Ο λογαριασμός του ρεύματος
Ο λογαριασμός του ρεύματος περιλαμβάνει τέσσερα διακριτά στοιχεία. Την τιμή του ρεύματος που καταναλώνει κάποιος (και προμηθεύεται από τη ΔΕΗ ή από ιδιώτη πάροχο), το κόστος μεταφοράς του ρεύματος (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ), το τέλος υπέρ των ΑΠΕ και τις εισπράξεις υπέρ τρίτων (δημοτικά τέλη, ΕΡΤ, κλπ). Το ΦΠΑ είναι 6% μετά τη μείωση που έγινε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η πρώτη αύξηση του ρεύματος έγινε επί ΝΔ (περίπου 10%), μόλις ανέλαβε, στο πλαίσιο της αύξησης των εσόδων της ΔΕΗ, που πρακτικά ακύρωσε τη μείωση του ΦΠΑ. Συνεπώς η τιμή του ρεύματος καθαυτή αποτελούσε, πριν από την κρίση, περίπου το 50% του λογαριασμού.
Η παραγωγή ενέργειας αποτελείται κατά 30% από ΑΠΕ, 10% από λιγνίτη, 45% από φυσικό αέριο, 5% από πετρέλαιο (νησιά) και 10% εισαγωγές. Άρα η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου αφορά το 25% του τελικού λογαριασμού και ο τριπλασιασμός (ή κατά περιόδους ο τετραπλασιασμός της τιμής) προκαλεί μια αύξηση του λογαριασμού γύρω στο 50%.
Οι τιμές του ρεύματος στην Ευρώπη αυξήθηκαν μέσα στην κρίση κατά 25% και στην Ελλάδα 70%. Οι λόγοι είναι τρεις. Το διαφορετικό ειδικό βάρος του φυσικού αερίου, η έκταση της προθεσμιακής αγοράς ή άλλως το πόση ενέργεια διοχετεύεται μέσω του χρηματιστηρίου ενέργειας, ο τρόπος προσδιορισμού της τιμής στην χονδρική αγορά και ο τρόπος προσδιορισμού της τιμής στη λιανική (ο ρόλος της ρήτρας αναπροσαρμογής).
Το πρώτο έχει να κάνει με το πόση ενέργεια παράγεται από κάθε πηγή, και σε χώρες με πολλά πυρηνικά, άνθρακα ή ΑΠΕ ο αντίκτυπος της ανόδου της τιμής του φυσικού αερίου ήταν μικρότερος. Η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ποσοστά συμμετοχής του φυσικού αερίου και λόγω της «βίαιης απολιγνιτοποίησης», που από 15% περίπου το πήγε στο 3%, για να το επαναφέρει στο 10% μέσα στην κρίση.
Δεύτερον η Ελλάδα έχει σχεδόν 100% σποτ αγορά. Ενώ η προθεσμιακή αγορά, -τα διμερή συμβόλαια με βιομηχανίες επιχειρήσεις και καταναλωτές είναι το 50% της αγοράς ενέργειας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό εκ των πραγμάτων προκαλεί πιο ομαλές και ήπιες αυξομειώσεις.
Τρίτον τα μέτρα που ληφθήκαν από τις κυβερνήσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες για να μειωθεί το ειδικό βάρος του χρηματιστηρίου ενέργειας που λειτουργεί με την «οριακή τιμή», της ακριβότερης δηλαδή πηγής και συμπαρασύρει τις φτηνότερες.
Τέταρτον τη ρήτρα αναπροσαρμογής που καθορίζει και τον τρόπο επιμερισμού του ρίσκου από τις αυξομειώσεις των τιμών και που, στο προκείμενο, με το 100% που ισχύει στην Ελλάδα, είναι απόλυτα σε βάρος του καταναλωτή και υπέρ των εταιρειών.
Άρα αναλύοντας τον λογαριασμό του ρεύματος προκύπτει ότι όλα τα στοιχεία έχουν μείνει ίδια με εξαίρεση το φυσικό αέριο. Μέχρι στιγμής οι λογαριασμοί ρεύματος ακολουθούν την τιμή του φυσικού αερίου, άρα έχουν σχεδόν υπερδιπλασιαστεί με το ένα τρίτο να επιστρέφεται ως έκπτωση (από τη ΔΕΗ) ή μέσω των κρατικών επιδοτήσεων, αφήνοντας μία καθαρή αύξηση γύρω στο 70%.
Τρόποι μείωσης της τιμής του ρεύματος
Πέρα από την επιδότηση της τιμής του ρεύματος για το σύνολο των νοικοκυριών ή ειδικά μέτρα για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, ή τα μέτρα για το σύνολο των επιχειρήσεων ή διαφόρων οικονομικών κατηγοριών (αγρότες, βιομηχανία), υπάρχουν διάφοροι τρόποι παρέμβασης στην αγορά ενέργειας προκειμένου να ελεγχθούν οι αυξήσεις των τιμών ενέργειας (και να αποφευχθούν υπερβολικά κέρδη των εταιρειών). Η μείωση της τιμής του ρεύματος αφορά πρωτίστως παρεμβάσεις που επιδιώκουν να αλλάξουν τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς ενέργειας και να απομονώσουν την επίδραση που έχει το φυσικό αέριο.
1. Η τιμή της χονδρικής αγοράς προσδιορίζεται με βάση το μέσο και όχι το οριακό κόστος.
Ο τρόπος αυτός επιλέχθηκε από την Ισπανία και την Πορτογαλία. Αυτές κρίθηκαν από την Κομισιόν ότι αποτελούν με μια έννοια «νησί», επειδή έχουν μικρές διασυνδέσεις με την ενεργειακή αγορά της υπόλοιπης Ευρώπης. Έτσι πρακτικά επετράπη η τροποποίηση της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και ο προσδιορισμός της τιμής όχι με βάση την οριακή, αλλά με βάση τη μέση τιμή. Αυτή τελικά μεταφέρεται στον καταναλωτή. Η τιμή αυτή προσδιορίζεται από τις ΑΠΕ, τον άνθρακα (και τα πυρηνικά για την Ισπανία). Για αυτές τις πηγές μπήκε ένα πλαφόν 50 ευρώ η μεγαβατόρα. Μετά λειτουργεί διακριτά η αγορά με τις μονάδες φυσικού αερίου. Εκεί η τιμή διαμορφώνεται, ας πούμε στα 250 ευρώ. Οι παραγωγοί με φυσικό αέριο αποζημιώνονται για τη διαφορά, και το κόστος αυτό της αποζημίωσης, διαχέεται στο σύνολο των καταναλωτών. Έτσι η τιμή που φθάνει στον καταναλωτή είναι η μέση τιμή, ας πούμε υποθετικά περίπου στα 100-120 ευρώ.
Η μέση τιμή θα είναι ακόμα πιο χαμηλή αν μπαίνουν περισσότερες ΑΠΕ και περισσότερος ‘άνθρακας στο σύστημα. Η τιμή στην χονδρική του φυσικού αερίου ελέγχεται από τη Ρυθμιστική Αρχή, με βάση το κοστολόγιο των εταιρειών φυσικού αερίου, που προσδιορίζεται με βάση το μεταβλητό τους κόστος και ένα πολύ μικρό ποσοστό κέρδους (περίπου 2-6% είναι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες). Εάν ξεφεύγει η τιμή παρεμβαίνει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας στην χονδρική τιμή, ή έχει εκ των προτέρων ορίσει το ανώτατο πλαφόν με βάση τα στοιχεία που έχει.
Στην Ελλάδα η λύση αυτή μπορεί να εφαρμοστεί. Η «αγορά της επόμενης μέρας», όπου διοχετεύεται το σύνολο σχεδόν της ενέργειας (με τις μικροδιορθώσεις της ημερήσιας αγοράς και του συμψηφισμού), μπορεί να ρυθμιστεί με πλαφόν ανάλογα με την προέλευση της πηγής και το κόστος παραγωγής των λιγνιτικών μονάδων και των μονάδων φυσικού αερίου. Η ΡΑΕ μέχρι στιγμής είναι παθητικός παρατηρητής της αγοράς ενέργειας. Πότε και πως μπορεί να παρέμβει είναι δοκιμασμένο. Η εμπειρία υπάρχει (από την εφαρμογή των ΝΟΜΕ, την υποχρεωτική δηλαδή πώληση ενέργειας από τη ΔΕΗ στους ιδιώτες ανταγωνιστές της). Με την ίδια μεθοδολογία μπορεί σήμερα να αποτυπώνεται το πραγματικό κόστος και το φυσιολογικό κέρδος των 9 μονάδων φυσικού αερίου και των λιγνιτικών που λειτουργούν. Είναι μία εφικτή άσκηση για τη ΡΑΕ, προκειμένου να θέτει πλαφόν σε τακτά διαστήματα στην χονδρική αγορά.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα ΑΠΕ και λιγνίτης κοστίζουν μεσοσταθμικά γύρω στα 100 ευρ. Η μέση τιμή για το φυσικό αέριο να κινείται στα 200 – 230 ευρώ. Η μέση τιμή θα κινηθεί σε σαφώς πιο λογικά επίπεδα, μειώνοντας στο μισό τις αυξήσεις στην τελική τιμή που σήμερα περνάνε στον καταναλωτή.
2. Πλαφόν στην τιμή της λιανικής αγοράς
Είναι η βρετανική λύση, που έχει πλαφόν στη τιμή του ρεύματος στη λιανική αγορά που αναθεωρείται δύο φορές το χρόνο. Πρακτικά το μέτρο αυτό ελέγχει την τελική τιμή στον καταναλωτή. Οι παραγωγοί ενέργειας (το σύστημα είναι πλήρως ιδιωτικοποιημένο), πωλούν ενέργεια ελεύθερα στη χονδρική αγορά, που εκ των πραγμάτων όμως δεν μπορεί να μεταφερθεί στον καταναλωτή, καθώς η αύξηση της τιμής στον καταναλωτή, αποφασίζεται από την βρετανική ΡΑΕ, ανά εξάμηνο. Το προηγούμενο εξάμηνο δόθηκε αύξηση περίπου 30%.
Το σύστημα αυτό προφανώς πιέζει τα κέρδη των εταιρειών. Πολλές μικρές, κυρίως εμπορικές εταιρείες που οδηγήθηκαν στην χρεοκοπία, (και τη μεταφορά πελατών στις μεγάλες), ή στην στήριξη τους από την κυβέρνηση εφόσον τα οικονομικά τους κρίθηκαν πιο βιώσιμα. Αντίθετα οι καθετοποιημένες εταιρείες προσαρμόστηκαν.
Η λύση αυτή για την Ελλάδα σημαίνει την αναστολή της ρήτρας αναπροσαρμογής, ή μάλλον την επιβολή πλαφόν στη ρήτρα αναπροσαρμογής, για ένα χρονικό διάστημα 6 μηνών ή ενός χρόνου (ας υποθέσουμε μέγιστη αναπροσαρμογή 30%), χωρίς περαιτέρω παρεμβάσεις στη αγορά ενέργειας. Καθώς η ΔΕΗ και οι ιδιωτικές εταιρείες είναι καθετοποιημένες το μέτρο αυτό είναι απόλυτα εφαρμόσιμο. Όπως δείχνουν και τα οικονομικά αποτελέσματα των εταιρειών ενέργειας του 2021, όλες παρουσιάζουν μεγάλα κέρδη από την παραγωγή ενέργειας, και αρνητικά αποτελέσματα από την προμήθεια και το εμπόριο ενέργειας. Συνολικά όμως πολύ βελτιωμένα αποτελέσματα και νομιμοποιούν την ιδέα των «υπερκερδών» μέσα στην κρίση. Συνεπώς η επιβολή πλαφόν στη λιανική είναι απόλυτα ρεαλιστική λύση. Ο καθαρά εμπορικός κλάδος είναι μικρός και εύκολα μπορούν να ληφθούν μέτρα στήριξης.
Η ρήτρα αναπροσαρμογής του 100% είναι απαράδεκτη και δεν συνάδει με τις σαφείς οδηγίες της Κομισιόν για την προστασία του καταναλωτή. Εφαρμόζεται από την αρχή από τις ιδιωτικές εταιρείες και υπάρχει στα συμβόλαια με τους καταναλωτές (σε ψηλά γράμματα ή μη). Η ΔΕΗ που δεν είχε ρήτρα αναπροσαρμογής επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι το 2019, άρχισε να την εισάγει στα συμβόλαια της μετά. Από ένα σημείο και πέρα κινείται σε μία «γκρίζα ζώνη», καθώς αναθεωρεί τα τιμολόγια της χωρίς να έχει ρητές συμβάσεις με ρήτρα αναπροσαρμογής. Σε κάθε περίπτωση η ρήτρα αναπροσαρμογής αποτελεί νόμο που τροποποιείται και εύκολα μπορεί να επιβληθεί πλαφόν.
Όποια λύση και να επιλεγεί θα επαναφέρει ρεαλιστικά τα τιμολόγια του ρεύματος σε επίπεδα αυξήσεων κοντά στο 30-35%, περίπου δηλαδή στο μισό των αυξήσεων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Από εκεί κει πέρα η πολιτική των επιδοτήσεων μπορεί να ελαφρύνει τα νοικοκυριά που είναι αντιμέτωπα με την ενεργειακή φτώχεια, να στηρίξει ευρύτερες κοινωνικές ομάδες ή κλάδους και ομάδες επιχειρήσεων. Ενώ εάν συνδυαστεί με την επέκταση της προθεσμιακής αγοράς, την ενίσχυση του λιγνίτη, την ενθάρρυνση της αποκεντρωμένης παραγωγής ΑΠΕ από νοικοκυριά και ενεργειακές κοινότητες, γρήγορα και αποτελεσματικά προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας, και φυσικά τη διαφοροποίηση των πηγών φυσικού αερίου, μπορεί να δημιουργήσει πιο ασφαλή δεδομένα για την παρατεταμένη ενεργειακή κρίση που έχουμε μπροστά μας.
* Ο Γιώργος Σταθάκης είναι πρώην βουλευτής Χανίων και πρώην Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας