Του Βασίλη Σωτηρόπουλου.
Είναι διάχυτη η συζήτηση μετά τα χθεσινά αποτελέσματα, σχετικά με την ποιότητα του ισχύοντος εκλογικού νόμου και την συμβατότητά του με το Σύνταγμα. Η κριτική εστιάζει ιδίως στην αναντιστοιχία εκλογικών ποσοστών και κατανομής της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης μεταξύ των κομμάτων, με κεντρικό σημείο το bonus των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα.
Πρώτ’ απ’ όλα, η κρίση περί συνταγματικότητας προϋποθέτει τον εντοπισμό των συγκεκριμένων διατάξεων του καταστατικού χάρτη, προς τις οποίες εξετάζεται η συμβατότητα του εκλογικού νόμου. Το Σύνταγμα δεν είναι μια αόριστη πολιτική διακήρυξη, αλλά ένα νομοθέτημα, το οποίο υποβάλλεται σε συγκεκριμένη ανάγνωση κι ερμηνεία, σύμφωνα με τα μεθοδολογικά εργαλεία που παρέχει η νομική επιστήμη. Η κριτική περί αντισυνταγματικότητας του εκλογικού νόμου προϋποθέτει τον εντοπισμό συγκεκριμένων συνταγματικών κανόνων που φέρεται ότι περιφρονήθηκαν. Επομένως, αυτό είναι το αρχικό στάδιο για την ανάλογη κρίση όσον αφορά το νόμο: ποιες διατάξεις του Σ. παραβιάζονται. Αυτή είναι και η πρώτη δυσκολία: το Σύνταγμα δεν καθιερώνει κάποιο συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα, αφήνοντας την αρμοδιότητα αυτή στον κοινό νομοθέτη.
Οι περιορισμοί του κοινού νομοθέτη βρίσκουν τα όριά τους σε πολύ γενικές κανονιστικά πλαισιώσεις, όπως η αναφορά στην λαϊκή κυριαρχία. Το πολιτειακό πρόταγμα της υποστήριξης μιας “βιώσιμης” κυβέρνησης προφανώς αποτελεί ένα θεμιτό συνταγματικά ελατήριο για τον νομοθέτη, ώστε να πριμοδοτεί σε κάποιο βαθμό εκείνους που προηγούνται στις επιλογές των ψηφοφόρων. Πρέπει να υπάρχει όμως κι ένα όριο σε αυτή την πριμοδότηση, ώστε τελικά οι μειοψηφίες να μην καθίστανται με τεχνητό τρόπο πλειοψηφίες, γιατί αυτό θα ήταν προφανώς αντίθετο στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η ανακάλυψη αυτού του ορίου είναι ένα εξαιρετικά δυσχερές όριο, δεδομένου μάλιστα ότι σε αυτή την περιοχή δεν γίνεται καθολικώς αποδεκτή η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, η οποία συνδέεται κυρίως με την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων κι όχι τόσο με τα εκλογικά. Με την υποσημείωση εδώ, ότι το δικαίωμα ψήφου για την ανάδειξη νομοθετικού σώματος προβλέπεται πια από το πρώτο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Σε ένα δεύτερο στάδιο, το μεγάλο ερώτημα είναι ποιος μπορεί να ανακηρύξει την φερόμενη συνταγματικότητα. Δεν έχουμε συνταγματικό δικαστήριο, ώστε να μπορεί κάθε ενδιαφερόμενος να προσφύγει. Οι εκλογικές διαφορές έχουν ανατεθεί σε τελικό στάδιο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, το οποίο – σε έναν βαθμό- επιτελεί το ρόλο κι ενός Συνταγματικού δικαστηρίου. Ωστόσο και πάλι μόνον εμμέσως το ΑΕΔ μπορεί να προχωρήσει σε έναν τέτοιο έλεγχο, επ’ αφορμή κάποιας άλλης εκλογικής διαφοράς από αυτές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του. Διότι το Α.Ε.Δ. είναι το μόνο δικαστήριο της χώρας που μπορεί να κηρύξει αντισυνταγματικό το νόμο και με την τυπική έννοια, καταργώντας τον δηλαδή με την απόφασή του, αλλά αυτή η αρμοδιότητα αφορά μόνον τις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει διαφορετική δικαστική κρίση μεταξύ των άλλων ανώτατων δικαστηρίων (ΣτΕ, Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο), κι όχι όταν επιλαμβάνεται μιας εκλογικής διαφοράς. Υπάρχει βέβαια το περιθώριο κι εδώ του παρεμπίπτοντως ελέγχου, όχι όμως και της κατάργησης αντισυνταγματικού εκλογικού νόμου. Με μια κουβέντα: το Α.Ε.Δ. μπορεί να “τοποθετηθεί” για την συνταγματικότητα του εκλογικού νόμου, δεν μπορεί όμως να τον καταργήσει τυπικά. Μια τέτοια απόφαση θα έχει βεβαίως ιδιαίτερη βαρύτητα και μπορεί να αξιοποιηθεί κοινοβουλευτικά σε μια συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Φαίνεται όμως ότι και σε αυτή την περίπτωση, η “αρμοδιότητα της αρμοδιότητας” ανήκει στην Βουλή.
Θα έχει πάντως ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε εάν το ζήτημα της συνταγματικότητας του εκλογικού νόμου θα τεθεί σε δικαστική κρίση, με τον ένα ή άλλον τρόπο. Και θα έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον να δούμε εάν θα συνδυαστεί με ένα αίτημα που γνωρίζει ολοένα ευρύτερη αποδοχή: την ίδρυση ενός κανονικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Πηγή: E-Lawyer