Μια προσευχή για την επόμενη μέρα. Να ξημερώσει φωτεινή και πολύχρωμη. Να δώσει μια ανάσα κι ένα χαμόγελο στην ασφυκτικά πολιορκημένη από το γκρίζο καθημερινότητα. Να ανοίξει παράθυρα ελπίδας ολόγυρα, να σεργιανίσει και πάλι το όνειρο στα μάτια των παιδιών. Να ‘ρθει ένα ευεργετικό αγέρι να στροβιλιστεί στις καρδιές των νέων, ν’ αποτινάξει τη θλίψη και τη δυστυχία που επικαλύπτει τις ελπίδες τους για το Αύριο. Να γυρίσουν πάλι, σαν τα χελιδόνια της Άνοιξης, όσοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο που με απόλυτη έλλειψη συμπάθειας τους οδήγησε στην ανεργία και την απόγνωση. Τον αγαπημένο τόπο της ρίζας τους, που μετατράπηκε σε τόπο αφιλόξενο για τους μόχθους και τα οράματα της νέας γενιάς.
Μια προσευχή, σα θυμίαμα προς τα ουράνια. Ν’ ανοίξουν και πάλι τα σφραγισμένα πορτοπαράθυρα στην ερημωμένη ύπαιθρο. Να χτυπήσει και πάλι η καμπάνα του σχολειού στα πιο απόμακρα χωριά. Εκεί όπου κρίθηκε ως σπατάλη σε βάρος του δημοσίου ο διορισμός ενός δασκάλου για λιγοστά παιδιά. Εκεί όπου εξαλείφθηκε το πρώτο και βασικό κίνητρο , το δικαίωμα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, στην ήδη πολυδοκιμαζόμενη περιφέρεια. Εκεί όπου η ελλιπέστατη ενημέρωση και στήριξη των αγροτών οδήγησε στην απόλυτη υποβάθμιση του πρωτογενούς τομέα.
Μια προσευχή, που μπορεί να συναντήσει αμέτρητες προσευχές, στον ίδιο τόπο και χρόνο.
Να πάψει η αφαίμαξη των ήδη έξαιμων και ασθενέστερων πολιτών και να μεταγγιστεί η οικονομία της χώρας από τους έχοντες και κατέχοντες.
Να ξημερώσει η μέρα που η αδικία θα παραμερίσει να διαβεί η ισονομία και η απόγνωση θα δώσει τη θέση της στην εύλογη προσδοκία. Η μέρα που τα γεράματα θα
‘ναι στ’ αλήθεια περήφανα, όπως αξίζει στους ξωμάχους της γης και τους εργαζόμενους των πόλεων. Σε όλους όσους εισφέρουν μια ολόκληρη ζωή από το υστέρημά τους, σε κρατικούς κορβανάδες, για να μπορούν, υποτίθεται, να γερνούν με αξιοπρέπεια. Σε κάθε άνθρωπο, που δικαιούται να αρρωστήσει δίχως να αναγκάζεται να καταφύγει στην οικονομική αρωγή άλλων. Σε κάθε άνθρωπο που δεν βασίζεται σε διπλο-τριπλομισθίες, άδηλα έσοδα και πόρους που δεν εντάσσονται στο νομικό πλαίσιο μιας δίκαιης Πολιτείας.
Μια προσευχή. Μνήμης και μορφές πλαισιώνουν κάθε ευχή της. Ζωές που διάβηκαν, αγώνες που έγραψαν, προσδοκίες που διαψεύστηκαν, ανθρωπιά και μεγαλείο ψυχών που δεν θα σβήσει ποτέ η σκοπιμότητα και ο χρόνος. Να σταθεί η Ελλάδα όρθια και οι δυνάστες των καιρών να αποδώσουν τα οφειλόμενα. Να επανορθώσει η Ευρώπη για τον εσκεμμένο εξοβελισμό της Ελληνικής γλώσσας και να της αποδώσει την οφειλόμενη θέση τιμής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Να αποδώσει, ως οφείλει, η Γερμανία το ανεξόφλητο χρέος της προς την Ελλάδα. Να αποδείξει ότι μπορεί να αρθρώσει ένα ευδιάκριτο λόγο μεταμέλειας, να αμβλύνει το βάρος και το στίγμα που ακολουθεί τις νεότερες γενιές του λαού της. Να επιτελέσει έμπρακτο και ουσιαστικό μνημόσυνο για τα θύματα της γενοκτονίας που διέπραξαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα.
Μια προσευχή, μια ευχή, στον τόπο και στο χρόνο που η χειραγώγηση λαών και ανθρώπων δεν βρίσκει πλέον μέρος να σταθεί: Να είναι η συνείδηση – και μόνο – οδηγός, στο πέρασμα από το Σήμερα στο Αύριο.
Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη