Μέχρι χθες ήταν αρκετά σύνηθες, οι δεξιόστροφες αναλύσεις να παραγνωρίζουν τη σημασία των ανισοτήτων στη διαμόρφωση πολιτικών τάσεων. Σήμερα και με αφορμή όσα γράφονται για το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου, διακρίνουμε μία ανάλογη παραγνώριση, αυτή τη φορά όμως από τα αριστερά. Το αποτέλεσμα που οδήγησε σε οδυνηρή ήττα τον ΣΥΡΙΖΑ, διαβάζεται από φίλους και στελέχη του, ως στρατηγική ήττα, είτε επειδή στο κόμμα πλεονάζει ο ριζοσπαστισμός, σε μια κοινωνία που συντηρητικοποιείται, είτε επειδή το κόμμα υπολείπεται σε ριζοσπαστισμό, σε σχέση με αυτό που η κοινωνία απαιτεί. Φυσικά και τα δύο αφηγήματα (που είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα, αλλά τα συναντάμε και ως υβρίδια), συνδυάζονται με ερμηνείες για την παντοδυναμία του αντιπάλου. Θα δούμε σε λίγο, γιατί όλα τα παραπάνω στερούνται ικανοποιητικής ερμηνευτικής δύναμης.
Προς το παρόν, μια παρατήρηση για όσους και όσες εξασκούμε την κοινωνική και πολιτική ανάλυση ως επάγγελμα, αναγνωρίζοντας στον έναν ή τον άλλο βαθμό, τη βιωματική μας σχέση με την αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα, παραδοσιακά και νέα. Η δεκαετία της κρίσης, μας κληροδότησε εκτός των άλλων, αναλυτικές έξεις που για κάποια χρόνια ήταν συμβατές με τις απαιτήσεις τόσο του επιστημονικού έργου, όσο και της μαζικής πολιτικής. Ο έλεγχος όμως της ορθολογικότητας κατά την αξία και κατά τον σκοπό, για να θυμηθούμε τον Βέμπερ, υπήρξε το πρώτο θύμα μίας σύζευξης ρόλων που δοκιμαζόταν σε συνθήκες πόλωσης και κοινωνικής απόγνωσης. Σε περιβάλλοντα ακραίας μεταβλητότητας, όσο λιγότερο ανησυχείς για τον σκοπό και τις αξίες, τόσο περισσότερο ευάλωτος γίνεσαι στην εργαλειακότητα της γνώσης. Τα μέσα -έννοιες, αριθμοί, λόγοι- καθαγιάζονται και σταματούν να σε προβληματίζουν.
Για να το συνοψίσω το επιχείρημα: χρειαζόμασταν επειγόντως σχήματα που εξηγούν τα πάντα, χωρίς να αφήνουν επαρκή χώρο για αμφιβολία και αναστοχασμό · λουλούδια που φυσικά δεν μπορούσαν ν’ ανθίσουν ούτε στον φιλελεύθερο κήπο.
Η άνοδος του κύκλου… και ο τετραγωνισμός του
Κι ερχόμαστε στην ανάγνωση του αποτελέσματος από κοινωνικούς επιστήμονες της γενιάς μου, μιας γενιάς που «καίγεται» για χρόνια από τους πυρετούς της επισφάλειας και της ηθικής αγανάκτησης. Σε όσες τοποθετήσεις έχω διαβάσει, στον Τύπο, στο Facebook κ.ά. με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις, η συζήτηση για την οικονομία και τις ανισότητες είναι εξαφανισμένη. Μοιάζει με μια τεράστια, μαύρη τρύπα στο σύμπαν της αριστεράς (πλην της κομμουνιστικής, που παρεμπιπτόντως είναι κι η μόνη που διασώθηκε). Γιατί όμως;
Από το 2019 μέχρι σήμερα παρακολουθούμε τα αποτελέσματα μιας δυναμικής καπιταλιστικής ανάκαμψης, που όπως και η απότομη ύφεση, σε έναν βαθμό συμβαίνει και σε έναν βαθμό προκαλείται. Βαριές μεταβλητές που δείχνουν την τάση, είναι η αύξηση του ΑΕΠ, η μείωση της ανεργίας, η τόνωση της απασχόλησης, η μικρή αλλά υπαρκτή βελτίωση της αναλογίας πλήρους – μερικής απασχόλησης, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, η αύξηση της ατομικής κατανάλωσης, μεταξύ άλλων.
Σε αυτό το πλαίσιο, καθώς αυξάνεται εκθετικά η αυτοπεποίθηση του κεφαλαίου, αυξάνονται ήπια και οι αναδιανεμητικές διαθέσεις: εξ ου και η σχετική (για συνθήκες πανδημίας και απότομης ανόδου τιμών) σταθερότητα σε δείκτες οικονομικής ανισότητας, ή ακόμα και η ελαφρά βελτίωση δεικτών, όπως η υλική και κοινωνική στέρηση (βλ. τα διαχρονικά αποτελέσματα της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης εδώ). Βέβαια, ο (ήδη υψηλός) κίνδυνος φτώχειας αυξήθηκε απότομα μεταξύ 2020 και 2021, για να πέσει το 2022 κοντά στα προ του 2019 επίπεδα. Την ίδια τάση ακολούθησε η παιδική φτώχεια, και δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι αυξήθηκε πολύ το ποσοστό φτώχειας στα χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα και στις γυναίκες (φύλο και τάξη φαίνεται πως αλληλοσυμπληρώνονται στην αναπαραγωγή ανισοτήτων).
Προφανώς κάθε δείκτης έχει τις παραδοχές του και εδώ οι αναφορές δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτικές. Ανάμεσα στα πολλά που κρύβουν οι σχετικές χρονοσειρές, είναι ότι ακόμα και σε μία ανοδική φάση του καπιταλιστικού κύκλου, η Ελλάδα δεν δείχνει σοβαρές τάσεις σύγκλισης με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο και επομένως, θα μπορούσε εύλογα να αναρωτηθεί κανείς τι θα συμβεί όταν η χώρα ξαναμπεί σε έναν νέο κύκλο ύφεσης. Για να μην ανοίξουμε καν το κεφάλαιο πόσο πιο καταστροφική αντέχουμε να γίνει η σχέση της καπιταλιστικής ανάπτυξης με το περιβάλλον, αλλά και την σωματική και ψυχική μας υγεία.
Κάποια highlights των εκλογών
Με βάση τα παραπάνω, νομίζω ότι συνάγονται αβίαστα ορισμένα συμπεράσματα:
⇒ Ενώ στις εκλογές του 2019 η ψήφος εργατικών και λαϊκών στρωμάτων ήταν το φρένο στην ελεύθερη πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, στην περίπτωση των πρόσφατων εκλογών, αυτό δεν λειτούργησε. Επιπλέον, είναι εντυπωσιακή η αύξηση της ΝΔ στη Β’ Πειραιά (+7,2%), στη Δυτική Αττική (+7,6%) και στον Δυτικό τομέα της Αθήνας (+7,8%), όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την πρωτιά που διατηρούσε για μία περίπου δεκαετία. Στον αντίποδα, είναι εντυπωσιακή η άνοδος του ΚΚΕ στις λαϊκές συνοικίες των αστικών κέντρων (αν θέλει κάποιος να γνωρίσει καλύτερα τις ανισότητες, μια βόλτα από τον Ασπρόπυργο θα βοηθούσε · εκεί το ΚΚΕ είναι πλέον δεύτερο κόμμα, με ένα καθαρό 16%).
⇒ Η πτώση στους ανέργους για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι επίσης ενδεικτική: σύμφωνα με το exit poll, έλαβε το 26% των ανέργων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2019 ήταν 42%. Αντίθετα, σε αυτήν την κατηγορία η ΝΔ αύξησε τα ποσοστά της κατά τέσσερις μονάδες.
⇒ Για την ψήφο των επιστημονικών επαγγελμάτων και των αυτοαπασχολούμενων, η ανάλυση παρέλκει. Σύμφωνα με το exit poll, στους ελεύθερους επαγγελματίες η ΝΔ, που ήδη από το 2019 είχε συστηθεί ως κόμμα της μεσαίας τάξης, έλαβε 54%, έναντι 17% του ΣΥΡΙΖΑ.
⇒ Τέλος, παρατηρήσαμε μία κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στον αγροτικό κόσμο (από 26% σε 13%). Παρεμπιπτόντως, κανείς δεν ασχολήθηκε σοβαρά για το τι μπορεί να σημαίνει από τη μία να ερημώνουν κωμοπόλεις της περιφέρειας και από την άλλη να τονώνεται η απασχόληση στη γεωργία και κυρίως τον τουρισμό. Άλλη μία γεμάτη αντιφάσεις κοινωνική-ταξική πόλωση, που περιμένει να αναλυθεί.
Επομένως, αν και υποψιασμένοι για την μεροληψία των στατιστικών, μπορούμε καταρχάς να απορρίψουμε με σχετική ασφάλεια την υπόθεση ότι η (σταδιακή) ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας μεταξύ 2015 και 2019, διακόπηκε επί ΝΔ. Όλοι οι διαθέσιμοι δείκτες, δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεύτερον και σχετικό με το προηγούμενο: Αν τα κριτήρια ψήφου εξακολουθούν να είναι παρόμοια σε σχέση με τη δεκαετία της κρίσης, δηλαδή αν οι ψηφοφόροι ιεραρχούν ψηλά τις πραγματικές και προσδοκώμενες συνθήκες διαβίωσής τους, τότε αυτό που χρήζει ανάλυσης δεν είναι τόσο η επιβράβευση προς την κυβέρνηση, ούτε καν η αποδοκιμασία προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως η άρνηση όσων προέρχονται από τον χώρο των κοινωνικών επιστημών να συσχετίσουν το εκλογικό αποτέλεσμα με την οικονομία.
Αντί αυτού, βλέπω μία αναπαραγωγή ρηχών ταυτοτικών (και αυτοαναφορικών) ερμηνειών, επικλήσεις σε χρεωκοπημένες θεωρήσεις περί ψυχοπαθολογίας, αυτάρεσκα (νέο-μεσοαστικά) επιχειρήματα περί συντηρητικοποίησης της κοινωνίας και άλλα τέτοια που αποδυναμώνουν τον κριτικό αναστοχασμό, δηλαδή την κατεξοχήν αναγκαία συνθήκη για μια πολιτική υπέρ των λαϊκών τάξεων. Για να επιστρέψουμε στο μέλλον της ταξικής ανάλυσης, μέσω Φρόυντ: ‘Wo Identität war, soll Klasse werden’ (‘Όπου ήταν Ταυτότητα, να γίνει Κοινωνική Τάξη’).
* Εντεταλμένος Ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.