τη διάγνωση, καθώς και ορισμένα αυτο-αντισώματα, περιλαμβανομένων κάποιων που σχετίζονται με τον λύκο.
Διαπίστωσαν επίσης ότι ασθενείς με αναπνευστικά συμπτώματα είχαν χαμηλά επίπεδα της ορμόνης κορτιζόλης.
Οι ερευνητές βρήκαν μια συσχέτιση μεταξύ του βήχα και του διαβήτη τύπου 2, ότι γυναίκες τείνουν να πάσχουν από νευρολογικά συμπτώματα και ότι ασθενείς με καρδιακά νοσήματα ή προϋπάρχοντα βήχα είχαν την τάση να βιώνουν ανοσμία και αγευσία.
Οι συντάκτες της μελέτης λένε ότι τα ευρήματά τους ανοίγουν το δρόμο για πιθανές στρατηγικές θεραπείας, που θα περιλαμβάνουν αντιιικά φάρμακα, καθώς επιδρούν στο ιικό φορτίο, και θεραπεία με χορήγηση κορτιζόλης σε ασθενείς που εμφανίζουν έλλειψη της ορμόνης αυτής.