«Και αν ξεχνούσαμε τις εκλογές; Μια κυβέρνηση στηριγμένη σε τρία κόμματα δεν είναι κυβέρνηση που έχει μόνο μειονεκτήματα – το αντίθετο. Μπορεί να λάβει γρήγορες αποφάσεις και να επιβάλει την εκτέλεσή τους.
Και η λαϊκή έκφραση; Την πάτησε το τρένο; Κατ’ αρχήν, τη λαϊκή έκφραση την πάτησε το Μνημόνιο. Και αν η κυβέρνηση Παπαδήμου μπορέσει να ανοίξει κάποιες δουλειές, όλοι θα τις κυνηγήσουμε ανέκφραστοι».
Υπάρχουν δύο επιλογές. Ή προτιμάς να αγνοήσεις εντελώς τέτοιου είδους άρθρα, θεωρώντας τα πλέον αναμενόμενα, ή αντίθετα προτιμάς να τα αναδείξεις, θεωρώντας τα ενδεικτικά της συνολικής μετατόπισης του επίσημου λόγου. Θα άξιζε ίσως να γίνει μια μελέτη, με καταγραφή άρθρων σαν αυτό, που να δείχνει πώς μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια ο επίσημος λόγος μετατοπίστηκε σταδιακά, από την αμφισβήτηση πτυχών της δημοκρατίας στην αμφισβήτηση της δημοκρατίας στο σύνολό της. Λέξεις σαν αυτές του άρθρου θα μπορούσα να είχα γράψει εγώ πέρσι με περιεχόμενο ειρωνικό. Και πράγματι τις έγραψα, και τώρα που το σκέφτομαι ήταν ακόμη ηπιότερες. Γράφοντάς τες πέρσι, δημιουργήθηκε σύγχυση αν ειρωνευόμουν ή κυριολεκτούσα. Αν όμως τις είχα γράψει πρόπερσι, η σύγχυση θα ήταν μικρότερη, ενδεχομένως και μηδενική. Και νά που φέτος αυτά γράφονται από άλλους στα εντελώς σοβαρά. Και δεν γράφονται σε περιθωριακά σάιτ ή έντυπα, αλλά στην τελευταία σελίδα των «Νέων».
Αναρωτιέμαι λοιπόν ποιός είναι ο δέων τρόπος απάντησης σε επιχειρηματολογίες αυτού του στυλ. Πώς γίνεται να απαντήσεις χωρίς να το ρίξεις στα μπινελίκια, πώς γίνεται να απαντήσεις χωρίς να μπεις στη σφαίρα του ποινικά κολάσιμου; Από την άλλη, όταν φτάνει ο επίσημος λόγος σε τέτοια άκρα, τι επιλογές σου μένουν; Να κάτσεις να απαντήσεις με το “σεις” και με το “σας”, πως, αγαπητέ κύριε Τζανάκη, ξέρετε, αν όπως λέτε η δημοκρατία έχει καταργηθεί στην πράξη, τότε η μόνη επιλογή που υπάρχει δεν είναι το «άνοιγμα μερικών δουλειών», αλλά η με κάθε μέσο και κάθε τρόπο αποκατάστασή της;