Επιμέλεια: Ιωάννα Λουλούδη
Φωτογραφίες: Θάνος Παλούκας
Από το 2001 η Ελλάδα δεν έχει επικαιροποιήσει το Εθνικό Σχέδιο Δράσης κατά της Ερημοποίησης και κλωτσά κάθε ευκαιρία για αντιμετώπιση του φαινομένου. Απαντώντας στο Reporters United, ο ΟΗΕ αποκαλύπτει πως οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνούνται από το 2011 να καταβάλουν τα υποχρεωτικά κονδύλια για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης. Τι κόστος έχει αυτή η αδιαφορία για τους Έλληνες αγρότες; Αποστολή στον θεσσαλικό κάμπο.
Κοντεύει ένας χρόνος απ’ όταν οι πλημμύρες της κακοκαιρίας Daniel έπληξαν το χωράφι του Πραξιτέλη Λαχανά στον θεσσαλικό κάμπο. Ακόμα και σήμερα αποφεύγει την επίσκεψη εκεί. Η εικόνα τού προκαλεί στενοχώρια. Την ίδια στενοχώρια ένιωθε κι όταν μας πήρε μαζί του στο χωράφι μια ηλιόλουστη Κυριακή στις αρχές του περασμένου Οκτώβρη, περίπου ένα μήνα μετά την καταστροφή.
Εκεί όπου κάποτε ήταν γόνιμο χώμα, τώρα υπάρχει άμορφη και σκληρή γη. Λάσπη και πέτρα. «Δηλητήριο», όπως μας είπε ο Πραξιτέλης. Εκεί όπου έβρισκες σιτάρια και βαμβάκι, τώρα υπάρχουν διάσπαρτες αχυρόμπαλες από άλλα χωράφια, καλώδια, νεκρά ζώα κι ό,τι άλλο έφεραν τα ορμητικά νερά του Πηνειού, τα οποία γκρέμισαν μέχρι και τις βαριές σιδερένιες πόρτες της αποθήκης του. Η καταστροφή είναι ολοκληρωτική.
«Κοιτάω τώρα πίσω», μας λέει σήμερα, «είμαι 56 χρονών, αυτά τα πράγματα έκανα 32 χρόνια να τα φτιάξω. Μπορώ να τ’ αναπληρώσω μέσα σε μερικούς μήνες; Δεν γίνεται. Ούτε τα κουράγια έχω, ούτε την οικονομική ευχέρεια έχω. Τίποτα δεν έχω».
Το νερό ήταν η τελική σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι στην προσπάθεια του Πραξιτέλη να επιβιώσει ως αγρότης. Πριν την πλημμύρα, τον είχε λαβώσει η ξηρασία.
Το 2021, η βασική του γεώτρηση άρχισε να στερεύει. Η προσοδοφόρα καλλιέργεια βαμβακιού ήταν πλέον αδύνατη και το εισόδημα απ’ την ξηρική καλλιέργεια με την οποία αντικατέστησε το βαμβάκι δεν ήταν αρκετή για να ζήσει. Χωρίς εναλλακτική, ξεκίνησε να συμπληρώνει το εισόδημά του δουλεύοντας σε μεταφορική εταιρεία, μακριά απ’ το χωράφι που καλλιεργούσε από το 1992.
Τη δεκαετία του ‘90, όταν έκανε τα πρώτα του βήματα στη γεωργία, ο νεαρός τότε αγρότης δεν γνώριζε πως μια ομάδα επιστημόνων κατέληγε στο συμπέρασμα ότι στη θεσσαλική γη υπήρχε σοβαρός κίνδυνος ερημοποίησης.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, ως ερημοποίηση ορίζεται η υποβάθμιση της γης σε ξηρές, ημίξηρες και ξηρές-ύφυγρες περιοχές, η οποία προκαλείται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των κλιματικών μεταβολών και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Για την αντιμετώπισή της, το 1994 ψηφίστηκε στο Παρίσι η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της ερημοποίησης, ενώ η 17η Ιουνίου έχει καθιερωθεί από τον ΟΗΕ ως παγκόσμια ημέρα για την καταπολέμηση της ερημοποίησης και της ξηρασίας. Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση με τον ν. 2468/1997 και στο πλαίσιο αυτής εκπονήθηκε το Ελληνικό Προσχέδιο Δράσης.
Τον Ιανουάριο του 2001, παραδόθηκε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης στην Επιτροπή κατά της Ερημοποίησης του ΟΗΕ και στις 23 Ιουλίου του ίδιου έτους κυρώθηκε από το Κράτος. Επίσης την ίδια περίοδο εκπονήθηκε και ο χάρτης δυνητικού κινδύνου ερημοποίησης.
Όμως, 23 χρόνια μετά την κύρωση, κι ενώ οι κλιματολογικές συνθήκες έχουν επιδεινωθεί, η Ελλάδα δεν έχει επικαιροποιήσει τον χάρτη ο οποίος μοιάζει απλώς να έμεινε στο συρτάρι.
Προειδοποιήσεις που έπεσαν στο κενό
Τα χρόνια που ο Πραξιτέλης Λαχανάς επένδυε στις καλλιέργειές του, ο καθηγητής Γεωργίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Νικόλαος Δαναλάτος ήταν μέλος της Επιτροπής κατά της Απερήμωσης, τα μέλη της οποίας είχαν τη δυνατότητα να μελετήσουν σ’ όλη τη χώρα τις διαστάσεις της ερημοποίησης.
Πάνω από το 30% των εδαφών της Θεσσαλίας έχει ερημοποιηθεί ή βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο ερημοποίησης.
«Δεν θυμάμαι μια μέρα να μην ήμασταν σε ένα αεροπλάνο, πότε στην Κεφαλονιά, στο Διδυμότειχο, στο Κουτσό Ξάνθης, στη Ροδόπη ή την Κρήτη. Δουλεύαμε συνέχεια. Η χρηματοδότηση ήταν τεράστια και η δουλειά ήταν τεράστια. Μάθαμε πολλά πράγματα και για πολλά φυτά που δεν τα ξέραμε. Χωρίς τέτοιες χρηματοδοτήσεις δεν είναι δυνατόν κάποιος να αποκτήσει τόσο συμπυκνωμένη γνώση σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα», αναφέρει ο καθηγητής Δαναλάτος.
Αποτέλεσμα αυτής της εντατικής δουλειάς, που ξεκίνησε το 1996, ήταν η εκπόνηση το 2001 του Εθνικού Σχεδίου για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης. Περιέγραφε τις βασικές κατευθύνσεις που έπρεπε να ακολουθηθούν σε εθνικό επίπεδο για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των επιπτώσεων της ερημοποίησης.
«Οι απειλούμενες από την ερημοποίηση περιοχές ανέρχονται στο 30% της συνολικής έκτασης της χώρας», προειδοποιούσε ήδη πριν από 23 χρόνια το σχέδιο, όπως προκύπτει από το παρακάτω απόσπασμα.
Πρότεινε ακόμη τον ορισμό πιλοτικών περιοχών για την εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων μέτρων.
Οι περιοχές αυτές ήταν οι εξής:
- η δυτική Λέσβος για την αντιμετώπιση της υπερβόσκησης
- η λοφώδης περιοχή της κεντρικής Θεσσαλίας για τη διάβρωση και τη μη ορθολογική άρδευση των γεωργικών εδαφών
- η Αττική για τις δασικές πυρκαγιές και την κατασπατάληση των εδαφικών και υδάτινων πόρων
- η περιοχή της Κρήτης ανατολικά της γραμμής Ηρακλείου – Τυμπακίου για την ανεπάρκεια ύδατος, την υπερβόσκηση και τις συνέπειες της τουριστικής πίεσης
- τα νησιά του κεντρικού Αιγαίου για τα προβλήματα ξηρασίας και προστασίας εγκαταλελειμμένων γαιών.
Το εθνικό σχέδιο, όμως, αφού παραδόθηκε, τέθηκε σε«αχρησία», όπως αναφέρει ο καθηγητής Δαναλάτος.
Αποτέλεσμα; Παρά τις προειδοποιήσεις της επιτροπής, το φαινόμενο στη Θεσσαλία κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις. Σήμερα, ο γεωπόνος και πρώην διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ Χρίστος Τσαντήλας, μέλος τότε της επιτροπής, εξηγεί στο Reporters United ότι λόγω της ερημοποίησης στη Θεσσαλία «εδάφη που παλαιότερα έδιναν καλές παραγωγές δεν μπορούν να αποδώσουν οικονομικό εισόδημα. Το πρόβλημα είναι σημαντικό δεδομένου ότι μεγάλο ποσοστό -εκτιμάται σε μεγαλύτερο του 30%- των εδαφών της έχει ερημοποιηθεί ή βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο ερημοποίησης. Οι περιοχές που υποφέρουν από τα φαινόμενο είναι η ανατολική Θεσσαλία και κυρίως οι επικλινείς περιοχές στις οποίες η διάβρωση είναι πιο ισχυρή».
Ο κ. Τσαντήλας αναφέρει επίσης πως σημαντικό ρόλο στη διάβρωση παίζει κι η κακή διαχείριση των εδαφών κατά την καλλιέργειά τους και προσθέτει πως σε ορισμένες περιοχές υπολογίζεται ότι έχει απομακρυνθεί έδαφος πάχους ενάμισι μέτρου τα τελευταία 80 χρόνια.
«Δυστυχώς σιωπήσαμε»
«Παρά το σημαντικό έργο της τότε Επιτροπής και την κρισιμότητα του θέματος, έκτοτε δεν υπήρξε μεγάλη πρόοδος. Δυστυχώς τα τελευταία 20 χρόνια σιωπήσαμε, καταπιαστήκαμε με άλλα», είχε παραδεχτεί στις 17 Ιουνίου 2021, ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας κατά της Ερημοποίησης, ο τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Σπήλιος Λιβανός, προσθέτοντας πως το 50% της χώρας κινδυνεύει με ερημοποίηση μέσα στην επόμενη εικοσαετία, σύμφωνα με την προβολή των σεναρίων της Κομισιόν.
Στο πλαίσιο της ίδιας ομιλίας ο τότε υπουργός είχε ανακοινώσει τον σχηματισμό μιας ακόμη επιτροπής, με αντικείμενο την επικαιροποίηση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης.
Σ’ αυτήν την επιτροπή συμμετείχε κι ο επίκουρος σημερα καθηγητής στο εργαστήριο Εδαφολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Ορέστης Καΐρης. Ο κ. Καΐρης λέει πως πρώτο μέλημα της Επιτροπής ήταν η επικαιροποίηση του χάρτη κινδύνου ερημοποίησης. Κι αυτό γιατί, σε σύγκριση με τον χάρτη του 2001, τα χαρτογραφικά δεδομένα των εδαφών είχαν ανανεωθεί και επεκταθεί σε λεπτομερέστερη κλίμακα και φυσικά άρχισε να γίνεται εντονότερη η κλιματική κρίση.
Η δουλειά όμως απαιτούσε πολύ χρόνο και χρόνος δεν δόθηκε.
«Η επιτροπή είχε ξεκινήσει πολύ δυναμικά, είχαμε τακτικές συνεδριάσεις, απλά έπρεπε πρώτα να συνεννοηθούμε για την έννοια της ερημοποίησης και πώς να την προσεγγίσουμε. Ολιστικά; Γενικευμένα; Κατά διεργασία υποβάθμισης; Σε ποια κλίμακα; Εθνική; Περιφέρειας;», σημειώνει ο κ. Καΐρης.
Τον Ιούνιο του 2022, η πρόεδρος της Επιτροπής Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη (η οποία απεβίωσε το 2023), παρέδωσε στον τότε υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Γεώργιο Γεωργαντά την ενδιάμεση Έκθεση στην οποία κατέληξαν τα μέλη της Επιτροπής. Η ετήσια θητεία της Επιτροπής έληξε και δεν ανανεώθηκε.
Όπως διευκρινίζει ο κ. Καΐρης τα στοιχεία δεν έχουν επικαιροποιηθεί πλήρως και με τις μεθοδολογίες που συζητήθηκαν στην Επιτροπή ότι θα εφαρμοστούν και προσθέτει πως είναι αναγκαίο να ανασυσταθεί η Επιτροπή και να έχει διάρκεια. «Η γνώση που έχει το κράτος για την κατασταση της ερημοποίησης στη χώρα έχει παραμείνει στο 2001» αναφέρει.
Από το 2011 έχει να πληρώσει τη συνδρομή της στον ΟΗΕ η Ελλάδα
Τη σημασία που (δεν) δείχνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις στην ερημοποίηση φανερώνει το γεγονός ότι η χώρα δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της από τις διεθνείς συμβάσεις.
Από το 2011, η Ελλάδα δεν έχει καταβάλει την απαιτούμενη οικονομική συνδρομή στην αρμόδια Γραμματεία του ΟΗΕ για τη Σύμβαση για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης. Η συνδρομή των κρατών που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση συμβάλλει στον προϋπολογισμό των δράσεων της αρμόδιας Επιτροπής του ΟΗΕ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΟΗΕ, η Ελλάδα έχει να πληρώσει από τη διετία 2010-2011 τις συνδρομές της στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης.
Το 2021, ο Σπήλιος Λιβανός είχε δηλώσει ότι «το θέμα αυτό χρόνιζε και παρέμενε ανενεργό την τελευταία δεκαετία, μετά τη μεταφορά της Γενικής Διεύθυνσης Δασών, η οποία ήταν αρμόδια για την πληρωμή της συνδρομής, από το υπουργείο μας στο υπουργείο Περιβάλλοντος. Έχουμε βρει τους πόρους και ετοιμάζεται υπουργική απόφαση για την τακτική πλέον καταβολή της συνδρομής από τον προϋπολογισμό του υπουργείου».
Απευθυνθήκαμε με γραπτό ερώτημα στη γραμματεία του ΟΗΕ για την τήρηση της Σύμβασης κατά της Ερημοποίησης (UNCCD). Ρωτήσαμε αν η Ελλάδα έχει τακτοποιήσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της. Η απάντηση που λάβαμε ήταν αρνητική.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, ενημερωμένα μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου 2024, η Ελλάδα έχει να πληρώσει τη συνδρομή της από τη διετία 2010-2011. Συνολικά, από το 2008 μέχρι το 2024 στη χώρα αντιστοιχούσε το ποσό των 664.823 ευρώ από το οποίο πλήρωσε μόλις 129.120 ευρώ. Το υπόλοιπο φτάνει το ποσό των 535.703 ευρώ.
Ρωτήσαμε τον ΟΗΕ για τις επιδόσεις της Πορτογαλίας και της Ρουμανίας, δύο κράτη της ΕΕ που επίσης απειλούνται από την ερημοποίηση. (Η έρευνα του Reporters United για την ερημοποίηση έγινε σε συνεργασία με δημοσιογράφους από την Πορτογαλία και τη Ρουμανία, που ερεύνησαν το θέμα στις δικές τους χώρες.) Η απάντηση ήταν ότι η Πορτογαλία στέλνει τη συνδρομή της τακτικά, ενώ η Ρουμανία έχει μείνει λίγο πίσω.
Σε ερώτηση του Reporters United για το πώς η Ελλάδα ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της από τη Σύμβαση, η αρμόδια γραμματεία του ΟΗΕ μάς παρέπεμψε στην τελευταία έκθεση της Ελλάδας για την Ερημοποίηση. Η έκθεση που παραδόθηκε το 2023 αναφέρει πως μόλις το 5,79% της ελληνικής γης έχει υποστεί διάβρωση το 2019. Ωστόσο, σε ερώτηση σχετικά με το επίπεδο εμπιστοσύνης της εκτίμησης αυτής, η ίδια η ελληνική κυβέρνηση απαντά ότι είναι «χαμηλό» (low) «λόγω της έλλειψης έρευνας στο πεδίο και ερευνητικών δεδομένων σε εθνική κλίμακα».
Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης όπως περιλαμβάνεται στην έκθεση που υπέβαλε στον ΟΗΕ για την ερημοποίηση, αναφέρει ότι το επίπεδο εμπιστοσύνης σχετικά με τη διάβρωση του εδάφους «θεωρείται χαμηλό λόγω της έλλειψης έρευνας στο πεδίο και ερευνητικών δεδομένων σε εθνική κλίμακα».
Μια διαφορετική εικόνα δίνει ο καθηγητής Νίκος Δαναλάτος με βάση την επιστημονική του έρευνα: «Τα τελευταία 20 χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, έχουμε χάσει πανελλαδικά τέσσερα εκατ, στρέμματα καλλιεργούμενης γης, από τα οποία το ένα εκατ. χάθηκε στη Θεσσαλία».
Στην ερώτηση για το αν τα πράγματα θα ήταν καλύτερα με ουσιαστική εφαρμογή του Εθνικού Σχεδίου, ο καθηγητής απαντά κατηγορηματικά ναι: «Θα είχαμε διαφυλάξει τέσσερα εκατ. στρέμματα συνολικά στην Ελλάδα και ένα εκατ. στρέμματα ειδικά στη Θεσσαλία. Αυτό θα είχε στοιχίσει κάποιες επενδύσεις και κάποια κεφάλαια, αλλά θα είχαμε τέσσερα εκατ. στρέμματα προστιθέμενης αξίας. Τα οποία τώρα βέβαια δεν χάθηκαν τελείως, είναι βοσκότοποι. Ωστόσο, άλλη προσφορά έχει ένας βοσκότοπος, άλλη ένα σταροχώραφο ή ένα αμπέλι».
Σε ημερίδα για την ερημοποίηση στο πολύπαθο χωριό του Παλαμά Καρδίτσας τον Ιούνιο του 2023 (δηλαδή πριν τις πλημμύρες του Daniel), ο κ. Δαναλάτος είχε αναφέρει στοιχεία που φανερώνουν την αλλαγή στις αγροτικές καλλιέργειες: Από το 2000 μέχρι το 2020 σε Λάρισα και Μαγνησία εγκαταλείφθηκαν 750.000 στρέμματα καλλιέργειας χειμερινών σιτηρών σε λοφώδεις εκτάσεις και 540.000 στρέμματα καλλιέργειας βαμβακιού σε πεδινές εκτάσεις.
«Ούτε ένα ποτήρι νερό»
Τα τελευταία 20 χρόνια αναγκάστηκε αρκετές φορές ν’ αλλάξει τις καλλιέργειές του κι ο Πραξιτέλης Λαχανάς.
Όταν ξεκίνησε το επάγγελμα του αγρότη, πήρε δάνειο από την Αγροτική Τράπεζα, αγόρασε μηχανήματα, έφτιαξε αποθήκη κοντά στα χωράφια. Μέχρι το 2010 αντιμετώπιζε τα συνηθισμένα προβλήματα των καλλιεργητών, όπως το χαλάζι και το πράσινο σκουλήκι. Όμως, από εκείνο το σημείο ξεκίνησαν τα προβλήματα με το νερό και τις γεωτρήσεις.
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο το 2021, την ίδια εποχή δηλαδή που η νέα επιτροπή για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης πάλευε να βρει ορισμό στο φαινόμενο που οι αγρότες ήδη αντιμετώπιζαν.
«Το 2021 άρχισαν τα έντονα σημάδια της μείωσης του νερού, μέχρι που η γεώτρηση δεν έβγαζε ούτε ένα ποτήρι νερό. Έβαζες τη γεώτρηση στις εφτά το πρωί και για να πάει 500 μέτρα έπρεπε να περάσουν πέντε – έξι ώρες. Δεν μπορούσα να ποτίσω τίποτα. Έχασα την παραγωγή μου εκείνη την χρονιά και ουσιαστικά εγκατέλειψα τις ποτιστικές καλλιέργειες», λέει ο Πραξιτέλης.
Το υδατικό πρόβλημα στη Θεσσαλία είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες, σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων Νικήτα Μυλόπουλο.
«Η Θεσσαλία είναι ένα αρνητικό υπόδειγμα λειψυδρίας εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Κι αυτό γιατί, εξαιτίας της αγροτικής δραστηριότητας, οι υδατικές ανάγκες αυξήθηκαν ραγδαία, πέραν της φέρουσας ικανότητας. Δηλαδή, οι καταναλώσεις έγιναν σημαντικά περισσότερες απ’ όσες μπορούσε ν’ αντέξει το υδατικό σύστημα της περιοχής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Πηνειός να χάνει σταδιακά το νερό του. Τα καλοκαίρια στέρευε τελείως. Οι συνθήκες αυτές δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για ερημοποίηση. Όλο αυτό είναι ανθρωπογενές. Δεν οφείλεται στον καιρό ή την ανομβρία ή άλλους παράγοντες. Είναι ένα πρόβλημα που το καλλιεργήσαμε εμείς», σημειώνει ο κ. Μυλόπουλος.
Οι μέσες απώλειες από τη διάβρωση του νερού στην Ελλάδα είναι περίπου τέσσερις τόνοι ανά εκτάριο ετησίως, διπλάσιες από το ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο ίδιος προσθέτει: «Τώρα σε αυτό έρχεται δυστυχώς κι η κλιματική κρίση, η οποία φέρνει αυτή την αλληλουχία ξηρασίας-πλημμυρών. Κάνει πιο έντονα τα ακραία φαινόμενα και δημιουργείται μια ακόμα πιο αρνητική κατάσταση στην περιοχή με τις καταστροφές δυστυχώς που ζήσαμε πρόσφατα και απο τον Ιανό πριν τρία χρόνια και τώρα από τον Daniel».
Στο παρελθόν, από την καλλιέργεια βαμβακιού ο Πραξιτέλης Λαχανάς είχε ετήσιο εισόδημα γύρω στις 25.000ευρώ. Μετά τις πληρωμές σε προμηθευτές και λιπάσματα, του έμεναν περίπου 15.000 ευρώ. Με την ξηρική καλλιέργεια, ωστόσο, τα έσοδα δεν ξεπερνούσαν τις 6.000 ευρώ ετησίως.
«Αν σε ένα χωράφι σπείρεις πάνω από δυο τρεις χρονιές σιτάρι, δεν αποδίδει μετά. Θέλει άλλη καλλιέργεια, ποτιστική. Δεν μπορούσαμε, όμως, να ποτίσουμε, οπότε τα χωράφια άρχισαν ν’ αχρηστεύονται. Με το να δώσει ένα χωράφι τώρα 200-250 κιλά σιτάρι, δεν καλύπτεις ούτε τα έξοδα σου», τονίζει.
Η κατάσταση ανάγκασε τον Πραξιτέλη ν’ αλλάξει επάγγελμα. Κι αυτό πριν ακόμη οι καταστροφικές πλημμύρες δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στα χωράφια του.
Επιτακτική ανάγκη εκπόνησης εθνικού σχεδίου
«Κατά τη γνώμη μου, είναι επείγουσα ανάγκη να επικαιροποιηθεί το Εθνικό Σχέδιο κατά της ερημοποίησης, καθώς η Ελλάδα είναι μια από τις πλέον πληγείσες χώρες στην ΕΕ. Αυτό έχει αναγνωριστεί τόσο από τη βιβλιογραφία όσο και από εκθέσεις του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», τονίζει ο Δρ. Πάνος Πανάγος, ερευνητής επιστήμονας στο Κοινό Ερευνητικό Κέντρο της Κομισιόν και υπεύθυνος για το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Εδαφών.
Πρόσφατα δημοσιευμένη έκθεση για τη διάβρωση των ευρωπαϊκών εδαφών, στην οποία ο κ. Πανάγος ήταν μεταξύ των επιστημονικών συντακτών, εμφανίζει την Ελλάδα ψηλά σε όλους τους σχετικούς δείκτες.
«Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας στο Παρατηρητήριο Εδάφους της ΕΕ, τα ελληνικά εδάφη είναι μεσαίας-υψηλής υποβάθμισης, όπως φαίνεται στον πίνακα ελέγχου της υγείας του εδάφους των κρατών μελών. Τα γεωργικά εδάφη στην Ελλάδα διαθέτουν χαμηλή περιεκτικότητα σε οργανικό άνθρακα του εδάφους (< 2%) και έχουν υψηλά ποσοστά διάβρωσης του εδάφους. Οι μέσες απώλειες από τη διάβρωση του νερού στην Ελλάδα είναι περίπου τέσσερις τόνοι ανά εκτάριο ετησίως, διπλάσιες από το ευρωπαϊκό μέσο όρο. Προφανώς η απώλεια οργανικού άνθρακα του εδάφους και η υψηλή διάβρωση συμβάλλουν στην ερημοποίηση, η οποία τελικά διευκολύνει τις πλημμύρες».
Τι συνέπειες θα έχει αυτό μελλοντικά για τους αγρότες και τις καλλιέργειες στη χώρα;
Λέει πλάι στην άνυδρη γεώτρησή του ο Πραξιτέλης Λαχανάς: «Δεν άφησα τα παιδιά μου να ακολουθήσουν το επάγγελμα του αγρότη. Ειδικά τον γιο μου τον είχα αποτρέψει από το να μπαίνει μέχρι και στο τρακτέρ. Σε αυτή την περιοχή μιλάμε τώρα για 100 αγρότες. Παλιά ήταν περισσότεροι, αλλά την τελευταία εικοσαετία έφυγαν από το επάγγελμα. Πήρε ο πατέρας σύνταξη και ο γιος δεν έκατσε στα χωράφια. Επειδή κάποιοι το έβλεπαν νωρίτερα, δεν άφησαν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με τη γεωργία. Εδώ πίσω ο πιο νέος αγρότης είναι πια 52-55 χρονών. Δεν υπάρχει 25άρης. Αυτό το πράγμα ξεχάστε το. Δεν υπάρχει προοπτική».
Το ρεπορτάζ πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη του Journalismfund Europe στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνας «No Man’s Land: Digging for Water», που έγινε σε Ελλάδα, Πορτογαλία και Ρουμανία.